20 Μαρ ΜΕΝΙΠΠΟΣ Ἢ ΝΕΚΥΟΜΑΝΤΕΙΑ (ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ) | Μέρος Α’
ΦΙΛΟΣ
Αυτός δεν είναι ο Μένιππος ο κυνικός; Όχι, δεν είναι άλλος, αν δεν με γελούν τα μάτια μου. Ο Μένιππος ολόκληρος. Τι νόημα έχει όμως αυτή η παραξενιά στην εμφάνισή του, ο ταξιδιωτικός σκούφος και η λύρα και το δέρμα του λιονταριού; Θα πρέπει μάλλον να τον πλησιάσω. Γεια χαρά, Μένιππε· κι από πού μας έρχεσαι; Πολύ καιρό τώρα δεν έχεις εμφανιστεί στην πόλη.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Απ’ τα λημέρια των νεκρών, του σκοταδιού τις πύλες, ήρθ’ από κει που ο Άδης ζει, θεούς απ’ άλλους χώρια.
ΦΙΛΟΣ
Ηρακλή μου, είχε πεθάνει ο Μένιππος, χωρίς να το πάρουμε είδηση, κι έπειτα, ξανά από την αρχή, ξαναγύρισε στη ζωή;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Όχι, αλλ’ ακόμη ζωντανό με δέχτηκε ο Άδης.
ΦΙΛΟΣ
Και ποια λοιπόν η αιτία αυτού του καινούργιου και παράξενου ταξιδιού; Τι σου χρειάστηκε το ταξίδι στον κάτω κόσμο; Στο κάτω κάτω το συγκεκριμένο δρομολόγιο δεν είναι κάτι ευχάριστο, ούτε και αξιοζήλευτο.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Με κατέβασε, φίλε, στον Άδη η μεγάλη ανάγκη που υπήρχε του Θηβαίου Τειρεσία του μάντη η ψυχή να μου δώσει χρησμό.
Πες μου, όμως, πώς είναι τα πράγματα πάνω στη γη, και τι κάνουν οι άνθρωποι στην πόλη;
ΦΙΛΟΣ
Τίποτε καινούργιο, όλα τα ίδια, όπως και πριν· αρπάζουνε, καταπατούνε τους όρκους τους, ασκούνε τοκογλυφία, ζυγίζουνε τα κέρματά τους.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αξιοθρήνητοι και κακομοίρηδες· δεν έχουν ιδέα τι λογής θεσμοί άρχισαν να ισχύουν πρόσφατα στον κάτω κόσμο, και τι λογής ψηφίσματα εγκρίθηκαν με ψηφοφορία εναντίον των πλουσίων. Αποφασίστηκε λοιπόν αυτοί οι πλούσιοι, με τις μεγάλες περιουσίες, που κρατάνε το χρυσάφι κλειδαμπαρωμένο σαν τη Δανάη –
ΦΙΛΟΣ
Μη μου πεις, καλέ μου φίλε, τι αποφασίστηκε, προτού διηγηθείς εκείνα που θα λαχταρούσα πάρα πολύ να ακούσω, για ποιο δηλαδή σκοπό αποφάσισες την κάθοδο στον κάτω κόσμο, ποιος σε καθοδήγησε στο ταξίδι σου, κι έπειτα με τη σειρά όσα είδες και άκουσες ανάμεσα σ’ εκείνους.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Θα πρέπει να σου κάνω κι αυτή τη χάρη. Άλλωστε τι άλλο θα μπορούσε να κάνει κανείς, όταν ένας φίλος τον πιέζει; Πρώτα λοιπόν θα σου εκθέσω το δικό μου σκεπτικό, από που ξεκίνησε η απόφασή μου να κατέβω κάτω. Εγώ, ξέρεις, όσο ακόμη ήμουνα παιδί, καθώς άκουγα τον Όμηρο και τον Ησίοδο να περιγράφουν πολέμους και εξεγέρσεις όχι μόνο των ημίθεων, αλλά ακόμη και των ίδιων των θεών, και επιπλέον κάποιες μοιχείες τους και βιαιοπραγίες και αρπαγές και δίκες και εκδιώξεις των πατέρων τους και γάμους μεταξύ των αδερφών τους, νόμιζα ότι όλα αυτά ήταν σωστά πράγματα, και άρχισα να στρέφομαι σ’ αυτά με προθυμία. Όταν όμως έφτασα στην ανδρική ηλικία, άκουγα πάλι τους νόμους εδωπέρα να ορίζουν αντίθετα από τους ποιητές, δηλαδή να μην επιτρέπουν ούτε τη μοιχεία ούτε την εξέγερση ούτε την αρπαγή. Βρέθηκα λοιπόν σε μεγάλη αμηχανία μην ξέροντας πως να κανονίσω τη ζωή μου. Γιατί πίστευα ότι ούτε οι θεοί ποτέ θα διέπρατταν μοιχείες και εξεγέρσεις ο ένας εναντίον του άλλου, αν δεν είχαν τη γνώμη πως είναι σωστές οι ενέργειες αυτές, ούτε όμως οι νομοθέτες θα καθόριζαν τα αντίθετα, αν δεν τα θεωρούσαν ωφέλιμα.
Καθώς λοιπόν βρισκόμουν σε αδιέξοδο, αποφάσισα να πάω σ’ αυτούς που ονομάζονταν φιλόσοφοι και να αφήσω τον εαυτό μου στα χέρια τους, παρακαλώντας τους να με χειριστούνε όπως θέλουνε και να μου υποδείξουν έναν απλό και σίγουρο δρόμο της ζωής. Αυτά λοιπόν είχα στο μυαλό μου όταν τους πλησίασα, δεν κατάλαβα όμως ότι τρέχοντας να φύγω από τον καπνό, που λέει ο λόγος, έπεσα στη φωτιά. Γιατί παρατηρώντας τους διαπίστωνα ότι ειδικά σ’ αυτούς η άγνοια και η αμηχανία ήταν ακόμη περισσότερη, με αποτέλεσμα να μου αποδείξουν συντομότατα ότι η ζωή αυτή των απλών ανθρώπων είναι χρυσαφένια.
Για παράδειγμα, ο ένας από αυτούς πρότρεπε να αναζητά κανείς σε όλα την ηδονή και αυτήν να επιδιώκει με κάθε τρόπο, γιατί εκεί βρίσκεται η ευδαιμονία. Ο άλλος πάλι, αντίθετα, δίδασκε να αποκτά κανείς τα πάντα με κόπο και μόχθο, και να ταλαιπωρεί το σώμα του βρόμικος και άλουστος, να στεναχωρεί και να κακολογεί τους πάντες. Άλλος συμβούλευε να περιφρονούμε τα χρήματα και να θεωρούμε “αδιάφορο” την απόκτησή τους. Αντίθετα, κάποιος άλλος χαρακτήριζε και τον πλούτο ως αγαθό.
Και το πιο εξωφρενικό απ’ όλα ήταν ότι ο καθένας τους, υποστηρίζοντας τις πιο αντίθετες απόψεις, έβρισκε ακαταμάχητα και πειστικά επιχειρήματα, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να αντικρούσω ούτε αυτόν που υποστήριζε, για το ίδιο πράγμα, ότι είναι ζεστό ούτε αυτόν που υποστήριζε ότι είναι κρύο, ενώ ήξερα πολύ καλά ότι δεν είναι ποτέ δυνατό κάτι να είναι την ίδια στιγμή και ζεστό και κρύο.
Και το πολύ πιο παράλογο απ’ όλα αυτά ήταν το εξής: Παρατηρώντας τους διαπίστωνα ότι αυτοί ακριβώς οι ίδιοι κανόνιζαν τη ζωή τους εντελώς αντίθετα από τα ίδια τους τα λόγια. Αυτούς δηλαδή που δίδασκαν να περιφρονούμε τα χρήματα τους έβλεπα να είναι γαντζωμένοι πάνω σ’ αυτά και να καυγαδίζουνε για τόκους και να διδάσκουν για να πάρουνε λεφτά, και να υπομένουν τα πάντα για να τα κερδίσουνε.
Αυτούς πάλι που απέρριπταν τη δόξα τούς έβλεπα και να κάνουν και να λένε τα πάντα επιδιώκοντας αυτήν και μόνο. Την ηδονή πάλι έβλεπα σχεδόν όλους να την κατηγορούνε, αλλά στην ιδιωτική τους ζωή να είναι προσκολλημένοι μόνο σ’ αυτήν.
Αφού λοιπόν διαψεύστηκε κι αυτή η ελπίδα μου, στεναχωριόμουν ακόμη περισσότερο, αν και παρηγορούσα σιωπηλά τον εαυτό μου ότι μαζί με πολλούς σοφούς και εξαιρετικά φημισμένους για τη σύνεσή τους είμαι κι εγώ ανόητος και τριγυρνώ αγνοώντας ακόμη την αλήθεια. Καθώς λοιπόν κάποτε ξαγρυπνούσα γι’ αυτά τα πράγματα, αποφάσισα να πάω στη Βαβυλώνα και να παρακαλέσω κάποιον από τους μάγους, τους μαθητές και διαδόχους του Ζωροάστρη. Μου είχαν πει ότι αυτοί με ξόρκια και με κάποιες τελετές ανοίγουν τις πύλες του Άδη και κατεβάζουν με ασφάλεια κάτω οποιονδήποτε θέλουν και έπειτα τον ξαναφέρνουν πάλι πίσω. Θεωρούσα λοιπόν ότι το καλύτερο θα ήταν να κανονίσω με κάποιον απ’ αυτούς την κάθοδό μου και να πάω να βρω τον Τειρεσία από τη Βοιωτία*, για να μάθω από εκείνον, μια και ήταν μάντης και σοφός, ποιος είναι ο σωστότερος τρόπος ζωής και ποιον θα έπρεπε να διαλέξει ένας λογικά σκεπτόμενος άνθρωπος.
* Ο Μένιππος θέλει, όπως και ο Οδυσσέας στην ομηρική Νέκυια, να συναντήσει τον Τειρεσία, επειδή είναι ο μόνος νεκρός που διατηρεί στον κάτω κόσμο ακέραιες τις νοητικές του ικανότητες, σύμφωνα με την Οδύσσεια κ 493 – 495: μάντιος ἀλαοῦ, τοῦ τε φρένες ἔμπεδοί εἰσι· /τῶ καί τεθνηῶτι νόον πόρε Περσεφόνεια/ οἴω πεπνῦσθαι· τοί δέ σκιαί ἀΐσσουσιν.
Άλλωστε ο Μένιππος, αν και καταγόταν από τα Γάδαρα, είχε εγκατασταθεί στη Θήβα της Βοιωτίας, συνεπώς ήταν “συμπατριώτης” του Βοιώτιου Τειρεσία.
Μέρος Β’: http://www.lecturesbureau.gr/1/menippus-part-b-1229/
Μέρος Γ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/menippus-part-c-1230/
Σάτιρα θανάτου και κάτω κόσμου
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΡΟΣ
Εικόνα: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%AD%CE%BD%CE%B9%CF%80%CF%80%CE%BF%CF%82#/media/File:Diego_Vel%C3%A1zquez_022.jpg