
29 Αυγ ΤΙΜΩΝ Ο ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ (ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ) | Μέρος Ε’
ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
Δεν το έλεγα εγώ ότι οι θεοί δεν θα παραμελήσουν τον καλό άνθρωπο, τον Τίμωνα;
Γεια σου, Τίμωνα, πανέμορφε, εξαιρετικά ευχάριστε και άριστε συμποσιαστή.
ΤΙΜΩΝΑΣ
Κι εσύ, Γναθωνίδη, πιο αρπακτικέ από όλους τους γύπες και πιο κατεργάρη από όλους τους ανθρώπους.
ΓΝΑΘΩΝΙΔΗΣ
Πάντοτε σου άρεσαν τα πειράγματα εσένα.
Πού όμως θα γίνει το συμπόσιο;
Τι είναι τούτο; Με χτυπάς, Τίμωνα; Καλώ μάρτυρες.
Ηρακλή μου, ωχ, ωχ, προσφεύγω εναντίον σου στον Άρειο Πάγο για τραυματισμό.
ΤΙΜΩΝΑΣ
Και μάλιστα, αν καθυστερήσεις λίγο, ίσως κλητευθώ για φόνο.
Ποιος είναι αυτός που έρχεται, με τη φαλάκρα να αρχίζει από το μέτωπο;
Ο Φιλιάδης, ο πιο σιχαμερός από όλους τους κόλακες. Αυτός εδώ, ενώ πήρε από μένα ένα ολόκληρο χωράφι και δύο τάλαντα προίκα για την κόρη του, ως ανταμοιβή για την επιδοκιμασία του, τότε που τραγούδησα και, ενώ όλοι σιωπούσαν, μόνο αυτός με επαίνεσε, και με το παραπάνω, παίρνοντας όρκο πως είμαι πιο καλλίφωνος από τους κύκνους, όταν λοιπόν αυτός με είδε άρρωστο πριν λίγο καιρό, και εγώ τον προσέγγισα ζητώντας βοήθεια, άρχισε να με χτυπάει, ο λεβέντης.
ΦΙΛΙΑΔΗΣ
Γεια σου, αφεντικό, και φρόντισε να φυλάγεσαι από τους σιχαμερούς αυτούς κόλακες, που είναι μόνο για το τραπέζι, ενώ κατά τα άλλα δεν διαφέρουν από κόρακες. Δεν πρέπει να έχει κανείς εμπιστοσύνη σε κανέναν από τους τωρινούς· όλοι είναι αχάριστοι και κακοήθεις.
Αντίθετα εγώ, καθώς σου έφερνα ένα τάλαντο, για να μπορείς να το χρησιμοποιήσεις για τις άμεσες ανάγκες σου, άκουσα στον δρόμο, ενώ ήμουν κοντά, ότι πλούτισες με τεράστιο πλούτο.
Ήρθα λοιπόν να σου δώσω αυτές τις συμβουλές.
ΤΙΜΩΝΑΣ
Θα γίνουν αυτά, Φιλιάδη. Πλησίασε όμως, για να σε καλωσορίσω με το δικέλλι.
ΦΙΛΙΑΔΗΣ
Άνθρωποι, μου έσπασε το κεφάλι αυτός ο αχάριστος, γιατί του έδινα συμβουλές για το συμφέρον του.
ΤΙΜΩΝΑΣ
Να που έρχεται τρίτος αυτός ο ρήτορας, ο Δημέας, που κρατάει στο δεξί οτυ χέρι ένα ψήφισμα και ισχυρίζεται ότι είναι συγγενής μας.
Αυτός, ενώ πλήρωσε με δικά μου χρήματα στην πόλη δεκαέξι τάλαντα σε μια μέρα – είχε καταδικαστεί και ήταν στη φυλακή, μια και δεν μπορούσε να πληρώσει, κι εγώ τον λυπήθηκα και τον ελευθέρωσα – όταν πριν από λίγο κληρώθηκε στην Ερεχθηίδα φυλή να διανέμει τα θεωρικά χρήματα, κι εγώ τον πλησίασα ζητώντας το μερίδιό μου, είπε πως δεν ξέρει αν είμαι πολίτης.
ΔΗΜΕΑΣ
Γεια σου, Τίμωνα, το εξαίρετο απάνθισμα της γενιάς σου, το στήριγμα των Αθηνών, το προπύργιο της Ελλάδας· από ώρα βέβαια η εκκλησία του δήμου συγκεντρωμένη και οι δύο βουλές σε περιμένουν.
Εγώ μάλιστα ήθελα να σου φέρω και τον γιο μου, που από το δικό σου όνομα τον ονόμασα Τίμωνα.
ΤΙΜΩΝΑΣ
Πώς, Δημέα, αφού ούτε καν έχεις παντρευτεί, όσο ξέρω τουλάχιστον;
ΔΗΜΕΑΣ
Αλλά θα παντρευτώ του χρόνου, πρώτα ο θεός, και θα κάνω παιδιά, και αυτό που θα γεννηθεί – θα είναι αγόρι βέβαια – το ονομάζω από τώρα Τίμωνα.
ΤΙΜΩΝΑΣ
Δεν ξέρω αν θα επιθυμείς ακόμη, φίλε μου, να παντρευτείς, μετά από το τόσο γερό χτύπημα που θα σου δώσω.
ΔΗΜΕΑΣ
Αλίμονο! Τι είναι τούτο; Επιχειρείς να εγκαθιδρύσεις τυραννίδα, Τίμωνα, και χτυπάς ελεύθερους πολίτες, ενώ εσύ δεν είσαι καλά καλά ούτε ελεύθερος ούτε πολίτης; Σύντομα όμως θα τιμωρηθείς και για τα άλλα και γιατί έβαλες φωτιά στην ακρόπολη.
ΤΙΜΩΝΑΣ
Μα δεν έχει πάρει φωτιά η ακρόπολη, παλιάνθρωπε· επομένως είναι φανερό ότι είσαι συκοφάντης.
ΔΗΜΕΑΣ
Ωχ, το σβέρκο μου!
ΤΙΜΩΝΑΣ
Μη φωνάζεις· θα σου δώσω και τρίτο χτύπημα.
Τι είναι όμως τούτο; Δεν είναι τούτος ο Θρασυκλής ο φιλόσοφος;
Αυτός είναι, και όχι άλλος. Με απλωμένη τη γενειάδα και ανασηκωμένα τα φρύδια και καμαρώνοντας για τον εαυτό του, έρχεται κοιτάζοντας σαν Τιτάνας.
Αυτός, που συγκροτημένη εμφάνιση και αξιοπρεπές βάδισμα και σεμνό ντύσιμο αναπτύσσει από το πρωί μυριάδες πράγματα για την αρετή και κατηγορεί τους οπαδούς της ηδονής και επαινεί την ολιγάρκεια, όταν καταφτάσει λουσμένος στο δείπνο παρουσιάζει ακριβώς τα αντίθετα από τα πρωινά εκείνα λόγια, αρπάζοντας πρώτος σαν περδικογέρακο τα φαγητά και σπρώχνοντας με τον αγκώνα τον διπλανό του, με τα γένια πασαλειμμένα από ζωμό, καταβροχθίζοντας σαν σκύλος, έχοντας σκύψει σαν να περιμένει να βρει την αρετή στις γαβάθες.
Πάντοτε ανικανοποίητος, ακόμη κι αν πάρει μόνο αυτός από όλους ολόκληρο το γλύκισμα ή το γουρουνόπουλο.
Το αποκορύφωμα δηλαδή της λαιμαργίας και της απληστίας.
Αλλά ακόμη και όταν είναι ξεμέθυστος, σε κανέναν δεν θα παραχωρούσε τα πρωτεία στο ψέμα, στη θρασύτητα ή στη φιλαργυρία· είναι επίσης από τους πρώτους κόλακες και πανέτοιμος να καταπατήσει τον όρκο του και η αγυρτεία προηγείται και αναίδεια τον συνοδεύει, και γενικά είναι ένα πάνσοφο πλάσμα, άρτιο από παντού και ποικιλότροπα τελειοποιημένο. Σε λίγο λοιπόν θα κλάψει, μια και είναι τόσο εξαιρετικός άνθρωπος.
Τι είναι τούτο; Πω, πω, καιρό είχες να μας έρθεις. Θρασυκλή.
ΘΡΑΣΥΚΛΗΣ
Δεν ήρθα, Τίμωνα, έχοντας τις ίδιες προθέσεις με αυτούς τους πολλούς, δεν ήρθα σαν εκείνους που, μένοντας έκθαμβοι μπροστά στον πλούτο σου, συγκεντρώθηκαν βιαστικά προσδοκώντας ασήμι και χρυσάφι και πολυτελή δείπνα, για να κάνουν επίδειξη άφθονης κολακείας σε έναν άνθρωπο σαν εσένα, που διαθέτεις απλότητα και μεταδοτικότητα σε όσα έχεις.
Ξέρεις άλλωστε ότι για μένα είναι αρκετό φαγητό ένα κριθαρόψωμο, και πολύ ευχάριστο προσφάι το θυμάρι ή το κάρδαμο ή, αν ποτέ θέλω να καλοπεράσω, λίγο αλάτι· ποτό μου το νερό από την εννεάκρουνη πηγή· κι αυτό το τριμμένο πανωφόρι καλύτερο από οποιοδήποτε πορφυρό ρούχο.
Όσο για το χρυσάφι, δεν το θεωρώ καθόλου πολυτιμότερο από τα πετραδάκια στην ακρογιαλιά.
Ξεκίνησα να έρθω για δική σου χάρη, για να μη σε διαφθείρει αυτό το εξαιρετικά κακό και ύπουλο απόκτημα, ο πλούτος, που πολλές φορές έγινε σε πολλούς αιτία ανεπανόρθωτων συμφορών.
Αν ακολουθήσεις τη συμβουλή μου, ασφαλώς θα τον πετάξεις ολόκληρο στη θάλασσα, μια που δεν είναι καθόλου απαραίτητος σε έναν άνθρωπο που είναι καλός και που μπορεί να βλέπει τον πλούτο της φιλοσοφίας· όχι όμως βαθιά, αγαπητέ μου, αλλά μπαίνοντας στη θάλασσα ως τους βουβώνες, σε μικρή απόσταση από την ακροθαλασσιά. Ενώ θα σε βλέπω μόνο εγώ.
ΤΙΜΩΝΑΣ
Επαινώ αυτά τα λόγια σου, Θρασυκλή· πριν όμως αν συμφωνείς, έλα να σου γεμίσω το κεφάλι με καρούμπαλα, μετρώντας τα με το δικέλλι.
ΘΡΑΣΥΚΛΗΣ
Ω δημοκρατία και νόμοι, μας χτυπάει ο καταραμένος μέσα σε μια ελεύθερη πόλη.
ΤΙΜΩΝΑΣ
Τι είναι όμως τούτο;
Συγκεντρώνονται πολλοί· ο Βλεψίας εκείνος και ο Λάχης και ο Γνίφωνας και όλη η παράταξη αυτών που πρόκειται να κλάψουν.
Γιατί λοιπόν δεν ανεβαίνω σ’ αυτόν τον βράχο να ξεκουράσω λίγο το δικέλλι μου, που είναι καταπονημένο εδώ και ώρα, και μαζεύοντας ο ίδιος όσο γίνεται περισσότερες πέτρες, να τις ρίχνω επάνω τους σαν χαλάζι από μακριά;
ΒΛΕΨΙΑΣ
Μη ρίχνεις, Τίμωνα· φεύγουμε.
ΤΙΜΩΝΑΣ
Όχι όμως χωρίς αίματα, εσείς τουλάχιστον, ούτε χωρίς τραύματα.
Μέρος Α’: http://www.lecturesbureau.gr/1/timon-parta-a-1452/
Μέρος Β’: http://www.lecturesbureau.gr/1/timon-parta-b-1453/
Μέρος Γ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/timon-parta-c-1454/
Μέρος Δ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/timon-parta-d-1455/
ΣΑΤΙΡΑ ΑΠΛΗΣΤΙΑΣ
ΚΑΙ ΜΑΤΑΙΟΔΟΞΙΑΣ
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΡΟΣ