fbpx

Όταν επέστρεψε ο Οδυσσέας … (JEAN-PIERRE VERNANT) | Μέρος Α’

Όταν επέστρεψε ο Οδυσσέας … (JEAN-PIERRE VERNANT) | Μέρος Α’

O ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ την ταυτότητά του σε κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους γιατί χρειάζεται τη βοήθειά τους. Πρώτα πρώτα στον Τηλέμαχο, ο οποίος έχει γυρίσει από το ταξίδι που έκανε προσπαθώντας να μάθει νέα για τον πατέρα του. Επιστρέφοντας, γλίτωσε από την ενέδρα που του είχαν στήσει οι μνηστήρες, οι οποίοι είχαν πληροφορηθεί την αναχώρησή του. Θέλησαν λοιπόν να επωφεληθούν και να τον σκοτώσουν, ώστε να παντρευτούν την Πηνελόπη χωρίς κανένα εμπόδιο. Όποιος παντρευόταν την Πηνελόπη, θα πλάγιαζε στο κρεβάτι του Οδυσσέα, στη βασιλική κλίνη, και θα γινόταν συνεπώς ο κύριος της Ιθάκης. Ειδοποιημένος από την Αθηνά, ο Τηλέμαχος ξέφυγε από την παγίδα, αποβιβάστηκε σε άλλο σημείο από εκεί όπου τον περίμεναν και πήγε κατευθείαν στον Εύμαιο.

Πρώτη συνάντηση μεταξύ Τηλέμαχου και Οδυσσέα. Ο Εύμαιος φεύγει για να ειδοποιήσει την Πηνελόπη ότι ο γιος της είναι ζωντανός. Ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος είναι μόνοι τους στην καλυβίτσα του χοιροβοσκού, εμφανίζεται η Αθηνά. Ο Οδυσσέας τη βλέπει, τα σκυλιά επίσης οσφραίνονται την παρουσία της, τρομοκρατούνται. το τρίχωμά τους ορθώνεται, βάζουν την ουρά στα σκέλια, κρύβονται κάτω από το τραπέζι. Ο Τηλέμαχος, από την άλλη, δε βλέπει τίποτα. Η θεά καλεί τον Οδυσσέα να την ακολουθήσει έξω. Τον αγγίζει με το μαγικό της ραβδί και ο Οδυσσέας παίρνει την αλλοτινή του μορφή. Δε σιχαίνεσαι πια να τον βλέπεις, μοιάζει με τους θεούς που κατοικούν στον απέραντο ουρανό. Ο Τηλέμαχος τον βλέπει να μπαίνει μέσα στην καλύβα και δεν πιστεύει στα μάτια του: πώς ο γερο-ζητιάνος έγινε θεός; Ο Οδυσσέας τού δίνει γνωριμιά, αλλά ο Τηλέμαχος δεν τον πιστεύει αν δε δει κάποια απόδειξη. Ο Οδυσσέας αρνείται να του δώσει απόδειξη και τον μαλώνει, όπως πατέρας το γιο: «Θα σταματήσεις αυτό το βιολί; Βλέπεις μπροστά σου τον πατέρα σου και δεν τον αναγνωρίζεις;». Ο Τηλέμαχος δεν μπορεί βεβαίως να τον αναγνωρίσει, αφού δεν τον έχει δει ποτέ στη ζωή του, «Σου λέω ότι είμαι ο Οδυσσέας». Ο Οδυσσέας με αυτό τον τρόπο επιβάλλεται και παίρνει απέναντι στον Τηλέμαχο τη θέση του πατέρα. Ο Τηλέμαχος, ως τώρα. δεν έχει καμία θέση, διότι δεν είναι ακόμα άντρας, αλλά δεν είναι και παιδί πια, διότι εξαρτάται από τη μητέρα του, αλλά θέλει την ίδια στιγμή να είναι ελεύθερος:  η θέση του είναι διφορούμενη, το γεγονός όμως ότι ο πατέρας του βρίσκεται μπροστά του, αυτός ο πατέρας για τον οποίο καν δεν ήξερε αν είναι ζωντανός και που ίσως να μην ήταν καν πατέρας του, παρ’ όλα όσα του είχαν πει – όταν βλέπει λοιπόν τον πατέρα του να στέκει εμπρός του, με σάρκα και οστά, να του μιλάει όπως πατέρας σε γιο, τότε η ταυτότητα του Οδυσσέα ως πατέρα ενισχύεται, αλλά εξίσου επιβεβαιώνεται και η ταυτότητα του Τηλέμαχου ως γιου. Γίνονται αμφότεροι οι δύο πόλοι μιας κοινωνικής, ανθρώπινης σχέσης, θεμελιακής για την ταυτότητά τους.

Με τη βοήθεια του Εύμαιου και του Φιλοίτιου, πηγαίνουν στη συνέχεια να οργανώσουν την επιχείρηση της εκδίκησης. Στο μεταξύ, λίγο έλειψε το σχέδιο του Οδυσσέα να τιναχτεί στον αέρα. Η Πηνελόπη ζήτησε να δει το γέρο ζητιάνο, για την παρουσία του οποίου της είχε μιλήσει ο Τηλέμαχος, και στον οποίο, όπως της είπε η βάγια της η Ευρύκλεια, είχαν φερθεί αισχρά οι μνηστήρες. Τον δέχεται και του κάνει ερωτήσεις, όπως κάνει σε όλους τους περαστικούς ταξιδιώτες, για να μάθει μην τυχόν και είδαν τον Οδυσσέα. Της διηγείται, φυσικά, μια ψεύτικη ιστορία, όπως το συνηθίζει. «Τον είδα και όχι μόνο, πάει καιρός τώρα, πριν από είκοσι χρόνια, όταν έφευγε για την Τροία και πέρασε από το σπίτι μας- ο αδελφός μου ο Ιδομενέας έφυγε να πολεμήσει μαζί του. Εγώ ήμουν πολύ μικρός. Του έκανα πολλά δώρα». Η βασίλισσα ακούει την ιστορία και αναρωτιέται αν είναι αληθινή ή όχι. «Δώσε μου μια απόδειξη για τους ισχυρισμούς σου. Μπορείς να μου περιγράψεις το χιτώνα που φορούσε;» Εννοείται ότι ο Οδυσσέας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το υπέροχο ύφασμα, και ιδιαιτέρως ένα πολύτιμο κόσμημα που του είχε δώσει η Πηνελόπη, ένα κόσμημα σκαλιστό που παρίστανε ένα παγόνι να τρέχει… Τότε η Πηνελόπη σκέφτεται: «Όπως τα λέει είναι, αλήθεια λέει» και νιώθει, όπως είναι φυσικό, ένα αίσθημα συμπάθειας για το γέρο απόκληρο, και μάλιστα καθώς σκέφτεται ότι έχει δει τον Οδυσσέα, ότι τον βοήθησε. Ζητάει από τη βάγια της την Ευρύκλεια να τον φροντίσει, να τον λούσει, να του πλύνει τα πόδια. Τότε η βάγια ανακοινώνει στην Πηνελόπη ότι μοιάζει του Οδυσσέα, όσο και αν απορούμε πώς γίνεται αυτό, από τη στιγμή που η Αθηνά τού έχει αλλάξει εντελώς όψη. «Έχει τα ίδια χέρια και τα ίδια πόδια». Η Πηνελόπη απαντά.: «’Όχι, δεν είναι ακριβώς ίδια: έχει τα χέρια και τα πόδια που θα είχε ο Οδυσσέας σήμερα, είκοσι χρόνια μεγαλύτερος και μετά από όλες τις συμφορές που τον έχουν βρει, αν είναι ακόμα στη ζωή».

Η ταυτότητα του Οδυσσέα θέτει πολλαπλά προβλήματα. Δεν είναι απλώς μεταμορφωμένος σε ζητιάνο, αλλά, αφού ήταν είκοσι πέντε χρονών όταν έφυγε, σήμερα είναι σαράντα. πέντε. Ακόμα και αν τα χέρια του δεν έχουν αλλάξει, δεν μπορεί να είναι ίδια και απαράλλαχτα. Είναι συγχρόνως ο ίδιος και εντελώς διαφορετικός. Η βάγια υποστηρίζει πάντως ότι του μοιάζει και λέει στον Οδυσσέα: «Από όλους όσους έχουν έρθει εδώ πέρα, ταξιδιώτες, ζητιάνους, στους οποίους προσφέραμε φιλοξενία, εσύ μου θυμίζεις από όλους πιο πολύ τον Οδυσσέα. Μάλιστα., έχετε δίκιο, λέει ο Οδυσσέας, μου το έχουν ξαναπεί αυτό». Σκέφτεται τότε ότι αν η Ευρύκλεια του πλύνει τα πόδια, θα δει μια χαρακτηριστική ουλή που έχει, με κίνδυνο, αν η ταυτότητά του αποκαλυφθεί πριν από την ώρα της, να βρεθεί σε δύσκολη Θέση και να πάει όλο το σχέδιο στράφι.

Γιατί ο Οδυσσέας, όταν ήταν μικρός, δεκαπέντε, δεκάξι χρονών, είχε πάει στον παππού του, τον πατέρα της μητέρας του, για να μυηθεί στη ζωή του κούρου, από παιδί να γίνει άντρας- το αγόρι, οπλισμένο με ένα δόρυ, έπρεπε να αντιμετωπίσει, ολομόναχο και υπό την επιτήρηση των εξαδέλφων του, και να νικήσει ένα τεράστιο αγριογούρουνο και το νίκησε, αλλά  το αγριογούρουνο όρμησε πάνω του και του έσχισε το πόδι στο γόνατο. Γύρισε λοιπόν πέσω περιχαρής   αλλά με την ουλή, την οποία έδειξε σε όλον τον κόσμο, και διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε, πώς τον περιποιήθηκαν, πώς τον γέμισαν δώρα. Πρώτη πρώτη στο ακροατήριο ήταν φυσικά η βάγια η Ευρύκλεια: όταν ο παππούς του, ο Αυτόλυκος, είχε έρθει παλιά στη γέννηση του παιδιού, εκείνη κρατούσε το μωρό στα γόνατα- παρακάλεσε τον Αυτόλυκο να διαλέξει ένα όνομα για τον εγγονό του. Έτσι πήρε ο Οδυσσέας το όνομά του. Επειδή ένα από τα καθήκοντα της Ευρύκλειας ήταν να πλένει τα πόδια των φιλοξενούμενων, θα πρέπει να είχε γίνει ειδική σ’ ό,τι αφορά τα πόδια. Ο Οδυσσέας σκέφτεται: «Αν δει την ουλή. Θα καταλάβει. Θα είναι ένα σήμα γι’ αυτήν, το σημάδι ότι είμαι ο Οδυσσέας, η υπογραφή μου».

Κάθεται λοιπόν σε μια σκοτεινή γωνιά, όπου δε φαίνεται τίποτα. Η βάγια πάει να γεμίσει τη λεκάνη χλιαρό νερό, παίρνει μες στο σκοτάδι το πόδι του Οδυσσέα, το χέρι της γλιστράει στο γόνατο, πιάνει το εξόγκωμα, κοιτάζει, αφήνει τη λεκάνη να πέσει κάτω, χύνεται το νερό. Βγάζει μια φωνή. Ο Οδυσσέας τής κλείνει το στόμα: καταλαβαίνει. Ρίχνει μια ματιά στην Πηνελόπη, για να της ανακοινώσει με το βλέμμα το νέο ότι ο άντρας αυτός είναι ο Οδυσσέας. Η Αθηνά εμποδίζει την Πηνελόπη να δει το βλέμμα της, για να μη μάθει τίποτα. «Μικρέ μου Οδυσσέα, μουρμουρίζει η Ευρύκλεια, πώς μπόρεσα να μη σε αναγνωρίσω αμέσως;» Ο Οδυσσέας τής λέει να σωπάσει. Τον αναγνώρισε, η Πηνελόπη όμως δεν πρέπει να μάθει τίποτα. Ο Οδυσσέας θα δείξει επίσης την ουλή στο χοιροβοσκό και στο γελαδάρη, για να αποδείξει την ταυτότητά του.

Τεντώνοντας το βασιλικό τόξο

Η Πηνελόπη, με την παρακίνηση της Αθηνάς, αποφασίζει ότι αρκετά κράτησε το διαγούμισμα του σπιτιού της. Θα προκηρύξει λοιπόν αγώνα με έπαθλο το χέρι της. Κατεβαίνει από την κάμαρή της – η Αθηνά την έχει κάνει ακόμα πιο όμορφη και αναγγέλλει στον Οδυσσέα και στους μνηστήρες, που έχουν μείνει άφωνοι από θαυμασμό, ότι η διαρκής απομόνωσή της έλαβε πλέον τέλος. «Όποιος από σας καταφέρει να τεντώσει το τόξο του άντρα μου και να πετύχει τους στόχους που θα στήσουμε στη σειρά στη μεγάλη αίθουσα, θα γίνει σύζυγός μου και η ιστορία θα λήξει- έτσι, μπορούμε να αρχίσουμε κιόλας τις ετοιμασίες του γάμου, μπορούμε δηλαδή να στολίσουμε το σπίτι και να ετοιμάσουμε το γλέντι ». Οι μνηστήρες πετούν από τη χαρά τους: ο καθένας τους είναι σίγουρος ότι αυτός θα καταφέρει να τεντώσει το τόξο. Η Πηνελόπη παίρνει το τόξο και τη γεμάτη βέλη φαρέτρα από εκεί όπου τα είχε κρυμμένα και τα παραδίδει στον Εύμαιο. Στη συνέχεια, αποσύρεται, επιστρέφει στα διαμερίσματά της. Ξαπλώνει στην κλίνη της, και η Αθηνά τής χαρίζει την ηρεμία και το γλυκό ύπνο που ποθεί. Ο Οδυσσέας φροντίζει να σφαλιστούν οι πόρτες της μεγάλης αίθουσας, ώστε να μην μπορεί κανείς να φύγει και οι μνηστήρες να μην έχουν πρόσβαση στα όπλα του.

 

 

 

 

Ακολουθεί β’ μέρος

 

 

 

ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ , ΟΙ ΘΕΟΙ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ

JEAN-PIERRE VERNANT

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ

 

Εικόνα Α: https://gr.pinterest.com/pin/782289397759410852/?nic_v1=1a5hoGu%2Bi4ml5JsJpltfDYdbgVr%2BKid4IQChsO3GJf8CCHsdyEQzuylmPm6CK%2FzTc9

Εικόνα Β: https://gr.pinterest.com/pin/41658365278284702/?nic_v1=1acxFA2bHbVV%2FmaXcKoCLxfcdrW2EdMdLcHPSKXaZ7jBRK%2BJwkpe%2B6wnm9oDnI7sJk

Εικόνα Γ: https://gr.pinterest.com/pin/572097958900508914/?nic_v1=1aw1dA5Dz%2F0JCqIrN4R8Z95ankzipoeOkQKHy1alHYcj5Uw4MS5Thpnbl9YoiMRpNG

 



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram