22 Μαρ ΜΕΝΙΠΠΟΣ Ἢ ΝΕΚΥΟΜΑΝΤΕΙΑ (ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ) | Μέρος Γ’
ΦΙΛΟΣ
Πες μου, Μένιππε, εκείνους που έχουν πάνω στη γη αυτούς τους πολυτελείς και υπερυψωμένους τάφους και τις επιτύμβιες στήλες και τα αγάλματα και τις επιγραφές δεν τους έχουν εκεί κάτω σε μεγαλύτερη υπόληψη από τους κοινούς νεκρούς;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Ανοησίες, φίλε μου. Αν έβλεπες τον ίδιο τον Μαύσωλο – εννοώ αυτόν από την Καρία, τον ξακουστό για τον τάφο του –, ξέρω καλά πως δεν θα μπορούσες να σταματήσεις να γελάς, έτσι παρακατιανός που ήταν, ριγμένος σε μια γωνιά, χωρίς να τον έχει πάρει είδηση το υπόλοιπο πλήθος των νεκρών.
Και θα γελούσες, φαντάζομαι, πολύ περισσότερο, αν έβλεπες αυτούς που σ’ εμάς ήταν βασιλιάδες και σατράπες να ζούνε ζητιανεύοντας εκεί κάτω και να πουλάνε παστά ψάρια από τη φτώχεια.
Και πολλούς ακόμη άλλους μπορούσε κανείς να δει να ζητιανεύουν στα τρίστρατα, εννοώ Ξέρξες και Δαρείους και Πολυκράτες.
ΦΙΛΟΣ
Απίθανα είναι αυτά που διηγείσαι για τους βασιλιάδες και σχεδόν απίστευτα. Ο Σωκράτης όμως τι έκανε, και ο Διογένης και όποιος άλλος σοφός ήταν εκεί;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Ο Σωκράτης τριγυρνάει και εκεί αντικρούοντας τους πάντες. Συντροφιά του είναι ο Παλαμήδης και ο Οδυσσέας και ο Νέστορας και κάθε άλλος φλύαρος νεκρός.
Ο λεβέντης ο Διογένης όμως έχει εγκατασταθεί κοντά στον Σαρδανάπαλλο τον Ασσύριο και στον Μίδα από τη Φρυγία και σε κάποιους άλλους πάμπλουτους· τους ακούει να θρηνούν και να αναπολούν την παλιά τους τύχη, και γελάει και το ευχαριστιέται, και πολύ συχνά ξαπλωμένος ανάσκελα τραγουδάει με πολύ τραχιά και σκληρή φωνή, υπερκαλύπτοντας τους θρήνους τους, ώστε οι άνθρωποι να στεναχωριούνται και να εξετάζουν το ενδεχόμενο να μετακομίσουν, επειδή δεν τον αντέχουνε τον Διογένη.
ΦΙΛΟΣ
Αρκετά μου είπες· ποιο όμως ήταν εκείνο το ψήφισμα, που μου έλεγες στην αρχή ότι θεσμοθετήθηκε εναντίον των πλουσίων;
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Καλά που μου το θύμισες· γιατί, ενώ γι’ αυτό σκόπευα να μιλήσω, κι εγώ δεν ξέρω πώς, απομακρύνθηκα πάρα πολύ από το θέμα.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής μου κοντά τους οι πρυτάνεις συγκάλεσαν συνέλευση για ζητήματα κοινού ενδιαφέροντος. Βλέποντας λοιπόν πολλούς να τρέχουν προς την ίδια κατεύθυνση, χώθηκα ανάμεσα στους νεκρούς, και αμέσως έγινα και εγώ ένα από τα μέλη της συνέλευσης. Διευθετήθηκαν βέβαια και άλλα ζητήματα, τελευταίο όμως ήταν το θέμα των πλουσίων. Αφού λοιπόν απαγγέλθηκαν εναντίον τους πολλές και φοβερές κατηγορίες, βιαιοπραγίες και αλαζονείες και υπεροψίες και αδικίες, στο τέλος σηκώθηκε κάποιος από τους δημαγωγούς και διάβασε το εξής ψήφισμα:
ΨΗΦΙΣΜΑ
“Επειδή οι πλούσιοι κάνουν πολλές παρανομίες στη ζωή τους, αρπάζοντας και εξαναγκάζοντας και περιφρονώντας με κάθε τρόπο τους φτωχούς, να αποφασιστεί από τη βουλή και τον δήμο, από τη στιγμή που θα πεθάνουν, τα σώματά τους να τιμωρούνται όπως και εκείνα των υπόλοιπων κακόψυχων, οι ψυχές τους όμως να ξαναστέλνονται επάνω, στη ζωή, και να μπαίνουν σε γαϊδούρια, ώσπου να συμπληρώσουν σ’ αυτή τη κατάσταση διακόσιες πενήντα χιλιάδες χρόνια, κατά τα οποία θα γεννιούνται γαϊδούρια από γαϊδούρια, και θα κουβαλάνε φορτία και θα τραβολογιούνται από τους φτωχούς, και από κει και πέρα να τους επιτρέπεται να πεθάνουν”.
Όταν διαβάστηκε αυτό το ψήφισμα, οι αρχές το έθεσαν σε ψηφοφορία, και το πλήθος το υπερψήφισε, η Βριμώ βρυχήθηκε και ο Κέρβερος γάβγισε· γιατί έτσι γίνονται ολοκληρωμένες και έγκυρες οι αποφάσεις.
Αυτά λοιπόν έγιναν στη συνέλευση. Κι εγώ πλησίασα τον Τειρεσία – γι’ αυτό άλλωστε είχα πάει – και, αφού του διηγήθηκα τα πάντα, τον θερμοπαρακαλούσα να μου πει ποιος τρόπος ζωής πιστεύει ότι είναι ο σωστότερος. Κι αυτός γέλασε – είναι ένα τυφλό γεροντάκι, χλωμό και με αδύναμη φωνή – και μου είπε: “Παιδί μου, γνωρίζω την αιτία του αδιεξόδου σου, ότι προήλθε από τους σοφούς, που δεν συμφωνούνε μεταξύ τους. Δυστυχώς όμως δεν επιτρέπεται να σου πω· το έχει απαγορέψει ο Ραδάμανθης”.
“Μην το κάνεις αυτό πατερούλη”, του είπα, “πες μου, και μη με αφήνεις να τριγυρνάω στη ζωή πιο τυφλός κι από σένα”.
Εκείνος τότε με πήρε παράμερα, με απομάκρυνε πολύ από τους άλλους, έσκυψε ήρεμα στο αφτί μου και είπε: “Ο σωστότερος και ο πιο συνετός τρόπος ζωής είναι αυτός των απλών ανθρώπων. Πάψε λοιπόν να ασχολείσαι με τα ουράνια σώματα και να εξετάζεις τον σκοπό και την προέλευση των όντων, περιφρόνησε τους σοφούς αυτούς συλλογισμούς και θεώρησε όλα τα σχετικά μ’ αυτά ανοησίες. Αυτό μονάχα θα επιδιώκεις με κάθε τρόπο, το πως θα τακτοποιήσεις το παρόν και πως θα περάσεις τη ζωή σου γελώντας το μεγαλύτερο διάστημα, χωρίς να παίρνεις τίποτα στα σοβαρά”.
Έτσι είπε και χώθηκε πάλι
σε λιβάδι γεμάτο ασφοδέλους.
Κι εγώ – μια και ήδη ήταν αργά – λέω: “Έλα λοιπόν, Μιθροβαρζάνη, γιατί καθυστερούμε και δεν γυρνάμε ξανά πίσω στη ζωή;”
Κι αυτός μου απάντησε: “Μην ανησυχείς Μένιππε, θα σου δείξω ένα μονοπάτι σύντομο και άνετο”.
Και πραγματικά με οδήγησε σε έναν τόπο πιο σκοτεινό από τον υπόλοιπο χώρο και, δείχνοντάς μου με το χέρι από μακριά ένα θαμπό και αδύναμο φως, που έμπαινε σαν από μια χαραμάδα, είπε: “Εκείνο είναι το ιερό του Τροφωνίου, και από κει κατεβαίνουν όσοι έρχονται από τη Βοιωτία. Ανέβα λοιπόν από δω, και αμέσως θα βρεθείς στην Ελλάδα”.
Κι εγώ, ευχαριστημένος με όσα μου είπε, αποχαιρέτησα τον μάγο και, αφού σύρθηκα με μεγάλη δυσκολία, πέρασα από τη δίοδο και, χωρίς να καταλάβω πώς, βρέθηκα στη Λιβαδειά.
Μέρος Α’: http://www.lecturesbureau.gr/1/menippus-part-a-1236/
Μέρος Β’: http://www.lecturesbureau.gr/1/menippus-part-b-1229/
Σάτιρα θανάτου
και κάτω κόσμου
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΡΟΣ