fbpx

Ανατροπές (IRVIN D. YALOM) | Μέρος Α’

Ανατροπές (IRVIN D. YALOM) | Μέρος Α’

Ο ΤΣΑΡΛΣ ένας άντρας ευχάριστος στην όψη, στέλεχος επιχείρησης, είχε το καλύτερο υπόβαθρο: εξαιρετική εκπαίδευση στο Andover, στο Harvard και στο Harvard Business School- παππού και πατέρα επιτυχημένους τραπεζίτες- και μητέρα πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου ενός από τα καλύτερα κολέγια θηλέων. Άλλα και από κάθε άποψη διέθετε τα καλύτερα: διαμέρισμα στο Σαν Φρανσίσκο με πανοραμική θέα από τη γέφυρα Γκόλντεν Γκέητ ως την Μπέυ Μπριτζ- συμπαθέστατη σύζυγο με κοινωνική παρουσία- μισθό που έφτανε τις πεντακόσιες χιλιάδες και μια Jaguar ΧΚΕ Convertible. Κι όλ’ αυτά στην προχωρημένη ηλικία των τριανταεπτά έτών…

Μέσα του όμως δεν διέθετε τα σωστά υλικά. Τον έπνιγε η αμφιβολία για τον εαυτό του, οι αυτο-μομφές και η ένοχη. Ίδρωνε κάθε φορά που έβλεπε περιπολικό στην Εθνική οδό. «Ελεύθερα κυμαινόμενη ενοχή που αναζητά αμαρτία – αυτό είμαι», αστειευόταν. Και τα όνειρά του ακόμα τον κατέβαλλαν ανελέητα. Έβλεπε ότι κρυβόταν γεμάτος πληγές σ’ ένα υπόγειο ή στο κελλάρι- ήταν ένας υπάνθρωπος, ένας άξεστος, ένας εγκληματίας, ένας απατεώνας. Κι όμως, παρότι στα όνειρα υποτιμούσε τόσο τον εαυτό του, στο βάθος τους έλαμπε το ιδιόρρυθμο χιούμορ του.

«Ήμουνα μαζί με άλλους ανθρώπους και θα περνούσαμε ακρόαση για έναν ρόλο σε μία ταινία», μου είπε σε μία από τις πρώτες συνεδρίες μας αφηγούμενος ένα όνειρό του. «Περίμενα τη σειρά μου, κι όταν ήρθε έπαιξα πολύ καλά το κομμάτι μου.
Όπως ήταν φυσικό, ο σκηνοθέτης με ξαναφώναξε απ’ την αίθουσα αναμονής και μου έδωσε συγχαρητήρια. Με ρώτησε σε ποιες άλλες ταινίες είχα παίξει και του είπα πώς δεν είχα ξαναπαίξει ποτέ στο σινεμά. Τότε χτύπησε δυνατά τα χέρια στο τραπέζι, σηκώθηκε και φεύγοντας μου φώναζε: “Δεν είσαι ηθοποιός. Παριστάνεις τον ηθοποιό”. Έτρεξα πίσω του φωνάζοντας, ” Όποιος παριστάνει έναν ηθοποιό είναι ηθοποιός.” Εκείνος όμως συνέχιζε να προχωρεί και είχε απομακρυνθεί πολύ. Ούρλιαξα όσο πιο δυνατά μπορούσα: “Οι ηθοποιοί παριστάνουν άλλους ανθρώπους. Αυτή είναι η δουλειά τους! ” Άλλα ήταν μάταιο. Είχε εξαφανιστεί κι είχα μείνει μόνος ».

Η ανασφάλεια του Τσάρλς έμοιαζε στέρεη και ανεπηρέαστη από οποιαδήποτε ένδειξη προσωπικής αξίας. Όλα τα θετικά πράγματα -τα επιτεύγματα, οι προαγωγές του, τα μηνύματα αγάπης από τη γυναίκα του, απ’ τα παιδιά του και τους φίλους του, οι εξαιρετικές γνώμες των πελατών και των εργοδοτών του για κείνον- περνούσαν από πάνω του και χάνονταν, όπως περνάει το νερό απ’ το σουρωτήρι. Παρότι κατά τη δική μου γνώμη είχαμε μία καλή και λειτουργική σχέση, εκείνος επέμενε να πιστεύει πως εγώ τον βαριόμουν και έχανα την υπομονή μου μαζί του. Μία φορά σχολίασα πως είχε τρύπιες τσέπες κι η φράση αυτή του έκανε τόσο έντονη εντύπωση που την επαναλάμβανε συχνά όσο δουλεύαμε μαζί. Έπειτα από πολλές συνεδρίες κι αφού είχαμε εξετάσει από πού προέρχεται η περιφρόνησή του για τον εαυτό του και αναλύσει εξαντλητικά όλους τους συνήθεις υπόπτους -τις μέτριες βαθμολογίες του στις δοκιμασίες IQ και SAT, την αδυναμία του να τα βάλει με τον νταή που τον εκφόβιζε στο δημοτικό,την ακμή που τον ταλαιπωρούσε στην εφηβεία, τον άχαρο τρόπο που χόρευε, μερικές πρόωρες εκσπερματίσεις, τις ανησυχίες του για το μικρό μέγεθος του πέους του-, φτάσαμε επιτέλους στην πρωταρχική πηγή της μαυρίλας του.

«Όλα τα άσχημα άρχισαν», μου είπε, «ένα πρωί, όταν ήμουν οκτώ χρονών. Ο πατέρας μου, ιστιοπλόος στην Ολυμπιακή ομάδα, βγήκε μία γκρίζα μέρα με πολύ αέρα από το Μπαρ Χάρμπορ του Μέην να κάνει την τακτική του πρωινή ιστιοπλοΐα μ’ ένα μικρό σκάφος και δεν γύρισε ποτέ. Εκείνη η μέρα έχει μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου. Η τρομερή αναμονή της οικογένειας, η θύελλα που λυσσομανούσε κι όλο και αγρίευε, η μητέρα μου που βημάτιζε ασταμάτητα πάνω-κάτω, τα τηλεφωνήματα σε φίλους και στην Ακτοφυλακή, η προσήλωσή μας στο τηλέφωνο που βρισκόταν στο τραπέζι της κουζίνας, πάνω σ’ ένα κόκκινο καρώ τραπεζομάντιλο κι ο ολοένα μεγαλύτερος φόβος μας για τον άνεμο που ούρλιαζε καθώς πλησίαζε η νύχτα. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν το γοερό κλάμα της μητέρας μου νωρίς το άλλο πρωί, όταν τηλεφώνησε η Ακτοφυλακή με την είδηση ότι είχαν βρει το σκάφος του άδειο, να επιπλέει αναποδογυρισμένο. Ο πατέρας μου δεν βρέθηκε ποτέ».

Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα του Τσάρλς και η συγκίνηση έπνιγε τη φωνή του, σαν το δυστύχημα να είχε συμβεί μόλις χθες, ενώ είχαν περάσει εικοσιοκτώ χρόνια. «Ήταν το τέλος της καλής εποχής, το τέλος της ζεστής μεγάλης αγκαλιάς του πατέρα μου, των παιχνιδιών που παίζαμε μαζί – κινέζικη ντάμα, πέταλα αλόγων και Μονόπολη. Νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως τίποτα δεν θα ήταν πια ποτέ όπως παλιά ».

Η μητέρα του Τσάρλς κράτησε το πένθος ως το τέλος της ζωής της, και κανείς δεν εμφανίστηκε να πάρει τη θέση του πατέρα του. Η αίσθηση του Τσάρλς ήταν ότι από εκείνο το πρωί ανέλαβε την ευθύνη να είναι ο γονέας του εαυτού του. Ναι, το να οικοδομήσεις μόνος τον εαυτό σου έχει και τα καλά του. Ο αυτοδημιούργητος άνθρωπος νιώθει έντονη επιβεβαίωση. Είναι όμως πολύ μοναχικό έργο, γι’αυτό πολλές φορές, μέσα στη μαύρη νύχτα, ο Τσάρλς πονούσε για τη ζεστή εστία που είχε απομείνει τόσο πολύ καιρό παγωμένη.

Πριν από έναν χρόνο ο Τσάρλς γνώρισε σε μια φιλανθρωπική εκδήλωση τον Τζέημς Πέρρυ, έναν επιχειρηματία από το χώρο της υψηλής τεχνολογίας. Συμπάθησαν ο ένας τον άλλον κι έπειτα από αρκετές συναντήσεις ο Τζέημς πρόσφερε στον Τσαρλς μια πολύ ελκυστική θέση στη νέα του επιχείρηση. Ο Τζέημς ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος και είχε το χρυσό άγγιγμα της Σιλικον Βάλλεϋ. Ενώ είχε ήδη συσσωρεύσει μεγάλη περιουσία, του ήταν αδύνατο να βγει απ’ το παιχνίδι, όπως έλεγε, κι έτσι συνέχιζε να στήνει νέες εταιρείες. Παρά το γεγονός ότι η σχέση τους ήταν αρκετά περίπλοκη -ήταν συγχρόνως φίλοι, εργοδότης και εργαζόμενος, μέντορας και προστατευόμενος- τη διαπραγματεύονταν πολύ καλά. Η δουλειά τους απαιτούσε πολλά ταξίδια, όποτε όμως τύχαινε να είναι κι οι δύο στο Σαν Φρανσίσκο φρόντιζαν πάντα να βρίσκονται το βραδάκι για ποτό και συζήτηση. Κουβέντιαζαν για τα πάντα: για την εταιρεία, για τον ανταγωνισμό, για τα νέα προϊόντα, για τα προβλήματα με το προσωπικό, για τις οικογένειές τους, για τις επενδύσεις τους, για ταινίες που παίζονταν εκείνο τον καιρό, για σχέδια διακοπών, για οτιδήποτε τους περνούσε απ’ το μυαλό. Οι συναντήσεις τους και το πλησίασμά τους ήταν ανεκτίμητα για τον Τσάρλς.

Τότε, λίγο μετά τη γνωριμία του με τον Τζέημς, ήταν που είχε επικοινωνήσει ο Τσάρλς για πρώτη φορά μαζί μου. Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο ότι ζήτησε να κάνει ψυχοθεραπεία σε μία πολύ ευχάριστη περίοδο και ενώ ήδη απολάμβανε τη φροντίδα ενός μέντορα, υπήρχε μία άμεση εξήγηση. Η στοργή και η πατρική στάση που του πρόσφερε ο Τζέημς αναζωπύρωνε τις αναμνήσεις από το θάνατο του πατέρα του και τον έκανε να νιώθει ακόμα πιο ζωηρά πόσα είχε χάσει.

«Πέθανε».

«Τί συνέβη. Τσάρλς;»

«Πέθανε ο Τζέημς. Βαρύ εγκεφαλικό. Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Η γυναίκα του μου είπε ότι έλειπε σε δείπνο εργασίας με τους συνεργάτες της και όταν γύρισε σπίτι τον βρήκε σωριασμένο σε μια απ’τις πολυθρόνες του σαλονιού. Ω Θεέ μου, μα ήταν υγιής! Αυτό ήταν εντελώς… εντελώς αναπάντεχο!»

«Είναι τρομερό. Φαντάζομαι πόσο μεγάλο σοκ είναι για σένα».
«Πώς να το περιγράψω; Δεν βρίσκω τα λόγια. Ήταν τόσο καλός άνθρωπος, τόσο ζεστός μαζί μου. Ήταν για μένα μεγάλη τύχη που τον γνώρισα. Το ξέρα! Το ‘ξέρα απ’ την αρχή πως παραήταν ωραίο όλο αυτό για να κρατήσει! Πω πω, πόσο λυπάμαι για τη γυναίκα του και τα παιδιά του».

«Κι εγώ λυπάμαι για σένα».

Τις επόμενες δεκαπέντε μέρες τον έβλεπα δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Δεν μπορούσε να δουλέψει, δεν κοιμόταν καλά και έκλαιγε συχνά στις συνεδρίες μας. Έλεγε συνέχεια πόσο εκτιμούσε τον Πέρρυ και πόσο βαθιά ευγνώμων ένιωθε για το χρόνο πού είχαν περάσει μαζί. Ο πόνος από προηγούμενα πένθη είχε έρθει πάλι στην επιφάνεια, όχι μόνο για τον πατέρα αλλά και για τη μητέρα του, που απ’ το θάνατό της έκλειναν τώρα τρία χρόνια κι ένας μήνας. Αλλά και για τον Μάικλ, έναν παιδικό του φίλο που είχε πεθάνει στην πρώτη γυμνασίου, και για τον Κλιφ, έναν ομαδάρχη στην κατασκήνωση πού είχε πεθάνει από ρήξη ανευρύσματος. Κάθε φορά ο Τσάρλς ανέφερε πόσο είχε σοκαριστεί απ’ όλους αυτούς τους θανάτους.
«Ας διερευνήσουμε τούτο το σοκ». πρότεινα. “Ποια είναι τα συστατικά του;”
«Ο θάνατος είναι πάντα ένα σοκ».

«Συνέχισε. Μίλησέ μου γι’ αυτό».

«Είναι αυτονόητο».

«Βάλ’το σε λέξεις».

«Ένα τσακ κι ή ζωή εξαφανίζεται. Έτσι απλά. Δεν υπάρχει μέρος να κρυφτείς. Πουθενά δεν υπάρχει ασφάλεια. Εφήμερη… η ζωή είναι εφήμερη… το ήξερα… Ποιος δεν το ξέρει; Αλλά ποτέ δεν το σκεφτόμουν. Δεν ήθελα να το σκέφτομαι. Ο θάνατος του Τζέημς με βάζει να το σκεφτώ. Με αναγκάζει να το σκέφτομαι συνέχεια.Ήταν πιο μεγάλος από μένα και το ήξερα πως θα πέθαινε πρώτος. Αλλά ο θάνατος του με υποχρεώνει του με υποχρεώνει να δω την αλήθεια».

«Πες μου κι άλλα. Ποια αλήθεια;»

«Για τη ζωή μου. Για το θάνατό μου που θα έρθει κάποια στιγμή. Για τη μονιμότητα του θανάτου. Ότι όταν πεθάνω, θα είμαι για πάντα πεθαμένος. Για κάποιο λόγο αυτή ή σκέψη, ότι θα είμαι για πάντα πεθαμένος, μου ’χει κολλήσει στο μυαλό. Πόσο ζηλεύω μερικούς καθολικούς φίλους μου πού πιστεύουν στη ζωή μετά το θάνατο. Μακάρι να μπορούσα κι εγώ να το χάψω αυτό το παραμύθι». Πήρε βαθιά ανάσα και με κοίταξε. «Να λοιπόν τί σκέφτομαι. Και μαζί ένα σωρό ερωτήματα για το τι έχει πραγματικά σημασία ».

« Μίλησε μου γι’ αυτά ».

«Σκέφτομαι πόσο άσκοπο είναι να περάσω όλη μου τη ζωή δουλεύοντας και βγάζοντας παραπάνω λεφτά άπ’ όσα χρειάζομαι. Έχω ήδη αρκετά και όμως συνεχίζω. Όπως έκανε ο Τζέημς. Με στενοχωρεί ο τρόπος που έχω ζήσει ως τώρα. Θα μπορούσα να ήμουν καλύτερος σύζυγος, καλύτερος πατέρας. Ευτυχώς υπάρχει ακόμα χρόνος».

Ευτυχώς υπάρχει ακόμα χρόνος. Καλωσόρισα τη σκέψη αυτή. Έχω γνωρίσει πολλούς ανθρώπους που κατόρθωσαν να αντιδράσουν στο πένθος με τέτοιο θετικό τρόπο. Όταν ήρθαν αντιμέτωποι με τα σκληρά δεδομένα της ζωής, σαν να ξύπνησαν, και αυτό οδήγησε σε πολύ σημαντικές αλλαγές στη ζωή τους. Φαινόταν ότι κάτι τέτοιο μπορούσε να ισχύσει και για τον Τσάρλς, κι έλπιζα να τον βοηθήσω να προχωρήσει προς αυτή την κατεύθυνση.

Τρεις εβδομάδες μετά το θάνατο του Τζέημς Πέρρυ όμως, ο Τσάρλς μπήκε στο γραφείο μου πολύ αναστατωμένος. Ανάσαινε γρήγορα και για να ηρεμήσει έβαλε το χέρι του στο στήθος και ξεφύσηξε βαθιά, καθώς βυθιζόταν αργά στην πολυθρόνα.

“Ευτυχώς που είναι σήμερα η συνάντησή μας. Αν δεν ήταν να σε δω σήμερα, θα σου είχα τηλεφωνήσει χθες τη νύχτα. Πέρασα ένα από τα μεγαλύτερα σοκ της ζωής μου”.

“Τί συνέβη;”
“Χθες μου τηλεφώνησε η Μαργκότ Πέρρυ, η χήρα του Τζέημς, και με κάλεσε στο σπίτι της γιατί ήθελε να συζητήσει κάτι μαζί μου. Πήγα λοιπόν και… ουφ, θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Άκου τι μου είπε: “Δεν ήθελα να σου το πω, Τσάρλς, αλλά τώρα πια έχει γίνει γνωστό και προτιμώ να το ακούσεις από μένα παρά από κάποιον άλλο . Ο Τζέημς δεν πέθανε από εγκεφαλικό. Αυτοκτόνησε.” Κι από εκείνη τη στιγμή δεν καταλαβαίνω τι μου γίνεται. Όλα έχουν έρθει πάνω-κάτω”.

“Τι τρομερό αυτό για σένα! Πες μου τι συμβαίνει μέσα σου”.
“Είναι πάρα πολλά. Ολόκληρη θύελλα. Είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσω”.

“Ξεκίνα απ’ όπου να’ναι”.

“Ένα απ’τα πρώτα πράγματα που άστραψαν στο μυαλό μου είναι ότι αν αυτοκτόνησε ο Τζέημς, τότε και εγώ μπορώ ν’αυτοκτονήσω. Δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα, αλλά τον ήξερα τόσο καλά και ήμασταν τόσο στενοί φίλοι και μου έμοιαζε και του έμοιαζα οπότε, αν μπόρεσε εκείνος να το κάνει, αν μπόρεσε να αυτοκτονήσει , τότε κι εγώ μπορώ. Αυτή η προοπτική με συγκλόνισε. Μην ανησυχείς, δεν θέλω ν’αυτοκτονήσω αλλά η σκέψη παραμένει. ” Αν μπόρεσε εκείνος, τότε μπορώ κι εγώ. Ο θάνατος, η αυτοκτονία δεν είναι πια αφηρημένες σκέψεις. Είναι πραγματικότητα. Αλλά για ποιο λόγο; Γιατί αυτοκτόνησε; Δε θα το μάθω ποτέ. Η γυναίκα του δεν έχει ιδέα ή έτσι λέει. Είπε ότι αιφνιδιάστηκε. Πρέπει να δεχτώ πως δε θα το μάθω ποτέ.”

«Συνέχισε, Τσάρλς. Πες μου τα όλα».

“Ο κόσμος έχει γυρίσει ανάποδα. Δεν ξέρω πια τι είναι πραγματικό. Ο Τζέημς ήταν τόσο δυνατός, τόσο ικανός, τόσο υποστηρικτικός μαζί μου. Τόσο στοργικός, τόσο διακριτικός και όμως, όσο το σκέφτομαι, την ίδια στιγμή που έφτιαχνε για μένα μιά ζεστή φωλιά, ο ίδιος προφανώς περνούσε τόσο μεγάλη αγωνία που να μη θέλει πια να υπάρχει. Τι είναι αλήθεια; Τι μπορείς να πιστέψεις; Όλες εκείνες τις φορές που μου πρόσφερε υποστήριξη, που με συμβούλευε με αγάπη, συγχρόνως σχεδίαζε την αυτοκτονία του. Καταλαβαίνεις τί εννοώ; Εκείνες οι υπέροχες ευτυχισμένες στιγμές πού καθόμασταν οι δύο μας και κουβεντιάζαμε, οι στιγμές πολύ κοντινής επαφής πού μοιραστήκαμε, τώρα αντιλαμβάνομαι πως δεν υπήρξαν. Ένιωθα πολύ συνδεδεμένος μαζί του, δεν του κρατούσα τίποτα κρυφό άλλα ήταν σαν να ήμουν ολομόναχος στη σκηνή. Ο Τζέημς δεν βρισκόταν εκεί. Δεν ήταν ευτυχισμένος. Ο Τζέημς σκεφτόταν να αυτοκτονήσει. Δεν ξέρω πια τι είναι πραγματικό. Τη δική μου πραγματικότητα την κατασκεύασα μόνος μου “.

“Και τι σκέφτεσαι για αυτήν εδώ την πραγματικότητα; Γι’αυτό εδώ το δωμάτιο; Για σένα κι εμένα; Για το πώς είμαστε εδώ μαζί;”

“Δεν ξέρω τι να εμπιστευτώ, ποιον να εμπιστευτώ. Δεν υπάρχει “εμείς” . Στην πραγματικότητα είμαι μόνος. Αμφιβάλλω πάρα πολύ ότι εσύ κι εγώ ότι βιώνουμε το ίδιο πράγμα τη στιγμή που μιλάμε”

“Η δική μου επιθυμία είναι να είμαστε “εμείς” όσο περισσότερο γίνεται. Ανάμεσα σε δύο ανθρώπους υπάρχει πάντα ένα κενό που δεν γεφυρώνεται, η επιθυμία μου όμως είναι να ελαχιστοποιήσω το κενό όσο περισσότερο γίνεται εδώ μέσα”

“Όμως, Ιρβ, εγώ μαντεύω απλώς τι σκέφτεσαι και πώς νιώθεις. Είδες πόσο έξω είχα πέσει με τον Τζέημς. Εγώ νόμιζα ότι η σχέση μας είναι ένα ντουέτο και τελικά αποδείχτηκε δικό μου σόλο. Είμαι βέβαιος πως το ίδιο κάνω κι εδώ δεν μαντεύω σωστά πώς νιώθεις εσύ” Ο Τσάρλς δίστασε κι έπειτα ρώτησε ξαφνικά: “Αυτή τη στιγμή τι σκέφτεσαι;”

Πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια μια τέτοια ερώτηση θα με αναστάτωνε πραγματικά.

 

Ακολουθεί β’ μέρος

Μέρος Β’: https://www.lecturesbureau.gr/1/part-b-1613b/

 

 

 

ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ

IRVIN D. YALOM

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

 

Εικόνα: http://olivier37.tumblr.com/post/147830430349/friedemann-vogel-principal-dancer-stuttgart

 



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram