
13 Μαρ Όταν επέστρεψε ο Οδυσσέας … (JEAN-PIERRE VERNANT) | Μέρος Β’
Εκείνη τη στιγμή αρχίζει το επίσημο τελετουργικό του τόξου. Όλοι προσπαθούν να το τεντώσουν, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Ούτε και ο Αντίνοος, ο πιο σίγουρος από όλους για την επιτυχία του, τα καταφέρνει. Τότε ο Τηλέμαχος δηλώνει ότι θα δοκιμάσει και αυτός τις δυνάμεις του, πράγμα που σημαίνει ότι, επειδή ταυτίζεται ως ένα σημείο με τον Οδυσσέα, η μητέρα του θα μείνει μαζί του, στην εξουσία του, και δε θα ξαναπαντρευτεί. Δοκιμάζει, σχεδόν κατορθώνει να το τεντώσει, τελικά όμως αποτυγχάνει. Ο Οδυσσέας τού παίρνει το τόξο από τα χέρια και, ως φτωχός ζητιάνος πάντα, λέει: «Θα δοκιμάσω κι εγώ». Φυσικά, οι μνηστήρες τον βρίζουν: «Τρελάθηκες, έχασες τα μυαλά σου, φαντάζεσαι δηλαδή ότι μπορεί να παντρευτείς τη βασίλισσα;». Η Πηνελόπη αποκρίνεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα γάμου, θα κριθεί απλώς η δεξιότητά του στην τοξοβολία. Ο Οδυσσέας δηλώνει ότι προφανώς δε θέλει να την παντρευτεί, αλλά ότι παλιά ήταν καλός στο τόξο και θέλει να δει αν κρατάνε ακόμα τα κότσια του. «Μας κοροϊδεύεις» διαμαρτύρονται οι μνηστήρες, η Πηνελόπη όμως επιμένει: «’Όχι, αφήστε τον να δοκιμάσει, αν ο άντρας αυτός που κάποτε συνάντησε το σύζυγό μου τα καταφέρει, θα του προσφέρω πολλά δώρα, θα του προσφέρω στέγη, θα του δώσω τα μέσα να πάει αλλού, θα τον γλιτώσω από τη φτώχεια και τη μιζέρια του ζητιάνου, θα τον κάνω άνθρωπο». Ούτε στιγμή δεν της πέρασε από το νου ότι θα μπορούσε να τον πάρει άντρα της. Και αμέσως γυρίζει στο γυναικωνίτη.
Ο Οδυσσέας παίρνει το τόξο, το τεντώνει χωρίς μεγάλη προσπάθεια, ρίχνει ένα βέλος και σκοτώνει ένα μνηστήρα, τον Αντίνοο, αφήνοντας κατάπληκτους τους υπόλοιπους: βάζουν τις φωνές, γίνονται έξαλλοι με την αδεξιότητα αυτού του μανιακού. που είναι δημόσιος κίνδυνος, που δεν ξέρει να ρίχνει με το τόξο. Αντί να βρει το στόχο, έριξε και σκότωσε έναν παριστάμενο. Ο Οδυσσέας όμως, με τη βοήθεια του Τηλέμαχου. του γελαδάρη και του χοιροβοσκού, τους σκοτώνει όλους. Οι μνηστήρες προσπαθούν να ξεφύγουν, αλλά πέφτουν και οι εκατό νεκροί. Η αίθουσα έχει πλημμυρίσει αίματα.
Η Πηνελόπη έχει ανέβει στα διαμερίσματά της και δε βλέπει τίποτα, δεν ακούει τίποτα, διότι και πάλι την έχει αποκοιμίσει η Αθηνά. Μαζεύουν τα πτώματα των μνηστήρων, πλένουν και καθαρίζουν την αίθουσα, τακτοποιούν τα πάντα. 0 Οδυσσέας ρωτάει ποιες από τις δούλες πλάγιαζαν με τους μνηστήρες και διατάσσει να τιμωρηθούν. Τις δένουν όλες μαζί και τις κρεμάνε, σαν τις πέρδικες, γύρω γύρω από το ταβάνι. Σκοτεινιάζει. Την επομένη, κάνουν ότι ετοιμάζουν τα του γάμου, ώστε οι γονείς των μνηστήρων να μην υποψιαστούν τίποτα για τη δολοφονία των παιδιών τους. Το σπίτι παραμένει κλειστό, τάχα για το γάμο. Ακούγεται μουσική, όλο το σπίτι αντηχεί από τη βουή της γιορτής. Η Ευρύκλεια ανεβαίνει τα σκαλιά τέσσερα τέσσερα για να ξυπνήσει την Πηνελόπη: «Κατέβα, οι μνηστήρες είναι νεκροί, είναι κάτω ο Οδυσσέας». Η Πηνελόπη δεν μπορεί να το πιστέψει: «Αν μου έλεγε κάποιος άλλος τέτοιες σαχλαμάρες. Θα τον πέταγα έξω. Μην παίζεις με τον πόνο και τις ελπίδες μου» . Η βάγια επιμένει: «Είδα την ουλή του, τον αναγνώρισα, και ο Τηλέμαχος το ίδια. Σκότωσε όλους τους μνηστήρες, δεν ξέρω πώς, δεν ήμουν μπροστά, δεν είδα τίποτα, μόνο άκουγα».
Η Πηνελόπη κατεβαίνει κάτω με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια μεριά, ελπίζει να είναι πραγματικά ο Οδυσσέας και, από την άλλη δεν μπορεί να πιστέψει πώς τα κατάφερε, μόνος του μαζί με τον Τηλέμαχο, να σκοτώσει τους εκατό περίπου νεαρούς πολεμιστές που βρίσκονταν εκεί. Αυτός ο άντρας, που είναι, υποτίθεται, ο Οδυσσέας, της έλεγε ψέματα, λοιπόν, όταν ισχυριζόταν ότι είχε συναντήσει τον άντρα της πριν από είκοσι χρόνια. Της διηγήθηκε «ψέματα που μοιάζουν με την αλήθεια», ποιος της λέει λοιπόν ότι δε λέει και πάλι ψέματα; Φτάνει στη μεγάλη αίθουσα, αναρωτιέται τι να κάνει, να τρέξει άραγε προς το μέρος του, αλλά στέκει ακίνητη. Ο Οδυσσέας, με την όψη του γερο-ζητιάνου, στέκεται απέναντί της με τα μάτια κατεβασμένα και δε λέει κουβέντα. Η Πηνελόπη δεν μπορεί να μιλήσει, σκέφτεται ότι ο γέρος δε μοιάζει καθόλου με τον Οδυσσέα της. Η θέση της είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των υπολοίπων. Οι οποίοι με την επιστροφή του Οδυσσέα αποκτούν μια ορισμένη κοινωνική Θέση. Ο Τηλέμαχος είχε ανάγκη από έναν πατέρα και, όταν εμφανίζεται ο Οδυσσέας, ξαναγίνεται ο γιος του. Ο πατέρας του Οδυσσέα θα ξαναβρεί το γιο του. Το ίδιο και οι δούλοι, ξαναβρίσκουν τον αφέντη που έχασαν, όλοι αυτοί είχαν ανάγκη, για να είναι αυτοί που είναι, να αποκαταστήσουν την κοινωνική σχέση η οποία αποτελεί το έρεισμα της θέσης τούς. Η Πηνελόπη, όμως, δεν έχει ανάγκη από σύζυγο, δεν ψάχνει για σύζυγο, καμιά εκατοστή άντρες έτρεχαν πέσω από τα φουστάνια της εδώ και χρόνια πολιορκώντας τη θέση του συζύγου και της έσπαζαν τα νεύρα. Δε θέλει σύζυγο, θέλει τον Οδυσσέα. Αυτόν τον άντρα θέλει. Για την ακρίβεια. θέλει «τον Οδυσσέα της νιότης της». Κανένα από τα εμφανή σημάδια που έπεισαν τους υπόλοιπους, τα σημάδια όπως η ουλή, το γεγονός ότι τέντωσε το τόξο, δεν αποτελούν γι’ αυτήν απόδειξη ότι έχει μπροστά της τον Οδυσσέα της. Και αλλού άντρες θα μπορούσαν να έχουν τα ίδια σημάδια. Θέλει τον Οδυσσέα ένα συγκεκριμένο δηλαδή πρόσωπο, που υπήρξε σύζυγός της στο παρελθόν και έχει εξαφανιστεί εδώ και είκοσι χρόνια– αυτό το χάσμα των είκοσι ετών πρέπει να καλυφθεί θέλει λοιπόν ένα σημάδι μυστικό που μόνο αυτή κι αυτός να το γνωρίζουν και αυτό το σημάδι υπάρχει. Η Πηνελόπη πρέπει να φανεί πιο πονηρή από τον Οδυσσέα. Ξέρει ότι είναι πολύ καλός στα ψέματα, γι’ αυτό το λόγο θα του στήσει παγίδα.
Το κοινό τους μυστικό
ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΑ, η Αθηνά μεταμόρφωσε τον Οδυσσέα και του ξαναέδωσε την πραγματική του μορφή: τη μορφή ενός Οδυσσέα είκοσι χρόνια μεγαλύτερου. Εμφανίζεται λοιπόν ξανά μπροστά στην Πηνελόπη, ωραίος σαν ήρωας, και πάλι όμως αυτή δε λέει να τον αναγνωρίσει. Ο Τηλέμαχος είναι έξαλλος μαζί της. Το ίδιο και η Ευρύκλεια. Την κατηγορούν ότι έχει καρδιά από πέτρα. Χάρη σ’ αυτή την ατσάλινη καρδιά όμως κατάφερε να αντέξει όλα όσα υπέφερε από τους μνηστήρες. «Αν όντως ο άντρας αυτός είναι ο ένας και μοναδικός Οδυσσέας. Θα σμίξουμε και πάλι, διότι έχουμε σημάδι μυστικό και σίγουρο εμείς οι δυο, σημάδι αδιάψευστο που αυτός κι εγώ γνωρίζουμε μονάχα». Ο Οδυσσέας χαμογελάει, νομίζει ότι όλα βαίνουν κατ’ ευχήν. Πονηρή όμως αυτή, την ώρα που βραδιάζει ζητάει από τις δούλες να βγάλουν έξω από την κάμαρή της το κρεβάτι για τον Οδυσσέα, διότι δε θα κοιμηθούν μαζί. Δεν προλαβαίνει να δώσει τες διαταγές αυτές και ο Οδυσσέας γίνεται θηρίο, τον πιάνει λύσσα: «Τι έκανε λέει; Να ‘φέρουν εδώ πέρα το κρεβάτι; Αλλά το κρεβάτι αυτό δεν μπορεί να μετακινηθεί! – Γιατί, παρακαλώ; – Γιατί; ωρύεται ο Οδυσσέας, αυτό το κρεβάτι εγώ το έχω φτιαγμένο– δεν το έστησα εγώ να πατάει σε τέσσερα πόδια και να μετακινείται, το ένα πόδι του είναι μια ελιά, ριζωμένη στο χώμα, πάνω στην ελιά αυτή, που τη σκάλισα και την κλάδεψα, με βάση την ελιά αυτή, που παρέμεινε ανέπαφη στο χώμα, κατασκεύασα την κλίνη μου. Δεν μπορεί να κουνηθεί». Στα λόγια αυτά, η Πηνελόπη πέφτει στην αγκαλιά του: «Είσαι ο Οδυσσέας».
Μέρος Α’ : https://www.lecturesbureau.gr/1/2100a/
ΤΟ ΣΥΜΠΑΝ , ΟΙ ΘΕΟΙ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ
JEAN-PIERRE VERNANT
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
Εικόνα Α: https://gr.pinterest.com/pin/782289397759410852/?nic_v1=1a5hoGu%2Bi4ml5JsJpltfDYdbgVr%2BKid4IQChsO3GJf8CCHsdyEQzuylmPm6CK%2FzTc9
Εικόνα Β: https://gr.pinterest.com/pin/41658365278284702/?nic_v1=1acxFA2bHbVV%2FmaXcKoCLxfcdrW2EdMdLcHPSKXaZ7jBRK%2BJwkpe%2B6wnm9oDnI7sJk