fbpx

Ανατροπές (IRVIN D. YALOM) | Μέρος Β’

Ανατροπές (IRVIN D. YALOM) | Μέρος Β’

Ωριμάζοντας όμως ως θεραπευτής, έμαθα να εμπιστεύομαι ότι το ασυνείδητό μου θα συμπεριφερθεί με υπεύθυνο τρόπο, άλλωστε γνωρίζω πια πολύ καλά ότι δεν παίζει τόσο ρόλο ποιες από τις σκέψεις μου θα αποκαλύψω όσο το γεγονός πως είμαι πρόθυμος να τις εκφράσω. Είπα λοιπόν το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο νου.

« Τη στιγμή που με ρώτησες έκανα μία πολύ παράξενη σκέψη. Θυμήθηκα μια ανάρτηση που είδα πρόσφατα σε μια ανώνυμη ιστοσελίδα με μυστικά. Έλεγε: “Δουλεύω στα Starbucks κι όταν οι πελάτες είναι αγενείς τους σερβίρω ντεκαφεϊνέ”».

Ο Τσάρλς με κοίταξε ξαφνιασμένος κι έπειτα ξέσπασε σε γέλια. « Τι πράγμα; Τι σχέση έχει αυτό;»

« Με ρώτησες τι σκεφτόμουν και ξεπήδησε αυτό στο νου μου: πώς όλοι έχουν μυστικά. Θα προσπαθήσω να δω πως μου ήρθε. Αυτή η ακολουθία σκέψεων είχε αρχίσει μερικά λεπτά νωρίτερα, όταν μιλούσες για τη φύση της πραγματικότητας και για το πώς την κατασκευάζεις. Άρχισα λοιπόν να σκέφτομαι πόσο δίκιο έχεις. Η πραγματικότητα δεν είναι κάτι που υπάρχει αλλά κάτι που το κατασκευάζει σε πολύ μεγάλο βαθμό ο καθένας από μας. Κι έπειτα για μια στιγμή- θα χρειαστεί να δείξεις λίγη υπομονή- ρώτησες τι σκεφτόμουν – ο νους μου πήγε στον Κάντ, τον Γερμανό φιλόσοφο, ο οποίος μας έμαθε πως η δομή της σκέψης μας επηρεάζει δραστικά τη φύση της πραγματικότητας που βιώνουμε. Μετά σκέφτηκα πόσα μεγάλα μυστικά έχω ακούσει στον μισό αιώνα που δουλεύω ως ψυχοθεραπευτής και ότι, όσο κι αν λαχταράμε να γίνουμε ένα με τον άλλον, πάντα θα διατηρείται μια απόσταση μεταξύ μας. Έπειτα σκέφτηκα πόσο θα διαφέρει το πώς βιώνεις εσύ το κόκκινο χρώμα ή τη γεύση του καφέ από το δικό μου “κόκκινο” και τον δικό μου “καφέ”, με τρόπους που δε θα τους μάθουμε ποτέ. Ο καφές! Αυτό είναι- αυτό μου έφερε στο νου το μυστικό των Starbucks. Όμως με συγχωρείς, με συγχωρείς Τσαρλς, φοβάμαι πως περιπλανήθηκα πολύ μακριά απ’ το σημείο που μπορεί να βρίσκεσαι εσύ»

« Όχι, όχι, καθόλου ».

«Πες μου τι περνούσε απ’ το δικό σου μυαλό όση μιλούσα ».

«Σκεφτόμουν: “Έτσι μπράβο”. Μ’ αρέσει να μιλάς έτσι. Μ’ αρέσει να μου λες αυτά που σκέφτεσαι ».

«Να λοιπόν άλλη μία σκέψη που μου ήρθε τώρα, μια παλιά ανάμνηση από παρουσίαση περιστατικού σ ένα σεμινάριο, πριν από μερικούς… αιώνες που ήμουν εκπαιδευόμενος. Ο θεραπευόμενος είχε περάσει έναν ευτυχισμένο μήνα τού μέλιτος σ’ ένα τροπικό νησί, ήταν μία απ’ τις ωραιότερες περιόδους της ζωής του. Μέσα στον επόμενο χρόνο όμως ο γάμος του πήγε από το κακό στο χειρότερο και πήρε διαζύγιο. Κάποια στιγμή ή γυναίκα του τού είπε ότι όλον εκείνο τον καιρό που ήταν μαζί του, ακόμα και στο μήνα τού μέλιτος, είχε μια ερωτική εμμονή μ’ έναν άλλον άντρα. Η αντίδρασή του ήταν πολύ παρόμοια με τη δική σου. Συνειδητοποίησε πως η ειδυλλιακή σχέση στο τροπικό νησί δεν ήταν μια κοινή τους εμπειρία, ότι κι εκείνος έπαιζε σόλο. Δεν θυμάμαι περισσότερα, μόνο ότι ένιωσε κι εκείνος όπως κι εσύ, ότι η πραγματικότητα είναι κατακερματισμένη».

«Η πραγματικότητα, είναι κατακερματισμένη…, έτσι νιώθω κι εγώ. Το βλέπω ακόμα και στα όνειρά μου. Χθες τη νύχτα είδα μερικά πολύ έντονα όνειρα αλλά θυμάμαι ένα πολύ μικρό μέρος τους. Ήμουνα μέσα σ’ ένα κουκλόσπιτο κι άγγιζα τις κουρτίνες και τα παράθυρα κι ένιωθα πως ήταν από χαρτί κι από σελοφάν. Τα ένιωθα ασταθή κι έπειτα άκουσα δυνατά βήματα και φοβήθηκα πως κάποιος θα πατούσε πάνω στο κουκλόσπιτο και θα το διέλυε».

« Ας ελέγξουμε για άλλη μία φορά τη μεταξύ μας πραγματικότητα αυτή τη στιγμή. Σε προειδοποιώ, θα το κάνω συχνά αυτό από δω και στο έξης. Πώς τα πάμε τώρα εσύ κι εγώ;»

«Καλύτερα απ’ ό,τι θα τα πήγαινα με οποιονδήποτε άλλον, προφανώς. Εννοώ πώς εμείς οι δύο είμαστε πιο ειλικρινείς μεταξύ μας. Και πάλι όμως υπάρχουν μερικά κενά. Όχι, όχι μερικά κενά- μεγάλα κενά. Η πραγματικότητά σου δεν ταυτίζεται στ’ αλήθεια με τη δική μου».

«Ωραία, ας προσπαθήσουμε κι άλλο να μικρύνουμε αυτά τα κενά. Τι θα ήθελες να με ρωτήσεις;»

« Χμμ. Πρώτη φορά μου ζητάς κάτι τέτοιο. Πολλά θα ήθελα να ρωτήσω. Πώς με βλέπεις; Πώς είναι να βρίσκεσαι εδώ μέσα μαζί μου αυτή τη στιγμή; Πόσο σε δυσκολεύει αυτή η συνεδρία;»

«Εύλογες ερωτήσεις. Θ’ αφήσω τις σκέψεις μου ελεύθερες, δεν θα προσπαθήσω να τις συστηματοποιήσω. Με συγκινεί αυτό που περνάς. Είμαι εκατό τοις εκατό παρών εδώ, σ’ αυτό το δωμάτιο. Σε συμπαθώ και σ’ εκτιμώ – νομίζω ότι το ξέρεις ή τουλάχιστον το ελπίζω. Και νιώθω έντονη επιθυμία να σε βοηθήσω. Σκέφτομαι πόσο σ’ έχει στοιχειώσει ο θάνατος του πατέρα σου, πως έχει σημαδέψει όλη σου τη ζωή. Σκέφτομαι επίσης πόσο τρομερό είναι να έχεις βρει κάτι πολύτιμο στη σχέση σου με τον Τζέημς Πέρρυ και να το χάνεις τόσο ξαφνικά μέσα απ’ τα χέρια σου. Φαντάζομαι επίσης ότι οι δύο αυτές απώλειες, του πατέρα σου και του Τζέημς, θα έχουν αντίκτυπο στα συναισθήματα σου για μένα. Για να δούμε, τι άλλο μου έρχεται στο νου; Μπορώ να σου πω ότι στις συνεδρίες μας νιώθω δύο διαφορετικά πράγματα που μερικές φορες εμποδίζουν το ένα το άλλο. Από τη μία νιώθω την επιθυμία να είμαι κάτι σαν πατέρας για σένα αλλά συγχρόνως θέλω να σε βοηθήσω να ξεπεράσεις την ανάγκη σου για έναν πατέρα».

Όσο μιλούσα ο Τσάρλς συγκατένευε, έπειτα έσκυψε το κεφάλι κι έμεινε σιωπηλός. Ρώτησα: ” Και τώρα, Τσάρλς, πόσο κοντά στην πραγματικότητα βρισκόμαστε;”
“Λάθος τα είπα. Η αλήθεια είναι ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είσαι εσύ. Είμαι εγώ. Έχω κρατήσει τόσα πράγματα για τον εαυτό μου, είναι τόσο πολλά τα πράγματα που ήμουν απρόθυμος να σου πω ”

“Από φόβο μήπως με απομακρύνουν από σένα;”

Κούνησε το κεφάλι του. “Εν μέρει”.

Ήμουνα σίγουρος ποιο ήταν το πρόβλημα- η ηλικία μου. Το είχα ζήσει και με άλλους θεραπευόμενους. “Από φόβο μη μου προκαλέσεις πόνο ” είπα.

Συμφώνησε.

“Πίστεψέ με, δική μου δουλειά είναι να φροντίσω τα συναισθήματα μου. Δεν πρόκειται να απομακρυνθώ από σένα. Προσπάθησε να αρχίσεις από κάπου “.

Ο Τσάρλς χαλάρωσε τη γραβάτα του και ξεκούμπωσε το πρώτο κουμπί του πουκαμίσου του. ” Λοιπόν, θα σου πω ένα απ’ τά όνειρα πού είδα χθες τη νύχτα. Ήμουνα στο γραφείο σου και σου μιλούσα, μόνο πού έμοιαζε με ξυλουργείο – είδα μία στοίβα με ξύλα, ένα μεγάλο επιτραπέζιο πριόνι, μία πλάνη κι ένα γυαλόχαρτο. Ξαφνικά εσύ έβγαλες μία κραυγή, έπιασες το στήθος σου κι έπεσες μπρούμυτα. ‘Έτρεξα να σε βοηθήσω. Φώναξα το ασθενοφόρο και ώσπου να φτάσει σε κρατούσα στην αγκαλιά μου κι έπειτα βοήθησα τούς νοσοκόμους να σε βάλουν στο φορείο. Είχε κι άλλα το όνειρο άλλα μόνο αυτά θυμάμαι”.

“Έχεις κάποιες ιδέες τι μπορεί να λέει το όνειρό σου;”

“Είναι εντελώς διάφανο. Σκέφτομαι συνεχώς την ηλικία σου και ανησυχώ ότι θα πεθάνεις. Και το ξυλουργείο είναι προφανές. Στο όνειρο σε έχω συγχωνεύσει με τον κύριο Ράιλυ, τον καθηγητή που μας έκανε ξυλουργική στο γυμνάσιο. Ήταν ηλικιωμένος, για μένα ήταν μια πατρική φιγούρα και τον επισκεπτόμουν ακόμα και μετά το γυμνάσιο “.

“Και τί συναισθήματα είχες στο όνειρο;»

“Είναι αρκετά θολό, πάντως θυμάμαι σίγουρα ότι ένιωσα πανικό άλλα και μεγάλη περηφάνια που σε βοηθούσα”.

“Καλά έκανες και το έφερες σήμερα. Μπορείς να μου αναφέρεις άλλα όνειρα που απέφευγες να μου πεις;”

” Χμ… Λοιπόν, δεν νιώθω άνετα να το πω άλλα πριν από καμιά δεκαριά μέρες δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τη σκέψη μου από τό έξης όνειρο: Ήμαστε στη συνεδρία μας, όπως είμαστε τώρα εδώ στις πολυθρόνες, μόνο πού δεν υπήρχαν τοίχοι και δεν ήξερα αν βρισκόμασταν μέσα ή έξω. Εσύ είχες ένα πένθιμο ύφος, έσκυψες προς το μέρος μου και μου είπες πως δεν σού μένουν παρά έξι μήνες ζωής. Κι έπειτα… αυτό είναι πολύ παράξενο… προσπάθησα να παζαρέψω μαζί σου. Εγώ θα σου μάθαινα πώς να πεθάνεις, κι εσύ θα μου μάθαινες πώς να γίνω θεραπευτής. Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο, έκτος από το ότι κι οι δύο ρίξαμε πολύ κλάμα “.

“Το πρώτο μέρος είναι ξεκάθαρο. Φυσικό είναι να σκέφτεσαι την ηλικία μου και ν’ άνησυχεΐς πόσο θα ζήσω ακόμα. Τι λέει όμως το δεύτερο κομμάτι, όπου θέλεις να γίνεις θεραπευτής;”

“Δεν ξέρω τι να σκεφτώ. Δεν είχε περάσει ποτέ απ’ το νού μου ότι θα μπορούσα να γίνω θεραπευτής. Μου φαίνεται πως ξεπερνάει τις δυνάμεις μου. Δεν νομίζω πως θα ήμουνα σε θέση να έρχομαι συνεχώς σ’ επαφή με έντονα συναισθήματα και σίγουρα νιώθω μεγάλο θαυμασμό για σένα. Είσαι πολύ γλυκός, πάρα πολύ γλυκός μαζί μου και μου δείχνεις πάντα τη σωστή κατεύθυνση”. Έσκυψε και πήρε ένα χαρτομάντιλο για να σκουπίσει το μέτωπό του. “Αυτό με δυσκολεύει πάρα πολύ. Μου έχεις δωσει τόσο πολλά, κι εγώ κάθομαι και σου προκαλώ πόνο μιλώντας για τα φρικτά όνειρα που είδα. Δεν είναι σωστό”

“Εδώ αυτή είναι η δουλειά σου, να μοιράζεσαι τις σκέψεις σου
μαζί μου, και το κάνεις πολύ χαλά. Φυσικό είναι να σε απασχολεί η ηλικία σου. Και οι δύο τα ξέρουμε άτι είμαι ογδόντα ένα χρονών και πλησιάζω στο τέλος της ζωής μου. Εσύ αυτό τον καιρό πενθείς για τόν Τζέημς αλλά και για τον πατέρα σου και είναι πολύ φυσικό να ανησυχείς μήπως με χάσεις κι εμένα. Ογδονταενός είναι κανείς πολύ γέρος, σοκαριστικά γέρος. Κι εγώ ο ίδιος σοκάρομαι όταν το σκέφτομαι. Δεν νιώθω γέρος και κάθε τόσο αναρωτιέμαι πώς στο καλό έφτασα σ’ αυτή την ηλικία. Όπου πήγαινα ήμουνα πάντα ο πιο μικρός -στο σχολείο, στην ομάδα του μπέηζμπωλ που παίζαμε στην κατασκήνωση, στην ομάδα του τέννις- και τώρα ξαφνικά όπου πάω είμαι ο πιο ηλικιωμένος — στα εστιατόρια, στα σινεμά, στα συνέδρια. Δεν το ‘χω συνηθίσει ακόμα”.

Πήρα βαθιά ανάσα. Καθίσαμε για λίγο σιωπηλοί. “Πρίν προχωρήσουμε παρακάτω, θέλω να σταθούμε για να ελέγξουμε άλλη μία φορά, Τσάρλς. Πώς τα πάμε τώρα; Πόσο μεγάλο είναι το κενό που μας χωρίζει; »

«Έχει μικρύνει πολύ. Αλλά ή συζήτηση μου είναι πολύ δύσκολη. Δεν είναι μιά κανονική κουβέντα. Συνήθως δεν λες στον άλλον: ” Ανησυχώ μην πεθάνεις . Οπωσδήποτε θα σου είναι επώδυνο, ενώ αυτό τον καιρό είσαι ο τελευταίος άνθρωπος στον κόσμο που θα ήθελα να πληγώσω “.

“Έδώ όμως δεν είμαστε σ’ ένα συνηθισμένο μέρος. Εδώ δεν έχουμε, ή δεν Θα έπρεπε να έχουμε, ταμπού στο ζήτημα τής ειλικρίνειας. Άλλωστε μη νομίζεις πως ανακινείς πράγματα που δεν με έχουν απασχολήσει και μάλιστα πάρα πολύ. Στη δουλειά μας το να μην κλείνουμε τα μάτια μπροστά σε τίποτα είναι μία από τις πιο κεντρικές άξιες”.

Ο Τσάρλς συγκατένευσε. Άλλη μία σύντομη σιωπή κύλησε ανάμεσά μας.

” Έχουμε πολύ περισσότερες σιωπές σήμερα από κάθε άλλη φορά”, πήρα το ρίσκο να πω.

Ο Τσάρλς συμφώνησε μ’ ένα νεύμα. “Είμαι απόλυτα παρών και σε παρακολουθώ πλήρως. Απλώς αυτή η συζήτηση μου κόβει την ανάσα”.

“Υπάρχει κάτι άλλο σημαντικό που θέλω να σου πω. Όσο απίστευτο κι αν φαίνεται, το να βλέπεις το τέλος της ζωής σου και μερικά καλά. Θέλω να σου αναφέρω μία παράξενη εμπειρία που είχα πριν από λίγες μέρες. Ήταν γύρω στις έξι το απόγευμα και είδα τη γυναίκα μου ν’ ανοίγει το γραμματοκιβώτιο στην είσοδο του κήπου. Πήγα προς το μέρος της. Εκείνη έστρεψε το κεφάλι και χαμογέλασε. Ξαφνικά, εντελώς ανεξήγητα, το μυαλό μου άλλαξε σκηνικό και για μια στιγμή φαντάστηκα πως ήμουνα σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο και παρακολουθούσα μια τρεμάμενη ερασιτεχνική λήψη με σκηνές από τη ζωή μου. Ένιωσα περίπου σαν τον πρωταγωνιστή της Τελευταίας μαγνητοταινίας του Κράπ. Το ξέρεις αυτό το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ;»

“Το έχω ακουστά”.

“Είναι ο μονόλογος ενός ηλικιωμένου στα γενέθλιά του, την ώρα που ακούει παλιές μαγνητοταινίες πού είχε φτιάξει σε προηγούμενα γενέθλια. Φαντάστηκα λοιπόν κι εγώ, σαν τον Κραπ, μία ταινία με παλιές σκηνές από τη ζωή μου. Κι εκεί είδα τη γυναίκα μου να έχει πεθάνει καί πεθαμένη να στρέφεται προς το μέρος μου με πλατύ χαμόγελο και να με καλεί. Κοιτάζοντάς τη με πλημμύρισε τρομερή οδύνη και αφάνταστο πένθος. Και ξάφνου όλ’ αυτά εξαφανίστηκαν και ξαναγύρισα στο παρόν. Κι εκεί βρισκόταν η γυναίκα μου ζωντανή, λαμπερή, με σάρκα και οστά και μου έστελνε ένα πανέμορφο σεπτεμβριάτικο χαμόγελο. Με πλημμύρισε ένα ζεστό κύμα χαράς. Ένιωσα ευγνώμων πού είμαστε κι οι δύο ακόμα ζωντανοί κι έτρεξα να την αγκαλιάσω και να ξεκινήσουμε τον απογευματινό μας περίπατο”.

Περιγράφοντας την εμπειρία αυτή δεν μπόρεσα να κρατηθώ, μου ήρθαν δάκρυα κι άπλωσα το χέρι να πάρω χαρτομάντιλο. ΤΟ ίδιο έκανε κι ο Τσάρλς

“Μου λες λοιπόν: Δες πόσα καλά έχεις στη ζωή σου “.

“Ναι, ακριβώς. Λέω πώς όταν περιμένουμε ότι το τέλος πλησιάζει, αυτό μπορεί να μας ωθήσει να αδράξουμε το παρόν με μεγαλύτερη ζωντάνια”.

Ρίξαμε κι οι δύο μία ματιά στο ρολόι. Ο χρόνος μας είχε τελειώσει εδώ και μερικά λεπτά. Αργά αργά ο Τσάρλς μάζεψε τα πράγματά του. “Είμαι εξαντλημένος” ψιθύρισε. “Κι εσύ θα κουράστηκες”.

Σηκώθηκα στητός, ίσιωσα τούς ώμους. “Καθόλου. Στην πραγματικότητα με ζωντανεύει μια συνεδρία βαθιά και ουσιαστική ίσως η σημερινή. Έκανες πολλή και καλή δουλειά σήμερα, Τσάρλς. Δουλέψαμε καλά”.

Του άνοιξα την πόρτα του γραφείου και όπως κάθε φορά δώσαμε τα χέρια καθώς έφευγε. Έκλεισα την πόρτα και ξαφνικά χτύπησα με την παλάμη το μέτωπό μου και είπα: «Όχι, δεν μπορώ να το κάνω αυτό. Δεν μπορώ να τελειώσω τη συνεδρία με τέτοιο τρόπο”. Ξανάνοιξα την πόρτα, τον φώναξα και τού είπα: “Τσάρλς, δεν ξέρω τί μ’ έπιασε, γύρισα πίσω σε μια παλιά συνήθεια κι έκανα κάτι πού δεν θέλω πια καθόλου να γίνεται. Η αλήθεια είναι ότι πράγματι μρ κούρασε πού μπήκαμε σε βαθιά και δύσκολα θέματα, για την ακρίβεια είμαι λίγο εξαντλημένος και χαίρομαι που δεν έχω να δω κανέναν άλλον σήμερα”. Τον κοίταξα και περίμενα. Δεν ήξερα πώς θ’ αντιδρούσε.

“Το είχα καταλάβει, Ίρβ. Σε ξέρω καλύτερα απ’ όσο νομίζεις. Καταλαβαίνω πότε προσπαθείς απλώς να φερθείς σαν ψυχοθεραπευτής”.

 

 

 

Μέρος Α’: https://www.lecturesbureau.gr/1/part-a-1613a/

 

 

 

 

ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ
IRVIN D. YALOM
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram