
11 Μαρ Ο ψυχολόγος της οικονομίας (DANIEL KAHNEMAN) | Μέρος Β’
ΑΠΟ ΤΗΝ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Αυτές οι προκαταλήψεις και οι γνωστικές πλάνες επηρεάζουν το πώς οι άνθρωποι παίρνουν οικονομικές αποφάσεις. Όταν μεγάλος αριθμός ατόμων και επιχειρήσεων δρουν μέσω αυτών, μπορεί να επηρεάσουν την ευρύτερη οικονομία και την οικονομική σταθερότητα. Οι γνωστικές πλάνες είναι πολλές και μάλλον αυξάνονται. Θα δούμε λεπτομερέστερα μερικές που έχουν επηρεάσει ιδιαίτερα τους οικονομολόγους που εξετάζουν πώς οι άνθρωποι παίρνουν οικονομικές αποφάσεις.
Η μία είναι η πλάνη της αισιοδοξίας. Από πλευράς συνεπειών στις αποφάσεις, η πλάνη της αισιοδοξίας ίσως είναι η σημαντικότερη γνωστική προκατάληψη. Οφείλεται στο ότι οι περισσότεροι από μας βλέπουμε τον κόσμο ευνοϊκότερο από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, τις δικές μας ικανότητες πιο πολύτιμες από όσο είναι πραγματικά και τους στόχους μας εφικτούς ενώ πιθανώς είναι ανέφικτοι. Έχουμε επίσης την τάση να υπερεκτιμούμε την ικανότητά μας να προβλέπουμε το μέλλον, πράγμα που ενισχύει την υπερβολική αυτοπεποίθηση.
Υπάρχουν αρκετές ακόμα νοητικές πλάνες που δείχνουν ότι οι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις με τρόπο που φανερώνει ότι δεν έχουν σταθερές προτιμήσεις, όπως λένε οι κλασικοί οικονομολόγοι, αλλά μπορούν να αλλάξουν σύμφωνα με το πώς αντιλαμβάνονται την επιλογή που ανοίγεται μπροστά τους (επειδή την έχουν επαναπροσδιορίσει). Να μερικές τέτοιες πλάνες:
Η εκ των υστέρων μεροληψία, που ενθαρρύνει τους ανθρώπους να αποδίδουν στις ικανότητές τους επιτυχίες που οφείλονται στην τύχη ή σε ευνοϊκή συγκυρία. Ένας χρηματιστής που εκτίναξε στα ύψη μια μετοχή θα πιστέψει ότι είναι ιδιοφυΐα, πράγμα που στη συνέχεια τροφοδοτεί την πλάνη της αισιοδοξίας.
Η πλάνη της επιβεβαίωσης ή η τάση να δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση σε ενδείξεις που ευνοούν τις απόψεις μας και να αγνοούμε τις υπόλοιπες. Ένας επενδυτής με αρνητική άποψη για μια εταιρεία θα έχει την τάση να διαβάζει και να θυμάται αρνητικές ειδήσεις και θα αγνοεί κάθε θετική εξέλιξη.
Η πλάνη του status quo – η τάση να κολλάμε σ’ αυτό που γνωρίζουμε, πράγμα που σημαίνει ότι υποτιμάμε την αξία των εναλλακτικών λύσεων κι όταν είμαστε βέβαιοι ότι είναι πολύ καλύτερες. Αυτό εξηγεί τον σχετικά μικρό αριθμό ανθρώπων που αλλάζουν τράπεζα ή εταιρεία παροχής ενέργειας παρά τις ενδείξεις ότι υπάρχουν φθηνότερες εναλλακτικές λύσεις.
Ο Κάνεμαν και ο Τβέρσκυ υποστήριξαν ότι οι άνθρωποι κάνουν επιλογές ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας δύο σταδίων.
Πρώτα προσδιορίζουν τις επιλογές ως κέρδη ή ζημίες σε σχέση μ’ ένα σημείο αναφοράς, το οποίο συχνά μπορεί να είναι η τρέχουσα περιουσία του παίκτη – όχι το μηδέν.
Το δεύτερο στάδιο είναι η αξιολόγηση των προοπτικών για να εντοπίσουν εκείνη με τη μεγαλύτερη αξία. Αυτό περιλαμβάνει τόσο έναν υπολογισμό των μαθηματικών πιθανοτήτων όσο και μια υποκειμενική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, ειδικότερα σε σχέση με το σημείο αναφοράς. Οι δύο επιστήμονες κατέληξαν στο ότι ανησυχούμε περισσότερο μήπως υποστούμε απώλεια παρά για το να αποσπάσουμε κέρδος – αποδίδουμε περισσότερη αξία σ’ ένα σίγουρο κέρδος παρά σ’ ένα πιθανό (το φαινόμενο της σιγουριάς) και προτιμάμε μια πιθανή απώλεια από μια σίγουρη.
Ο Άνταμ Σμιθ είχε υπαινιχθεί αυτή την ιδέα της αποστροφής προς την απώλεια, όταν έλεγε: “Υποφέρουμε περισσότερο […] όταν πέφτουμε από μια καλύτερη σε μια χειρότερη κατάσταση από όσο χαιρόμαστε όταν ανεβαίνουμε από μια χειρότερη σε μια καλύτερη”. Ο Κάνεμαν είπε ότι οι άνθρωποι οδηγούνται εντονότερα στο να αποφεύγουν απώλειες παρά στο να επιτυγχάνουν κέρδη. Σημείο αναφοράς είναι ενίοτε το status quo, αλλά μπορεί να είναι και ένας μελλοντικός στόχος: η μη επίτευξη του στόχου είναι απώλεια, η υπέρβασή του είναι κέρδος.
Το νόημα είναι ότι οι υποθέσεις της ορθολογικής συμπεριφοράς που απλώς εξετάζουν τις πιθανότητες επιτυχίας ενός τυχερού παιχνιδιού χωρίς να λαμβάνουν υπόψη την οικονομική κατάσταση του παίκτη αγνοούν το αντίκτυπο που μπορεί να έχει η διατύπωση του στοιχήματος και το ότι η αποστροφή των ανθρώπων προς την απώλεια μπορεί να αλλοιώσει τον τρόπο που παίρνουν αποφάσεις.
Ο κίνδυνος της αποστροφής προς την απώλεια είναι ότι μας οδηγεί στο να προσπαθούμε να ελαχιστοποιήσουμε τα συναισθήματα απώλειας – ακόμα κι όταν αυτό δεν έχει νόημα από οικονομική άποψη. Η αποστροφή προς την απώλεια έχει σημαντική επίδραση στην αγορά κατοικίας, καθώς τα στοιχεία υποδεικνύουν ότι συχνά οι άνθρωποι δεν θέλουν να πουλήσουν το σπίτι τους λιγότερο από όσο το αγόρασαν. Το σημείο αναφοράς τους είναι αυτό που πλήρωσαν στο παρελθόν και όχι η τρέχουσα αξία του, η οποία μπορεί να πέσει ακόμα περισσότερο στο μέλλον.
Το πρόβλημα αυτό επιδεινώνεται από το αποτέλεσμα κληροδοτήματος, μια προκατάληψη που κάνει τους ανθρώπους να δίνουν μεγαλύτερη αξία σε κάτι που έχουν τώρα στην κατοχή τους σε σύγκριση μ’ εκείνη που είχε προτού το αποκτήσουν. Με άλλα λόγια, εκτιμούν πράγματα μόνο και μόνο επειδή τα κατέχουν.
Η έρευνα που διεξήγαγε ο Κάνεμαν με διάφορους συνεργάτες, και ειδικά με τον Τβέρσκυ, αμφισβήτησε το παραδοσιακό μοντέλο της ορθολογικής επιλογής στο οποίο βασιζόταν η σκέψη από την εποχή του Άνταμ Σμιθ. Διεξάγοντας πολλά και επαναλαμβανόμενα πειράματα με κανονικούς ανθρώπους που έπαιρναν αποφάσεις σε εργαστηριακό περιβάλλον, κατάφερε να δείξει πώς οι ευρετικές και οι προκαταλήψεις αποκαλύπτουν θεμελιώδεις αδυναμίες της ορθολογικής θεωρίας και εξηγούν το πώς οι άνθρωποι παίρνουν αποφάσεις. Έτσι, κατόρθωσε – εξού και το Νόμπελ – να θέσει τα θεμέλια ενός νέου ερευνητικού πεδίου.
Ο Κάνεμαν μπορεί λοιπόν να θεωρηθεί ως ο πατέρας των συμπεριφορικών οικονομικών, που αποτελούν πλέον ένα αυτόνομο πεδίο.
Ο Κάνεμαν λειτουργεί σαν γέφυρα ανάμεσα στις πρώτες ιδέες που διατύπωσε εδώ και διακόσια πενήντα χρόνια ο Άνταμ Σμιθ και στο σήμερα. Ενώ ο Σμιθ είναι περισσότερο γνωστός για το δόγμα της πεφωτισμένης ιδιοτέλειας, ξεχνάμε ότι στα πρώτα γραπτά του αναγνώρισε τη “συμπάθεια” που τρέφουν οι άνθρωποι ο ένας για τον άλλον και την επιθυμία τους να “αποδίδουν την ευτυχία τους” ο ένας στον άλλον. Ο Κάνεμαν μαζί με τον Τβέρσκυ, τον Θέιλερ και άλλους πρόσθεσε πολλά επίπεδα κατανόησης του τι κάνουν πραγματικά οι άνθρωποι και οι επιχειρήσεις όταν νομίζουν ότι παίρνουν ορθολογικές αποφάσεις.
Αλλά η πρόκληση για τους μαθητές και τους διαδόχους του είναι να δείξουν ότι τα συμπεριφορικά οικονομικά μπορούν να προσφέρουν μια περιεκτική θεωρία για το πως να διευθύνουμε μια οικονομία και όχι μόνο να δείχνουν που υστερεί η θεωρία των ορθολογικών προσδοκιών και της ορθολογικής συμπεριφοράς.
Μέρος Α’: http://www.lecturesbureau.gr/1/from-psychology-to-economics-part-a-1208/
ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ
ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΙ
PHIL THORNTON
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ