21 Μαρ ΜΕΝΙΠΠΟΣ Ἢ ΝΕΚΥΟΜΑΝΤΕΙΑ (ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ) | Μέρος B’
MENIΠΠΟΣ
Πετάχτηκα λοιπόν επάνω και ξεκίνησα όσο μπορούσα γρηγορότερα κατευθείαν για τη Βαβυλώνα. Όταν έφτασα εκεί, γνωρίστηκα με κάποιον από τους Χαλδαίους, έναν άνθρωπο σοφό και με θεόσταλτες ικανότητες, ασπρομάλλη, με μια πολύ σεβάσμια γενειάδα, που το όνομά του ήτανε Μιθροβαρζάνης. Τον θερμοπαρακάλεσα και τον ικέτεψα, και μόλις και μετά βίας κατάφερα, με όση αμοιβή ήθελε, να με καθοδηγήσει στον δρόμο. Αυτός λοιπόν ντύθηκε με μια μαγική στολή που έμοιαζε πολύ με τη μηδική, ενώ εμένα με εξόπλισε με αυτά εδώ, τον ταξιδιωτικό σκούφο και το δέρμα του λιονταριού κι ακόμη τη λύρα, και με δασκάλεψε, αν κανένας με ρωτήσει το όνομά μου, να μην πω “Μένιππος”, αλλά “Ηρακλής” ή “Οδυσσέας” ή “Ορφέας”.
ΦΙΛΟΣ
Και γιατί αυτό, Μένιππε; Δεν καταλαβαίνω την αιτία ούτε της εμφάνισης ούτε των ονομάτων.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Κι όμως, αυτό τουλάχιστον είναι ολοφάνερο και δεν είναι εντελώς απόρρητο. Επειδή αυτοί είχαν κατέβει πριν από εμάς ζωντανοί στον Άδη, νόμιζε ότι, αν με έκανε να μοιάζω σ’ αυτούς, εύκολα θα μπορούσα να ξεφύγω από την προσοχή της φρουράς του Αιακού και να περάσω χωρίς προβλήματα, μια και θα φαινόμουν σαν παλιός γνώριμος, καθώς θα με προωθούσε η επιβλητική μου εμφάνιση.
Ο λεβέντης λοιπόν ο Χάροντας, όταν είδε το δέρμα του λιονταριού, νόμισε ότι ήμουν ο Ηρακλής, γι’ αυτό και με δέχτηκε μέσα στο καράβι, με πέρασε ευχαρίστως απέναντι και, όταν πια αποβιβαστήκαμε, μας έδειξε και το μονοπάτι. Προχωρώντας σιγά σιγά φτάσαμε στο δικαστήριο του Μίνωα, ο οποίος καθόταν εκείνη την ώρα πάνω σε έναν υπερυψωμένο θρόνο, ενώ γύρω του στέκονταν οι Ποινές και οι Ερινύες και οι Αλάστορες. Από την άλλη μεριά τού έφερναν πολλούς με τη σειρά, δεμένους με μια μακριά αλυσίδα. Λέγανε πως ήτανε τελώνες και μοιχοί και προαγωγοί και συκοφάντες και ένα τέτοιου είδους πλήθος από αυτούς που μέσα στη ζωή προκαλούν αναταραχή σε όλα. Χωριστά πλησίαζαν οι πλούσιοι και οι τοκογλύφοι, με χλωμά πρόσωπα, μεγάλες κοιλιές, και πόδια πρησμένα από την ποδάγρα· καθένας τους κουβαλούσε πάνω του ένα περιλαίμιο και έναν γάντζο που ζύγιζε πενήντα κιλά. Εμείς λοιπόν στεκόμασταν εκεί κοντά και βλέπαμε όσα γίνονταν και ακούγαμε όσους απολογούνταν. Κατήγοροί τους ήταν κάποιοι καινούργιοι και παράξενοι ρήτορες.
ΦΙΛΟΣ
Για όνομα του Δία, ποιοι ήταν αυτοί; Μη διστάσεις να μου το πεις κι αυτό.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Γνωρίζεις καθόλου αυτές εδώ τις σκιές που σχηματίζονται από τα σώματα μπροστά στον ήλιο;
ΦΙΛΟΣ
Φυσικά.
ΜΕΝΙΠΠΟΣ
Αυτές λοιπόν, μόλις πεθάνουμε, μας κατηγορούν και καταθέτουν τη μαρτυρία τους εναντίον μας και αποκαλύπτουν όσα κάναμε στη ζωή μας. Θεωρούνται μάλιστα εξαιρετικά αξιόπιστοι μάρτυρες, μια και βρίσκονται πάντα μαζί μας και ποτέ δεν απομακρύνονται από τα σώματά μας.
Ο Μίνωας λοιπόν τους εξέταζε με προσοχή και τους έστελνε έναν έναν στον χώρο των ασεβών για να τιμωρηθούν όπως τους άξιζε, ανάλογα με όσα είχαν τολμήσει να κάνουν. Ιδιαίτερα μάλιστα αντιμετώπιζε όσους έδειχναν υπερβολική έπαρση για τον πλούτο και την εξουσία τους, και όσους περίμεναν ούτε λίγο ούτε πολύ να τους προσκυνάνε, επειδή αηδίαζε τη λιγόχρονη αλαζονεία και υπεροψία τους, και γιατί δεν θυμούνταν ότι και οι ίδιοι ήταν θνητοί και τα αγαθά που απέκτησαν ήταν θνητά. Κι αυτοί, ξεντυμένοι απ’ όλα εκείνα τα λαμπρά, εννοώ τους πλούτους και τις καταγωγές και τις κυριαρχίες τους, στέκονταν εκεί γυμνοί και σκυμμένοι κάτω, αναπολώντας σαν όνειρο την ευτυχία που είχαν στον δικό μας κόσμο. Εγώ λοιπόν, βλέποντάς τα αυτά, ήμουν καταχαρούμενος και, κάθε φορά που αναγνώριζα κάποιον απ’ αυτούς, τον πλησίαζα με ηρεμία και του θύμιζα τι λογής ήταν όσο ζούσε, και πόσο φούσκωνε από υπερηφάνεια τότε, όταν πολλοί συγκεντρώνονταν από τα χαράματα μποστά στις πύλες του σπιτιού του, περιμένοντας την εμφάνισή του και σμπρώχνοντας ο ένας τον άλλο, ενώ οι υπηρέτες τους έκλειναν απ’ έξω. Κι αυτός κάποτε επιτέλους ξεπρόβαλε σαν ήλιος, πορφυροντυμένος ή χρυσοστόλιστος ή με πολύχρωμα ρούχα, και νόμιζε πως πρόσφερε ευτυχία και μακαριότητα σε όσους τον χαιρετούσαν, ιδιαίτερα αν τους άφηνε να του φιλήσουν το στήθος ή το απλωμένο δεξί του χέρι. Εκείνοι λοιπόν τα άκουγαν αυτά και εκνευρίζονταν.
Εμείς πάντως απομακρυνθήκαμε από το δικαστήριο και φτάσαμε στο κολαστήριο. Εκεί λοιπόν, φίλε μου, μπορούσε κανείς να ακούσει και να δει πολλά θλιβερά πράγματα. Ακουγόταν ταυτόχρονα ο θόρυβος από τα μαστίγια και οι θρήνοι όσων ψήνονταν στη φωτιά. Τιμωρούνταν συγχρόνως όλοι, βασιλιάδες, δούλοι, σατράπες, φτωχοί, πλούσιοι, πάμφτωχοι, και όλοι μετάνιωναν για όσα είχαν τολμήσει να κάνουν.
Στους φτωχούς ωστόσο δινόταν απαλλαγή από το μισό του βασανισμού τους, και η τιμωρία τους επαναλαμβανόταν ξανά έπειτα από διαδοχικά διαστήματα ανάπαυλας. Είδα επίσης κι εκείνα τα μυθικά, τον Ιξίονα και τον Σίσυφο και τον Φρύγα Τάνταλο, που βρισκόταν σε δύσκολη κατάσταση, και το γιο της, τον Τιτυό.
Καθώς λοιπόν τα έβλεπα αυτά, μου φάνηκε πως η ανθρώπινη ζωή είναι παρόμοια με μια μεγάλη πομπή, στην οποία η Τύχη είναι χορηγός και κανονίζει το καθετί, εμφανίζοντας όσους συμμετέχουν στην πομπή με διάφορες και πολύχρωμες φορεσιές. Τον έναν τον πήρε – έτσι έτυχε – και τον έντυσε βασιλικά, φορώντας του τιάρα και δίνοντάς του σωματοφύλακες και στέφοντας το κεφάλι του με το διάδημα, ενώ σε κάποιον άλλο έδωσε φορεσιά υπηρέτη. Άλλον πάλι τον στόλισε ώστε να είναι όμορφος, ενώ έναν άλλο τον έφτιαξε άσχημο και γελοίο. Το θέαμα, φαντάζομαι, θα πρέπει να έχει κάθε λογής ποικιλία. Πολλές φορές μάλιστα στη μέση της πομπής τροποποίησε την εμφάνιση κάποιων, και δεν τους άφησε να τελειώσουν την πομπή όπως τους είχε καθοριστεί αρχικά, αλλά τους άλλαξε αμφίεση, και ανάγκασε τον Κροίσο να αποδεχτεί την φορεσιά του υπηρέτη και του αιχμαλώτου, ενώ τον Μαιάνδριο, που προηγουμένως πορευόταν ανάμεσα στους υπηρέτες, τον μεταμφίεσε ντύνοντάς τον με την τυραννίδα του Πολυκράτη. Και για ένα χρονικό διάστημα τους αφήνει να διατηρήσουν αυτή την εμφάνιση. Όταν όμως περάσει ο καιρός της πομπής, τότε ο καθένας επιστρέφει τη στολή και ξεντύνεται τη φορεσιά μαζί με το σώμα του, και γίνεται ακριβώς όπως ήταν πριν να υπάρξει, χωρίς να διαφέρει καθόλου από τον διπλανό του. Μερικοί όμως από αγνωμοσύνη, όταν εμφανίζεται η Τύχη και απαιτεί να της επιστραφούν τα στολίδια, στεναχωριούνται και αγανακτούν, σαν κάποιος να τους στερεί πράγματα δικά τους, και όχι σαν να επιστρέφουν αυτά που τους δόθηκαν για προσωρινή χρήση.
Φαντάζομαι ότι πολλές φορές θα έχεις δει τους ανθρώπους του θεάτρου, εκείνους τους ηθοποιούς που παίζουν τραγωδία, ανάλογα με τις ανάγκες του δράματος τη μια να γίνονται Κρέοντες, την άλλη Πρίαμοι ή Αγαμέμνονες, και ο ίδιος, άμα τύχει, που λίγο πριν είχε παίξει πολύ μεγαλόπρεπα τον ρόλο του Κέκροπα ή του Ερεχθέα, μετά από λίγο εμφανίζεται σαν υπηρέτης, επειδή αυτή την εντολή του έδωσε ο ποιητής. Κι όταν τελειώσει η παράσταση, ο καθένας απ’ αυτούς ξεντύνεται τη χρυσοποίκιλτη εκείνη φορεσιά, αφήνει στην άκρη το προσωπείο, κατεβαίνει από τα ξυλοπάπουτσα, και τριγυρνάει φτωχός και παρακατιανός, όχι πια ο Αγαμέμνονας, ο γιος του Ατρέα, ούτε ο Κρέοντας, ο γιος του Μενοικέα, αλλά με το δικό του όνομα: ο Πώλος, ο γιος του Χαρικλή, από το Σούνιο, ή ο Σάτυρος, ο γιος του Θεογείτονα, από τον Μαραθώνα. Παρόμοια μου φάνηκε τότε και η ζωή των ανθρώπων, με όλα αυτά που έβλεπα.
Ακολουθεί γ’ μέρος
Μέρος Α’: http://www.lecturesbureau.gr/1/menippus-part-a-1236/
Μέρος Γ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/menippus-part-c-1230/
Σάτιρα θανάτου
και κάτω κόσμου
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΡΟΣ