
03 Δεκ Γιατί κάποιοι αντέχουν ενώ κάποιοι άλλοι παραιτούνται τόσο εύκολα; (MARTIN GRAY)
Κάτω στο δρόμο , χαμηλά κατά την πόλη, είν’ ένα άσπρο σπίτι. Το γνωρίζω καλά. Εκεί σταματούσαμε πολλές φορές και αλλάζαμε δυο λόγια με το ηλικιωμένο ζευγάρι που μένει εκεί.
Ένας άντρας με πρόσωπο χαμογελαστό και γεμάτο ρυτίδες, με μια εσωτερική ευφροσύνη, που έπαιρνε τα παιδιά στην αγκαλιά του και τα σήκωνε ως τα πρώτα κλαδιά, ένας άνθρωπος σιωπηλός που μιλούσε μόνο με το βλέμμα.
Η γυναίκα του, στρογγυλή, με τα χέρια της σταυρωμένα στα γόνατα, ήταν αντίθετα ομιλητική αλλά με μάτια θλιμμένα, με μια φωνή μελαγχολική που ανακαλούσε αδιάκοπα τη νιότη της, το παρελθόν της, τις ευτυχισμένες στιγμές που ‘χε γνωρίσει εδώ και πάρα πολύ καιρό, στιγμές που ίσως δεν υπήρχαν πιά παρά στη μνήμη της. Μνήμη πληγή που αιμορραγούσε.
Δυο πρόσωπα που είχαν ζήσει πλάι πλάι την ίδια ζωή, αυτή τη ζωή απ’ όπου ο ένας έβγαινε γαλήνιος, χαρούμενος κι ηγεμονικός, κι ο άλλος βουλιαγμένος μες στην κινούμενη άμμο της νοσταλγίας φευγάτων ημερών.
Γιατί αυτές οι διαφορές από τον έναν άνθρωπο στον άλλο;
Πούθε αντλεί τη δύναμή του ο ένας; Πούθε πηγάζει στον άλλο τούτη ή γεύση της θλίψης και της παραίτησης;
Από παιδί ακόμα κι ενώ αντιμετώπιζα τον πόλεμο και την κόλαση που σκάρωσαν οι άνθρωποι, έμαθα με μια πρώτη ματιά ν’ αναγνωρίζω κείνους που ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν κι αυτούς που θ’ άφηναν παράλυτα τα χέρια και θα ‘τρεχαν βιαστικά προς το θάνατο . Εκείνο το πρωί πέρασα μπροστά απ’ το άσπρο σπίτι. Ο άντρας καθότανε στον κήπο κάτω από ένα δέντρο . Όταν με είδε κούνησε το χέρι του.
– Τι ωραίος καιρός, έ; είπε. Είναι απίστευτο! Φέτος δεν είδαμε ούτε μια μέρα κακή.
Το πρόσωπό του χαμογελούσε.
– Η γυναίκα σας;
– Κοιμάται ακόμα, είπε. Τη νύχτα δεν μπορεί να κοιμηθεί. Μένει ξάγρυπνη με τις ώρες. Και παίρνει χάπια. Μόνο το πρωί την παίρνει ο ύπνος. Κρίμα. Χάνει αυτή τη φαντασμαγορία του πρωινού ήλιου.
Εκατομμύρια ήταν αυτοί που έχαναν τη φαντασμαγορία του πρωινού ήλιου, που οι σκέψεις τους σαν τρωκτικά τους εμπόδιζαν να κοιμηθούν. Εκατομμύρια άνθρωποι που πάσχιζαν να καθησυχάσουν το κεφάλι τους καταπίνοντας κάθε βράδυ δηλητήρια.
Δεν ήταν άραγε παραίτηση αυτό;
Όταν γνώρισα την απόλυτη δυστυχία, εκείνη την απρόβλεπτη συμφορά που μου άρπαξε τ’ αγαπημένα μου πρόσωπα, ένας γιατρός προσπάθησε να με συνεφέρει βυθίζοντάς με σε μιαν ατέλειωτη περίοδο ύπνου.
-Θα βρείτε αργότερα τον εαυτό σας, είπε, ο καιρός θα ‘χει περάσει. Αυτή η θεραπεία θα σας σώσει.
Αρνήθηκα. Και τότε γνώρισα κείνες τις νύχτες της παραφροσύνης. Χτυπούσα το κεφάλι μου στο πάτωμα σφίγγοντας μες στα χέρια μου ό,τι είχε απομείνει απ’ τα χαμένα, αγαπημένα μου πρόσωπα, κείνα τα μικρά πραγματάκια που υπήρξαν τα παιχνίδια των παιδιών μου. Ξεφώνιζα. Μα έμενα εκεί. Τις πέρασα αυτές τις νύχτες, εκεί, υποφέροντας αλλά ζώντας το μαρτύριο με τα μάτια ανοιχτά. Δεν το είχα αποφύγει.
– Δεν έχουν όλοι τη δική σας δύναμη, μου είχε πει ο γιατρός. Ορισμένοι έχουν ανάγκη να ξεχάσουν.
Τη δική μου δύναμη ; Πολλές φορές ένιωθα τόσο αδύναμος, τόσο εύθραυστος, που ήμουν έτοιμος να υποκύψω στο καθετί. Αλλά δεν ήθελα να χαθώ. Αυτή ήταν η μοναδική δύναμή μου. Αυτή η πεισματική αποφασιστικότητα, όχι για το χθες μα για το αύριο.
Δεν ήθελα να ξεχάσω. Αλλά δεν ήθελα και να τυλιχτώ μέσα στο σάβανο της μνήμης.
-Μα βέβαια, είστε δυνατός, φοβερά δυνατός, συμπέρανε ο γιατρός σηκώνοντας το κεφάλι. Δεν είχα καμιά διάθεση να τον πείσω, μα ήξερα ότι δεν ήμουν δυνατότερος απ’ τους άλλους. Είδα γριές γυναίκες, εξαντλημένες απ’ την πείνα, παράλυτες απ’ το φόβο, να στήνονται άξαφνα στα πόδια τους γιατί ήθελαν να σώσουν ένα πλάσμα αγαπημένο. Τις είδα να τρέχουν, να παλεύουν, να νικούν.
Κάθε άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, μπορεί να βρει μέσα του τη δύναμη. Μέσα μας βρίσκεται μια παντοδύναμη πηγή. Μια ενεργητικότητα πιο δυνατή από χίλιους ήλιους. Μα ποιος γνωρίζει αυτή την πηγή: Αυτή η πηγή κρύβεται απ’ τα αγριόχορτα που την πνίγουν.
Κι εμείς κωφεύουμε στο κελάρυσμά της . Φτάνει κάποια στιγμή που εμψυχώνει ξαφνικά ορισμένες από τις πράξεις μας, κι έπειτα την αφήνουμε να χαθεί και, πολλές φορές, να στερέψει.
Εγώ αναγκάστηκα να την ανακαλύψω. Αλλιώς θα μου ‘φευγε η ζωή. Τότε την έβαλα σ’ ένα κανάλι κι ήταν αυτή που με γέμισε, ήταν αυτή που μ’ έκανε ν’ ανθίσω, όπως αυτή τη στιγμή.
Άλλοι όμως;
Τούτη η γυναίκα μέσα στο άσπρο σπίτι της, τούτη η γυναίκα που θρηνεί τα χρόνια που πέρασαν κι ατέλειωτα τ’ αναλογίζεται, τί κατόρθωσε άραγε με τη δική της εσωτερική πηγή: Στέρεψε μήπως; Ίσως ακόμα χειρότερα. Δε στέρεψε αλλά κυλά αντίστροφα το ρεύμα της, διαβρώνει σαν ύπουλο τρωκτικό αντί να ποτίζει σαν ευλογημένο νερό και να δίνει ζωή.
Κι αυτό το είδα. Είδα ανθρώπους που γίνονταν στην αρχή οι δήμιοι των άλλων. Κείνο τον φίλο που, ελπίζοντας να σώσει τη ζωή του θέλησε να με καταδύσει, εμένα και τ’ αγαπημένα μου πρόσωπα. Είδα κι αυτούς τους άλλους που δέχονταν για ένα κομμάτι ψωμί να γίνουν υπηρέτες του θανάτου, δούλοι των ανθρώπων με τις μαύρες στολές,
Η πηγή μέσα τους δεν ήταν άλλο πια παρά ένα βρώμικο νερό, λασπωμένο, που τους έσπρωχνε στα τυφλά. Κι αμέσως τους ρουφούσε.
Το βιβλίο της ζωής
ΜΑΡΤΙΝ ΓΚΡΑΙΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/316518680034126594/