
10 Ιαν ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ Ἤ ΤΥΡΑΝΝΟΣ (ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ) | Μέρος Α’
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ
Το Κατάπλους ἢ Τύραννος είναι ένας διάλογος που διαδραματίζεται στον κάτω κόσμο, και ανήκει στα έργα του Λουκιανού που θεωρούνται ιδιαίτερα επηρεασμένα από τη σάτιρα του Μενίππου.
Στην όχθη της Αχερουσίας λίμνης ο Χάροντας και η Κλωθώ περιμένουν τον ψυχοπομπόν Ερμή, που έχει καθυστερήσει να έρθει και να φέρει την αναμενόμενη ομάδα νεκρών.
Όταν τελικά φτάνει ο Ερμής μαζί με τους νεοφερμένους, η Κλωθώ διακρίνει ανάμεσά τους τρία άτομα που ξεχωρίζουν, και που αποτελούν τα νέα πρόσωπα που, μαζί με τον Ερμή, θα προστεθούν στο διάλογο: ο κυνικός φιλόσοφος Κυνίσκος, ο πλούσιος τύραννος Μεγαπένθης και ο φτωχός τσαγκάρης Μίκυλλος.
Ο τύραννος Μεγαπένθης είναι και η αιτία της καθυστέρησης του Ερμή, επειδή στον δρόμο της καθόδου προς τον Άδη προσπαθούσε να δραπετεύσει.
Όταν αρχίζει η επιβίβαση των νεκρών στο πλοιάριο του Χάροντα, ο Μεγαπένθης επιχειρεί επίμονα να πείσει την Κλωθώ, είτε με παρακάλια είτε με δωροδοκίες, να τον αφήσει να επιστρέψει, έστω και για λίγο στον επάνω κόσμο. Ο φιλόσοφος Κυνίσκος, που για πολύ καιρό περίμενε ανυπόμονα τη μέρα του θανάτου του, θέλει πρώτα να βεβαιωθεί για την επιβίβαση του Μεγαπένθη, μια και είχε συμβάλει στη σύλληψή του, όταν εκείνος προσπάθησε να δραπετεύσει. Ο τσαγκάρης Μίκυλλος, παραμελημένος ακόμη και στον κάτω κόσμο, μόλις και μετά βίας γίνεται δεκτός στο υπερπλήρες πλοιάριο, αφού πρώτα κάνει μια αναδρομή στην καλοπέραση του πλούσιου τυράννου και στη δική του φτωχική ζωή.
Το πλοιάριο του Χάροντα διασχίζει την Αχερουσία λίμνη (ενώ οι πλούσιοι θρηνούν γι’ αυτά που άφησαν πίσω τους), και φτάνει στον προορισμό του. Εκεί οι νεκροί αποβιβάζονται και παραδίδονται από τον Ερμή στην Τισιφόνη, για να οδηγηθούν στο δικαστήριο του Ραδαμάνθη,
Γίνεται η δίκη, στην οποία διαπιστώνεται ότι ο Κυνίσκος και ο Μίκυλλος έχουν καθαρές τις ψυχές τους, ενώ ο Μεγαπένθης έχει μαυρίσει τη δική του με τόσα εγκλήματα, ώστε χρειάζεται να επινοηθεί μια καινούργια ποινή για να τιμωρηθεί όπως του αξίζει. Τελικά η τιμωρία του θα είναι να μην πιει στον Άδη το τῆς Λήθης ὕδωρ, με αποτέλεσμα να θυμάται συνεχώς την καλοπέραση και την πολυτέλεια μέσα στην οποία έζησε, και να υποφέρει από τη διαρκή σύγκριση με τη μεταθανάτια κατάστασή του.
ΜΕΡΟΣ Α
ΚΑΤΑΠΛΟΥΣ Ἤ ΤΥΡΑΝΝΟΣ
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Στέκομαι δίπλα σου εδώ και ώρα, αξιότιμη Κλωθώ. Τι κακό έκανα, και με άφησες τόσο πολύ χρόνο στον επάνω κόσμο; Έκλωσες για μένα σχεδόν ολόκληρο το αδράχτι. Παρόλο που προσπάθησα πολλές φορές να κόψω το νήμα και να έρθω, ωστόσο, κι εγώ δεν ξέρω πως, δεν μπορούσε να κοπεί.
ΚΛΩΘΩ
Σε άφηνα πάνω, για να είσαι επιτηρητής και γιατρός των ανθρώπινων αμαρτημάτων.
Μπες λοιπόν μέσα, και καλό κατευόδιο.
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Όχι, μα τον Δία, αν δεν επιβιβάσουμε πρωτύτερα αυτόν εδώ τον δεμένο, γιατί φοβάμαι μήπως σε πείσει ξεγελώντας σε με τα παρακάλια του.
ΚΛΩΘΩ
Για να δω ποιος είναι
ΚΥΝΙΣΚΟΣ
Ο Μεγαπένθης, γιος του Λακύδη, τύραννος.
ΚΛΩΘΩ
Ε, εσύ· επιβιβάσου.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Με κανένα τρόπο, αφέντισσα Κλωθώ, αλλά για λίγο μόνο άσε με να ανέβω στη ζωή· έπειτα θα γυρίσω από μόνος μου, χωρίς να με φωνάξει κανείς.
ΚΛΩΘΩ
Και τι είναι αυτό που σε κάνει να θέλεις τόσο πολύ να γυρίσεις επάνω;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Επίτρεψέ μου να τελειώσω πρώτα το σπίτι μου· γιατί μισοφτιαγμένο το άφησα το αρχοντικό μου επάνω.
ΚΛΩΘΩ
Λες ανοησίες. Άντε, μπες μέσα.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Δεν ζητάω πολύ χρόνο, Μοίρα μου· μια μέρα μόνο άσε με, ετούτη την ημέρα, ίσα ίσα για να δώσω οδηγίες στη γυναίκα μου για τα χρήματα, πού έχω θαμμένο τον μεγάλο θησαυρό.
ΚΛΩΘΩ
Τελειώσαμε· δεν θα σου γίνει η χάρη.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Και θα χαθεί λοιπόν τόσο πολύ χρυσάφι;
ΚΛΩΘΩ
Δεν θα χαθεί. Όσο γι’ αυτό μην ανησυχείς· ο Μεγακλής, ο ξάδελφός σου, θα το παραλάβει.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Τι προσβολή! Ο εχθρός μου, που εγώ από αμέλεια δεν πρόλαβα να σκοτώσω;
ΚΛΩΘΩ
Αυτός ακριβώς· και θα ζήσει περισσότερο από σένα σαράντα χρόνια και κάτι παραπάνω, έχοντας παραλάβει τις παλλακίδες και τα ρούχα και όλο το χρυσάφι σου.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Με αδικείς, Κλωθώ, μοιράζοντας τα δικά μου πράγματα στους μεγαλύτερους εχθρούς μου.
ΚΛΩΘΩ
Κι εσύ, παλικάρι μου, δεν τα παρέλαβες αυτά από τον Κυδίμαχο, αφού τον σκότωσες, και έσφαξες επάνω του και τα παιδιά του, ενώ εκείνος ακόμη ανέπνεε;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Ναι, αλλά τώρα ήταν δικά μου.
ΚΛΩΘΩ
Λοιπόν, ο χρόνος της ιδιοκτησίας σου τελείωσε.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Άκουσε, Κλωθώ, αυτά που θέλω να σου πω ιδιαιτέρως, χωρίς να μας ακούει κανείς. Εσείς απομακρυνθείτε για λίγο. Αν με αφήσεις να δραπετεύσω, σου υπόσχομαι να σου δώσω σήμερα χίλια τάλαντα σε χρυσά νομίσματα.
ΚΛΩΘΩ
Ακόμη, γελοίε, θυμάσαι χρυσάφια και τάλαντα;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Αν θέλεις, θα προσθέσω και τους δύο κρατήρες που πήρα σκοτώνοντας τον Κλεόκριτο· καθένας τους ζυγίζει εκατό τάλαντα ατόφιο χρυσάφι.
ΚΛΩΘΩ
Σύρτε τον μέσα· γιατί δεν νομίζω πως θα επιβιβαστεί με τη θέλησή του.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Διαμαρτύρομαι· μένει μισοτελειωμένο το τείχος και ο ναύσταθμος.
Θα τα ολοκλήρωνα, αν ζούσα μόνο πέντε μέρες ακόμη.
ΚΛΩΘΩ
Μην ανησυχείς· άλλος θα χτίσει το τείχος.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Ωστόσο ζητώ τουλάχιστον αυτό, που είναι απολύτως λογικό.
ΚΛΩΘΩ
Ποιο δηλαδή;
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Να ζήσω ακόμη τόσο, ώστε να υποτάξω τους Πισίδες και να επιβάλω φόρους στους Λυδούς και να ανοικοδομήσω ένα τεράστιο μνήμα για τον εαυτό μου, όπου θα γράφω σε επιγραφή όλες τις σημαντικές πράξεις και τις στρατιωτικές επιτυχίες της ζωής μου.
ΚΛΩΘΩ
Εσύ, φίλε μου, δεν μου ζητάς πια μια μέρα, ετούτη τη μέρα, αλλά αναβολή σχεδόν για μια εικοσαετία.
ΜΕΓΑΠΕΝΘΗΣ
Αλλά τουλάχιστον αυτό μη μου το αρνηθείς, Μοίρα μου.
ΚΛΩΘΩ
Ποιο;
Μέρος Β’: http://www.lecturesbureau.gr/1/tyrant-loykianos-part-b-1121/
Μέρος Γ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/tyrant-loykianos-part-c-1122/
Σάτιρα θανάτου και κάτω κόσμου
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
Εκδόσεις ΖΗΤΡΟΣ
Εικόνα: https://scontent-sea1-1.cdninstagram.com/t51.2885-15/s480x480/e35/11821843_490367214462165_1037263493_n.jpg?ig_cache_key=MTA0MTA4MjEwOTcwMDMyMjM0MQ%3D%3D.2