fbpx

Η άλωση της Τροίας (ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, Γενική Εποπτεία: Ι. Θ. ΚΑΚΡΙΔΗΣ) | Μέρος B’

Η άλωση της Τροίας (ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ, Γενική Εποπτεία: Ι. Θ. ΚΑΚΡΙΔΗΣ) | Μέρος B’

ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ

Με τον ερχομό του Φιλοκτήτη και του Νεοπτόλεμου και με το Παλλάδιο στα χέρια τους, οι Αχαιοί είναι πια έτοιμοι για την τελική επιχείρηση. Η ώρα να χρησιμοποιήσουν το Ξύλινο Άλογο έχει φτάσει. Χαράζουν πρώτα πάνω του μια επιγραφή: Έλληνες Αθήνα χαριστήριον. Έπειτα, ξεδιαλεγμένοι ένας ένας από τον Οδυσσέα, που είχε το γενικό πρόσταγμα, ανεβαίνουν και κρύβονται μέσα του οι πιο ψυχωμένοι ήρωες, ανάμεσά τους ο Διομήδης, ο Νεοπτόλεμος, ο Φιλοκτήτης, ο Μενέλαος, ο Ιδομενέας, ο Μηριόνης, ο Σθένελος, ο Τεύκρος, ο Θρασυμήδης, ο Εύμηλος, ο Θόας, ο Ευρύπυλος, ο Λοκρός Αίας. Και ο Επειός, ο κατασκευαστής του Αλόγου, δεν μπορούσε να λείψει, και ας μην ήταν σπουδαίος πολεμιστής, γιατί αυτός ήξερε να ανοιγοκλείνει τις κρυφές πόρτες.

Οι άντρες που είχαν αποφασίσει να πάρουν μέρος στην επιχείρηση, ήξεραν πως η ζωή τους κρεμόταν από μια ψιλή κλωστή γιατί με την παραμικρή υποψία οι Τρώες μπορούσαν να βάλουν φωτιά στο Ξύλινο Άλογο και να τους κάψουν ζωντανούς ως τον τελευταίο, χωρίς καν να τους αφήσουν τη δυνατότητα να υπερασπίσουν τον εαυτό τους.

Να παίρνει κανείς την απόφαση να ριχτεί σ’ έναν τέτοιο κίνδυνο, θα πει πως το λέει η καρδιά του, δεν θα πει όμως και πως δεν φοβάται. Έτσι, οι ψημένοι μέσα στη φωτιά του πολέμου τόσα χρόνια ήρωες, την ώρα που έμπαιναν αμίλητοι στο Άλογο, σκούπιζαν τα δάκρυά τους και ένιωθαν τα γόνατά τους να τρέμουν. Ένας μόνο ούτε έκλαιγε ούτε καν είχε χλωμιάσει, ο Νεοπτόλεμος, αντάξιος γιος του πατέρα του. Όσην ώρα μάλιστα βρισκόταν κλεισμένος μαζί με τους άλλους στο σκοτάδι της προσωρινής φυλακής τους, δεν είχε την υπομονή να περιμένει πότε θα δινόταν το σύνθημα για την έξοδο με το χέρι πότε στο σπαθί και πότε στο κοντάρι, κάθε τόσο παρακαλούσε τον Οδυσσέα να του ανοίξει τις πόρτες για να βγει έξω και να πέσει πάνω στους Τρώες.

Μόλις οι διαλεχτοί Αχαιοί κλείνονται μέσα στο Άλογο, ο υπόλοιπος στρατός βάζει φωτιά στις σκηνές του, ανεβαίνει στα καράβια και ανοίγεται στο πέλαγος, τάχα πως είχε χάσει κάθε ελπίδα πια να πατήσει την Τροία, γι’ αυτό και αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα. Καθώς όμως αρμένιζαν μέσα στη νύχτα, πήγαν και κρύφτηκαν στην Τένεδο, σε μιαν ακρογιαλιά που να μη φαίνεται από την Τροία.

Έναν μόνο Αχαιό είχε αφήσει ο Οδυσσέας πίσω, τον εξάδελφό του τον Σίνωνα, αφού του έδωκε οδηγίες πώς να ξεγελάσει τους Τρώες την άλλη μέρα, όταν θα ανακάλυπταν το Ξύλινο Άλογο.

ΟΙ ΤΡΩΕΣ ΑΝΕΒΑΖΟΥΝ ΤΟΝ ΔΟΥΡΕΙΟ ΙΠΠΟ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΙΛΙΟ

Το άλλο πρωί οι Τρώες βλέπουν ψηλά από τα τείχη τους το στρατόπεδο των Αχαιών έρημο και τις σκηνές τους να καπνίζουν ακόμα, και δεν μπορούν να πιστέψουν στα μάτια τους- στην αρχή με κάποιο δισταγμό, έπειτα όμως όλο και πιο θαρρετά, ανοίγουν τις πύλες και αρχίζουν να κατεβαίνουν, άρχοντες και λαός, και να περιεργάζονται τις πυρπολημένες, έρημες σκηνές των Αχαιών. Μια στιγμή βλέπουν το Άλογο να υψώνεται θεόρατο μπροστά τους και το τριγυρίζουν με απορία.

Τι είναι αυτό πάλι; Μερικοί, μόλις διαβάζουν την επιγραφή πάνω στα πλευρά του Αλόγου, ζητούν να το ανεβάσουν αμέσως στην ακρόπολή τους.

Άλλοι, πιο μυαλωμένοι, υποψιάζονται κάποια καινούρια πονηριά των αντίμαχων και επιμένουν να το γκρεμίσουν από τα βράχια ή να το ανοίξουν για να βεβαιωθούν αν κρύβει τίποτα μέσα του.

Πάνω στην ώρα, κάποιοι ντόπιοι βοσκοί βρίσκουν τον Σίνωνα ανάμεσα σε κάτι βούρλα της ακρογιαλιάς. Καταλαβαίνοντας πως είχαν να κάμουνε Αχαιό, τον πιάνουν, τον δένουν και τον οδηγούν με σπρωξιές μπροστά στον Πρίαμο, που είχε και αυτός κατέβει να δει το στρατόπεδο των Αχαιών.

Η ανάκριση αρχίζει αμέσως: Ποιος είσαι συ; Και γιατί έφυγαν οι Έλληνες; Και τι θέλει αυτό το άλογο; – Καλά δασκαλεμένος από τον Οδυσσέα ο αιχμάλωτος αρχίζει μέσα σε άφθονα ψεύτικα δάκρυα να ιστορεί τα πάθη του, που δεν τα είχε βέβαια πάθει. Θα τους μολογήσει, λέει, όλη την αλήθεια, γιατί, ύστερα από όσα είχε τραβήξει από τους συμπατριώτες του, ήταν ελεύθερος να αποκαλύψει τα σχέδιά τους.

Ο ίδιος δεν ήταν λέει παρά ένας φτωχός συγγενής του Παλαμήδη, που τον είχε ακολουθήσει στον πόλεμο. Στα πρώτα χρόνια, όσο ο Παλαμήδης ζούσε τιμημένος από τους Αχαιούς, μπορούσε και αυτός, κάτω από τη σκιά του προστάτη του, να ζει με κάποια υπόληψη μέσα στους άλλους συντρόφους του πολέμου. Όταν όμως εκείνος, με τις δολοπλοκίες του Οδυσσέα, έχασε τη ζωή του , του Σίνωνα δεν του απόμεινε άλλο από το να αποτραβηχτεί και να παραδοθεί στη θλίψη του. Μόνη του παρηγοριά ήταν η σκέψη, αν καμιά φορά γύριζαν στην πατρίδα, να πάρει εκδίκηση για τον άδικο χαμό του Παλαμήδη.

Όταν οι απειλές αυτές έφτασαν κάποτε στα αυτιά των βασιλιάδων, η ζωή του Σίνωνα έγινε πολύ δύσκολη. Ο Οδυσσέας άρχισε να τον κυνηγάει με απειλές και συκοφαντίες. Και δεν άργησε να βρει την ευκαιρία να τον εξοντώσει.

Από την ώρα, συνέχισε ο Σίνωνας, που ο Διομήδης και ο Οδυσσέας σκότωσαν τους φύλακες του ναού της Αθηνάς στο Ίλιο και με χέρια αιματοστάλαχτα άρπαξαν το Παλλάδιο μολύνοντάς το, η Αθηνά θύμωσε και σήκωσε την προστασία της από τους Αχαιούς. Και δεν ήταν λίγα λέει τα σημάδια που έδειχναν το θυμό της: Το ξόανο, μόλις το έστησαν στο αχαϊκό στρατόπεδο, πήδησε τρεις φορές ψηλά σείωντας ασπίδα και κοντάρι, περιλούστηκε στον ιδρώτα και έβγαλε φωτιές από τα μάτια του.

Μπροστά στις κακοσημαδιές αυτές ο Κάλχας ο μάντης βγάζει παρευθύς κρίση: Η Τροία δεν γίνεται να πατηθεί τώρα αμέσως- έπρεπε πρώτα να μεταφέρουν το Παλλάδιο στην Ελλάδα, εκεί να το εξαγνίσουν, και έπειτα να γυρίσουν με καινούριες δυνάμεις, σε μια στιγμή που οι Τρώες δεν θα τους περίμεναν πια.

Στο μεταξύ, με τη συμβουλή του Κάλχα πάλι, οι Αχαιοί έφτιαξαν το Άλογο και το αφιέρωσαν στην Αθηνά για να μαλακώσουν το θυμό της. Και το έφτιαξαν επίτηδες πελώριο, για να μην μπορούν οι Τρώες να το περάσουν από τα τείχη τους- γιατί, από τη στιγμή που θα βρισκόταν μέσα στο κάστρο, θα έπαιρνε τη θέση του κλεμμένου Παλλαδίου και θα προστάτευε την πόλη. Αν πάλι οι Τρώες αποφάσιζαν να το καταστρέψουν, όλος ο θυμός της θεάς θα έπεφτε πάνω τους.

Ύστερα από τα λόγια του Κάλχα οι Αχαιοί ετοιμάστηκαν λέει να φύγουν μια ώρα αρχύτερα, είχαν όμως σηκωθεί ενάντιοι άνεμοι και δεν τους άφηναν να αρμενίσουν. Στην αμηχανία τους έστειλαν τον Ευρύπυλο, το γιο του Ευαίμονα, στους Δελφούς να ζητήσουν τη συμβουλή του μαντείου. Σε λίγες μέρες ο ήρωας τους έφερε την απόκριση του Απόλλωνα: Όπως, όταν φύγατε από την Αυλίδα, εξιλεώσατε τους ανέμους με το αίμα της Ιφιγένειας , το ίδιο και τώρα πρέπει με αίμα ανθρώπου να τους εξιλεώσετε!

Ποιο θα ήταν όμως το εξιλαστήριο θύμα, αυτό δεν το ξεκαθάριζε το μαντείο. Δέκα ολόκληρες μέρες ο Κάλχας σωπαίνει. Στο τέλος, όταν ο Οδυσσέας τον υποχρεώνει να μιλήσει, ύστερα από μυστική μαζί του συμφωνία φαίνεται, ορίζει τον Σίνωνα να οδηγηθεί στο βωμό για τη θυσία. Με τον τρόπο αυτό ο Οδυσσέας όχι μόνο εξαφάνιζε έναν που ήξερε ποιος έφταιγε για την καταδίκη του Παλαμήδη, αλλά και είχε όλους τους Αχαιούς με το μέρος του· γιατί ό,τι φοβόταν τόσες μέρες για τον εαυτό του ο καθένας, έβλεπε τώρα να πέφτει σε άλλου την πλάτη.

Την τελευταία στιγμή το θύμα, δεμένο πια δίπλα στο βωμό, κατορθώνει να λύσει τα δεσμά του και να κρυφτεί μέσα στο σκοτάδι της νύχτας στα βούρλα της ακρογιαλιάς. Εκεί τον είχαν βρει οι βοσκοί, πριν τον φέρουν μπροστά στον Πρίαμο. Δεν είχε καμιά αμφιβολία πως οι Τρώες θα τον σκότωναν για τα όσα είχαν τραβήξει από τους συμπατριώτες του. Και όμως, αν απόμεινε ακόμα στον κόσμο κάποιο σέβας στους θεούς και κάποια εμπιστοσύνη ανάμεσα στους ανθρώπους, άξιζε να τον σπλαχνιστούν ύστερα από τα βάσανα που είχε τραβήξει από τους δικούς του. Η ιστορία του Σίνωνα ήταν απ’ τη μια άκρη ως την άλλη πλαστή, τόσο έξυπνα όμως επινοημένη, ώστε να μη μένει καμιά αμφιβολία στους Τρώες. Οι Αχαιοί είχαν φύγει για την Ελλάδα πίσω. Ποιος ξέρει πόσα χρόνια θα χρειάζονταν πάλι ώσπου να ετοιμαστούν και να ξαναγυρίσουν – αν ξαναγύριζαν! Στο μεταξύ οι Τρώες έπρεπε να βιαστούν να ανεβάσουν το Άλογο στην ακρόπολή τους, για να βρεθούν και πάλι κάτω από τη σκέπη της Αθηνάς. Ο φοβερός πόλεμος, που τους βασάνισε δέκα ολόκληρα χρόνια, είχε τελειώσει και η Τροία δεν είχε πέσει. Πώς να μη χαίρονται;

Το πρώτο που κάνουν είναι να αφήσουν τον Σίνωνα ελεύθερο. Έπειτα, για να μπορέσουν να μετακινήσουν το Άλογο, του βάζουν από κάτω φαλάγγια, το δένουν με σκοινιά από το λαιμό και αρχίζουν να το σέρνουν και να το σπρώχνουν νέοι και γέροι, άντρες και γυναίκες. Μπροστά πήγαινε, ο Πρίαμος, πίσω του ακολουθεί λαός αμέτρητος στεφανωμένος, τραγουδώντας και χορεύοντας. Όταν φτάνουν στις Σκαιές Πύλες και δοκιμάζουν να το περάσουν, βλέποντας πως δεν χωράει, γκρεμίζουν ένα μέρος από το τείχος, ανοίγουν δρόμο και με πολύ κόπο το ανεβάζουν στα Πέργαμα, την ακρόπολή τους, δίπλα στο παλάτι του Πριάμου.

Την ώρα που συζητούν σε ποια ακριβώς θέση να το βάλουν, φτάνει τρέχοντας σαν τρελή η Κασσάνδρα, η μάντισσα κόρη του Πριάμου.

 

 

 

Ακολουθεί γ’ μέρος

 

Μέρος Α’: https://www.lecturesbureau.gr/1/the-fall-of-troy-part-a-1755a/

Μέρος Γ’: https://www.lecturesbureau.gr/1/the-fall-of-troy-part-c-1755c/

Μέρος Δ’: https://www.lecturesbureau.gr/1/the-fall-of-troy-part-d-1755d/

 

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ
ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram