10 Μαρ Ο ψυχολόγος της οικονομίας (DANIEL KAHNEMAN) | Μέρος Α’
“Οι οικονομολόγοι σκέφτονται τι πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι. Οι ψυχολόγοι παρακολουθούν τι κάνουν στην πραγματικότητα”.
Ντάνιελ Κάνεμαν
Ο Κάνεμαν βραβεύτηκε με Νόμπελ των Οικονομικών Επιστημών το 2002. Η αιτιολογία για την απονομή του Νόμπελ στον Κάνεμαν ήταν “ότι ενσωμάτωσε στην οικονομική επιστήμη ιδέες από την ψυχολογική έρευνα, ιδίως όσον αφορά την ανθρώπινη κρίση και τη λήψη αποφάσεων υπό συνθήκες αβεβαιότητας – θεμελιώνοντας ένα καινούργιο πεδίο έρευνας”.
Η ιδέα ενός homo economicus που υποκινείται από ιδιοτέλεια και είναι ικανός για ορθολογική λήψη αποφάσεων αντιμετωπίζεται τώρα όλο και περισσότερο σαν ένα μοντέλο που δεν μπορεί να ερμηνεύσει τη λειτουργία της οικονομίας στην πράξη. Οι άνθρωποι συμπεριφέρονται με τρόπους που φαίνονται παράλογοι και η αδυναμία να το αναγνωρίσουμε μπορεί να οδηγήσει σε παρερμηνεία του πως λειτουργεί η οικονομία.
Ο Κάνεμαν αποτελεί κινητήρια δύναμη στον τομέα των συμπεριφορικών οικονομικών. Τα συμπεριφορικά οικονομικά επιδιώκουν να κατανοήσουν πώς οι άνθρωποι κάνουν οικονομικές και χρηματοπιστωτικές επιλογές και παίρνουν αποφάσεις. Αναμειγνύοντας την οικονομική ανάλυση με τεχνικές από την ψυχολογία, εμβαθύνουμε στο πώς οι άνθρωποι παίρνουν τις οικονομικές αποφάσεις που επηρεάζουν τόσο τη δική τους ευημερία όσο και της οικονομίας ως συνόλου.
Στο κέντρο της συνεισφοράς του Κάνεμαν στην οικονομία βρίσκεται η ανάλυσή του για το πώς οι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις και ειδικά οικονομικές αποφάσεις. Δεδομένου ότι αναπόσπαστο μέρος της οικονομίας είναι το συλλογικό βάρος των αποφάσεων που παίρνουν καθημερινά εκατομμύρια άνθρωποι και επιχειρήσεις, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς ο καθένας παίρνει αυτές τις αποφάσεις – ιδιαίτερα όταν τα αποτελέσματα είναι αβέβαια, Το πρώτο βήμα σ’ αυτή την ανάλυση είναι να παραδεχτούμε ότι συχνά οι άνθρωποι συμπεριφέρονται παράλογα.
Υπάρχει μια διαίρεση στο εσωτερικό του ορθολογισμού: ανάμεσα σε ό,τι οι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι είναι ορθολογική συμπεριφορά και σε ό,τι κάνουν πραγματικά. Με άλλα λόγια, υπάρχει χάσμα μεταξύ του πώς οι άνθρωποι σκέφτονται ότι θα έπρεπε να συμπεριφέρονται και του πώς συμπεριφέρονται στην πραγματική ζωή (αυτό που οι οικονομολόγοι και οι ψυχολόγοι αποκαλούν κανονιστική και θετική ανάλυση). Ψυχολόγοι όπως ο Κάνεμαν είδαν ότι τα παραδοσιακά μοντέλα της ορθολογικής λήψης αποφάσεων, με τα οποία γίνονται υποθέσεις για τη συμπεριφορά των ανθρώπων, δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως την ανθρώπινη φύση. Για παράδειγμα, δεν είναι σαφές γιατί ο homo economicus θα βοηθήσει έναν φίλο, θα νοιαστεί για άλλους ανθρώπους ή θα δώσει χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Μία από τις πρώτες ιδέες των Κάνεμαν και Τβέρσκυ ήταν ότι οι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις είτε από διαίσθηση είτε με εκούσια σκέψη, που ονόμασαν Σύστημα 1 και Σύστημα 2 αντιστοίχως. Ο Κάνεμαν περιγράφει τις διαισθητικές αποφάσεις ως γρήγορες, αυτόματες και αβίαστες, που δημιουργούν εντυπώσεις για το τι συμβαίνει. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν νοητικές συντομεύσεις ακόμα κι όταν παίρνουν μεγάλες και σημαντικές οικονομικές αποφάσεις. Λογικές αποφάσεις παίρνουν πιο αργά και με τρόπο συνεχή, επίπονο και εσκεμμένα ελεγχόμενο.
Αν οι άνθρωποι τείνουν να παίρνουν πολλές αποφάσεις σε διαισθητική βάση, ποιες είναι άραγε οι διαδικασίες σκέψης που οδηγούν τα λεγόμενα λογικά άτομα να παίρνουν αποφάσεις που στο ψυχρό φως της ημέρας μπορούν να φανούν παράλογες;
Ο Κάνεμαν επικεντρώθηκε στις νοητικές συντομεύσεις που χρησιμοποιούμε όταν βρισκόμαστε μπροστά σε αβέβαιες και συχνά πολύπλοκες αποφάσεις, τις οποίες οι ψυχολόγοι αποκαλούν ευρετικές (από το ευρίσκω), ή αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε εμπειρικούς κανόνες. Μολονότι συνήθως λειτουργούν, και οι άνθρωποι τις θεωρούν χρήσιμα εργαλεία, περιλαμβάνουν τη δημιουργία νοητικών συνδέσεων που δεν είναι λογικές και μπορούν να οδηγήσουν σε σοβαρά συστηματικά σφάλματα. Οι Κάνεμαν και Τβέρσκυ ονόμασαν τα σφάλματα που ακολουθούν “γνωστικές προκαταλήψεις”.
Σε μια δημοσίευσή τους το 1974, οι Κάνεμαν και Τβέρσκυ αναγνώρισαν τρεις ευρετικές:
Διαθεσιμότητα, όπου κάποιος αξιολογεί την πιθανότητα ενός γεγονότος από την ευκολία με την οποία του έρχονται στο μυαλό άλλα παρόμοια περιστατικά. Για παράδειγμα, ένας μεσήλικας με φίλους που έχουν υποστεί εμφράγματα θα υποθέσει ότι έχει υψηλότερο κίνδυνο εμφράγματος από άλλες απειλές σημαντικότερες από στατιστική άποψη.
Αντιπροσωπευτικότητα, όπου οι άνθρωποι ερευνούν αν δύο γεγονότα μοιάζουν για να αποφασίσουν αν υπάρχει σύνδεση μεταξύ τους. Για παράδειγμα, όταν ακούν ότι κάποιος είναι φιλαναγνώστης, ντροπαλός και μοναχικός και ερωτηθούν αν θεωρούν πιθανότερο να είναι βιβλιοθηκάριος ή πωλητής σε κατάστημα, πολλοί θα επιλέξουν βιβλιοθηκάριος. Ενώ αυτό φαίνεται ενστικτωδώς σωστό (χρησιμοποιώντας το Σύστημα 1), μόνο όταν κάποιος θυμηθεί (χρησιμοποιώντας το Σύστημα 2) ότι υπάρχουν πολύ περισσότεροι εργαζόμενοι σε καταστήματα παρά βιβλιοθηκάριοι στον εργαζόμενο πληθυσμό, συνειδητοποιεί ότι οι πιθανότητες να είναι κάποιος βιβλιοθηκάριος είναι πολύ μικρές.
Αγκύρωση και προσαρμογή, όπου διαφορετικά σημεία εκκίνησης ή αναφορές οδηγούν σε διαφορετικές εκτιμήσεις. Για παράδειγμα, οι εργαζόμενοι που διαπραγματεύονται μια αύξηση μισθού θα αρχίσουν, πιθανότατα, να διαπραγματεύονται την πρώτη προσφορά του εργοδότη τους αντί για τον στόχο τους.
Καθεμιά από αυτές τις ευρετικές οδηγεί σε μια σειρά νοητικών σφαλμάτων που προκύπτουν από κακή εφαρμογή των συντομεύσεων στη λήψη αποφάσεων.
Αυτό που έχουν από κοινού αυτά τα φαινόμενα με τα δύσκολα ονόματα είναι ότι οι άνθρωποι χρησιμοποιούν ομοιότητες ή συσχετισμούς παρά λογική επαγωγή για να καταλήξουν σε συμπεράσματα.
Η ευρετική της διαθεσιμότητας οδηγεί, με τη σειρά της, σε νοητικά σφάλματα σαν εκείνα που συσχετίζονται με τη δυνατότητα ανάκλησης, φαντασίας και ψευδαίσθησης. Γεγονότα που είναι εύκολο να θυμηθούμε ή που ξεπηδούν από το μυαλό – άρα μπορούν εύκολα να “ανακληθούν” – είναι πιθανότερο να χρησιμοποιηθούν από κάποιον που παίρνει μια σύντομη απόφαση παρά πληροφορίες τις οποίες θα έπρεπε να ψάξει. Ομοίως, γεγονότα που μπορεί να φανταστεί – όπως οι κίνδυνοι που συνδέονται με το να ταξιδεύεις με αεροπλάνο – θα βαρύνουν περισσότερο από άλλα που είναι δύσκολο να συλλάβει. Έτσι, μια βόμβα πάνω σ’ ένα αεροπλάνο – ένα ευτυχώς σπάνιο ενδεχόμενο – μπορεί να φανεί μεγαλύτερος κίνδυνος από τη βλάβη ενός μικροεπεξεργαστή σ’ έναν κινητήρα ή ένα ανθρώπινο σφάλμα.
Προκαταλήψεις που προκύπτουν από την ευρετική της αγκύρωσης περιλαμβάνουν το σφάλμα της ανεπαρκούς προσαρμογής που προέρχεται από την αδυναμία των ανθρώπων να εγκαταλείψουν τις πρώτες εντυπώσεις τους όταν νέες πληροφορίες φτάνουν αργά στη διαδικασία. Ο Κάνεμαν και ο Τβέρσκυ υπογράμμισαν την ευκολία με την οποία είναι δυνατόν να “αγκιστρώσεις” τη σκέψη των ανθρώπων.
Μέρος Β’: http://www.lecturesbureau.gr/1/from-psychology-to-economics-part-b-1209/
ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ
PHIL THORNTON
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
Εικόνα: https://www.wobi.com/wbf-nyc/daniel-kahneman/