fbpx

“Να θυμάσαι όμως ένα πράγμα: γερνάω. Μην το αναβάλεις λοιπόν για πολύ.” (IRVIN D. YALOM) | Μέρος Α’

“Να θυμάσαι όμως ένα πράγμα: γερνάω. Μην το αναβάλεις λοιπόν για πολύ.” (IRVIN D. YALOM) | Μέρος Α’

Τα ‘χασα. Πενήντα χρόνια σ’ αυτή τη δουλειά νόμιζα πως τα είχα δει όλα, κι όμως δεν μου είχε ξανατύχει καινούργια θεραπευόμενη να μπει πρώτη φορά στο γραφείο μου κρατώντας στο χέρι μία φωτογραφία πού την έδειχνε στο άνθος της νιότης της. Ακόμα πιο πολύ σάστισα όταν η θεραπευόμενη που λεγόταν Νατάσα και ήταν μια παχιά Ρωσίδα εκεί γύρω στα εβδομήντα, κάρφωσε πάνω μου το βλέμμα με την ίδια ένταση με την οποία εγώ κοίταζα τη φωτογραφία της: μια πανέμορφη μπαλαρίνα σε πόζα αραμπέσκ, υψωμένη με βασιλικό αέρα στις μύτες των ποδιών και με τα μπράτσα απλωμένα όλο χάρη. Γύρισα και είδα τη Νατάσα να φτάνει στη θέση της με την ελαφράδα χορεύτριας, παρόλο που δεν ήταν πλέον αδύνατη. Πρέπει να διαισθάνθηκε πως προσπαθούσα να εντοπίσω πάνω της κάτι από τη νεαρή μπαλαρίνα, γιατί ύψωσε το πιγούνι κι έστρεψε ελάχιστα το κεφάλι προσφέροντάς μου ένα καθαρό προφίλ. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της είχαν γίνει πιο αδρά, ίσως από τους πολλούς ρωσικούς χειμώνες και το πολύ αλκοόλ. Είναι όμως ακόμα ελκυστική γυναίκα κι ας μην έχει την παλιά της ομορφιά, σκέφτηκα, καθώς έριχνα άλλη μια ματιά στη νεανική φωτογραφία της, πού εμφάνιζε ένα θαύμα κομψότητας.

« Δεν ήμουν όμορφη;» ρώτησε με συστολή. Όταν απάντησα καταφατικά, συνέχισε: «”Ήμουνα prima ballerina στη Σκάλα του Μιλάνου ».

« Σκέφτεστε πάντα τον εαυτό σας στον παρατατικό;»

H Νατάσα σφίχτηκε. «Τι αγενής ερώτηση, δρ Γιάλομ. Βλέπω πως δεν αμελήσατε να παρακολουθήσετε τα μάθημα κακών τρόπων που είναι απαιτούμενο για τους θεραπευτές. Όμως, έκανε μια παύση για να το σκεφτεί καλύτερα, «ίσως να ‘ναι αλήθεια. Μπορεί να έχετε δίκιο. Ίο παράξενο βέβαια στην περίπτωση της μπαλαρίνας Νατάλια είναι ότι για μένα η χορευτική καριέρα τελείωσε πριν κλείσω τα τριάντα, πάνε σαράντα χρόνια, κι ότι από τη στιγμή που σταμάτησα να χορεύω, άρχισα να νιώθω πιο χαρούμενη, πολύ πιο ευτυχισμένη ».

« Πάψατε να χορεύετε πριν από σαράντα χρόνια κι όμως μπαίνοντας εδώ σήμερα μου δείξατε αυτή τη φωτογραφία από τότε πού ήσαστε νεαρή χορεύτρια. Φαντάζομαι πώς πιστεύετε ότι η Νατάσα του σήμερα δεν θα μου προκαλούσε κανένα ενδιαφέρον;» Ανοιγόκλεισε δύο-τρεις φορές τα βλέφαρα κι έπειτα έριξε μια ματιά τριγύρω, επιθεωρώντας τη διακόσμηση τού γραφείου μου.

«Σας είδα στον ύπνο μου χθες τη νύχτα » είπε. « Άμα κλείσω τα μάτια, το βλέπω ακόμα. Ερχόμουν στο ραντεβού μας και μπήκα σ’ ένα δωμάτιο. Δεν έμοιαζε μ’ αυτό. ‘Ίσως να ήταν το σπίτι σας, κι εκεί ήταν ένα σωρό άνθρωποι, πιθανόν ή γυναίκα σας και η οικογένειά σας, κι εγώ κουβαλούσα μια μεγάλη υφασμάτινη τσάντα γεμάτη τουφέκια και υλικά καθαρισμού για κείνους. Σας έβλεπα σε μια γωνιά περιτριγυρισμένο από κόσμο, και σας αναγνώρισα από τη φωτογραφία στο αυτί τού βιβλίου σας για τον Σοπενάουερ. Δεν κατάφερνα να φτάσω ως εσάς, ούτε καν να προσελκύσω τη ματιά σας. Το όνειρο είχε και συνέχεια, αλλά μόνο αυτό θυμάμαι».

« Μάλιστα. Και βλέπετε κάποια σύνδεση ανάμεσα στο όνειρό σας και στο γεγονός ότι μου φέρατε τη συγκεκριμένη φωτογραφία ;»

« Τουφέκι σημαίνει πέος. Το γνωρίζω από τη μακρόχρονη ψυχανάλυση πού έκανα. Ο αναλυτής μου έλεγε πώς χρησιμοποιούσα το πέος σαν όπλο. Όταν τσακωνόμουν με τον φίλο μου, τον Σεργκέι, που ήταν ο πρώτος χορευτής της ομάδας και αργότερα έγινε σύζυγός μου, έφευγα, μεθούσα, έβρισκα ένα πέος.

οποιοδήποτε πέος -δεν είχε σημασία σε ποιον ανήκε- κι έχανα σεξ για να πληγώσω τον Σεργκέι και να νιώσω καλύτερα. Και πάντα έπιανε. Αλλά για λίγο. Για πολύ λίγο ».

«Και πώς συνδέεται το όνειρο με τη φωτογραφία;»

«Πάλι ή ίδια ερώτηση; Επιμένετε; Μήπως υπονοείτε ότι χρησιμοποιώ αυτή τη φωτογραφία τού νεότερου εαυτού μου για να σάς προκαλέσω σεξουαλικό ενδιαφέρον; Κάτι τέτοιο όχι μόνο με προσβάλλει, αλλά είναι και εντελώς ανόητο».

Η μεγαλειώδης είσοδός της με τη φωτογραφία στο χέρι ήταν φορτωμένη με νοήματα. Γι’ αυτό δεν αμφέβαλλα, προς στιγμήν όμως αποφάσισα να τ’ αφήσω στην άκρη και να δουλέψω με πιο άμεσο τρόπο. « Θα ήθελα να σκεφτούμε λίγο για ποιους λόγους επικοινωνήσατε μαζί μου. Από το μέιλ σας ξέρω ότι θα βρίσκεστε στο Σάν Φρανσίσκο μόνο για λίγες μέρες και ότι ήταν εξαιρετικά επείγον να σας δω σήμερα και αύριο, γιατί νιώθετε ότι έχετε χαθεί έξω απ’ τή ζωή σας και δεν μπορείτε να βρείτε το δρόμο να γυρίσετε. Μιλήστε μου, σας παρακαλώ, γι’ αυτό. Μου γράψατε πως ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου».

« Έτσι ακριβώς το νιώθω. Είναι πολύ δύσκολο να το περιγράψω, αλλά. μου συμβαίνει κάτι σοβαρό. Ήρθα να επισκεφτώ την Καλιφόρνια με τον σύζυγό μου, τον Πάβελ, και κάναμε ακριβώς Ο,τι κάνουμε πάντα σε τέτοιου είδους επισκέψεις. Εκείνος συνάντησε μερικούς σημαντικούς πελάτες- είδαμε τούς Ρώσους φίλους μας, πήγαμε με το αυτοκίνητο στη Νάπα Βάλλεϋ, πήγαμε στην Όπερα τού Σάν Φρανσίσκο και φάγαμε σε πολύ ωραία εστιατόρια. Για κάποιο λόγο όμως αυτή τη φορά δεν είναι το ίδιο. Πώς να το πω; Στα ρωσικά το λέμε ostrannaya. Δεν βρίσκομαι στ’ αλήθεια εδώ. Δεν νιώθω να με αγγίζει τίποτα απ’ όλα αυτά που συμβαίνουν. Σαν να έχω γύρω μου μία μόνωση- αισθάνομαι πως εδώ δεν βρίσκομαι εγώ, πως δεν είμαι εγώ που ζω όλα αυτά. Νιώθω άγχος και μεγάλη διάσπαση. Δεν κοιμάμαι καλά. Μακάρι να ήταν καλύτερα τα αγγλικά μου για να μπορέσω να περιγράψω τι νιώθω. Κάποτε έζησα για τέσσερα χρόνια στις ΗΠA πολλά μαθήματα, ακόμα όμως τα αγγλικά μου είναι αδέξια.»

«Ως τώρα τα αγγλικά σας είναι εξαιρετικά και περιγράφετε πολύ καλά πώς νιώθετε. Πείτε μου, εσείς πώς το εξηγείτε; Τι νομίζετε εσείς πώς σας συμβαίνει;»

« Δεν καταλαβαίνω. Σας ανέφερα πως χρειάστηκα τέσσερα χρόνια ψυχανάλυση πριν από πολύ καιρό, όταν πέρασα μια τρομερή κρίση. Αλλά και τότε ακόμα δεν είχα αυτό το συναίσθημα. Άλλωστε από τότε ή ζωή μου ήταν μια χαρά. Ως τώρα ήμουν εντελώς καλά για πάρα πολλά χρόνια ».

«Ας προσπαθήσουμε να βρούμε από πού ξεκινάει αυτή ή αίσθηση πώς δεν είστε μέσα στη ζωή σας. Πότε πιστεύετε ότι άρχισε; Πριν από πόσες μέρες;»

« Δεν μπορώ να πω. Είναι ένα συναίσθημα τόσο αλλόκοτο και τόσο αόριστο που είναι δύσκολο να το εντοπίσω. Στην Καλιφόρνια πάντως φτάσαμε πριν από τρεις μέρες ».

« Σ’ εμένα όμως γράψατε πριν από μια βδομάδα- πριν έρθετε στην Καλιφόρνια. Πού βρισκόσασταν τότε;»

« Μείναμε μία βδομάδα στη Νέα Υόρκη, έπειτα λίγες μέρες στην Ουώσινγκτον και μετά εδώ ».

« Συνέβη κάτι που σας αναστάτωσε στη Νέα Υόρκη ή στην Ουώσινγκτον;»

«Προσπαθήστε να θυμηθείτε το ταξίδι στην Ούώσινγκτον. Τι κάνατε εκεί;»

«Ό,τι κάνω πάντα. Ακολούθησα το συνηθισμένο μου μοτίβο. Πήγαινα κάθε μέρα στα μουσεία τού Σμιθσόνιαν: στο Μουσείο Αεροναυπηγικής και Διαστήματος, στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, στο Μουσείο Αμερικανικής Ιστορίας και, α ναι, ναι! Συνέβη κάτι πολύ έντονο όταν επισκέφτηκα την Εθνική Πινακοθήκη».

« Τ συνέβη; Μπορείτε να το περιγράφετε;»

«Ένιωσα μεγάλο ενθουσιασμό, γιατί είδα απ’ έξω μια τεράστια αφίσα που ανήγγελλε μια έκθεση για την ιστορία τού μπαλέτου ».

« Και τι κάνατε;»

«Μόλις είδα την αφίσα, έτρεξα να μπω στην Πινακοθήκη, ήμουνα τόσο ενθουσιασμένη που έσπρωξα τον κόσμο κι έφτασα στο μπροστινό μέρος της ουράς. Έψαχνα κάτι. Νομίζω πώς έψαχνα τον Σεργκέι».

« Τον Σεργκέι; Εννοείτε τον πρώτο σύζυγό σας;»

« Ναι, τον πρώτο μου άντρα. Για να το καταλάβετε, πρέπει να σας πω μερικά πράγματα για τη ζωή μου. Μπορώ να σάς αφηγηθώ τα σημαντικότερα γεγονότα; Μέρες τώρα προβάρω αυτή την εξιστόρηση ».

Ανήσυχος μήπως ετοιμαζόταν να δώσει παράσταση και να φάει όλη μας την ώρα απάντησα: « Ναι, μια σύντομη περίληψη θα βοηθούσε ».

« Αρχικά, πρέπει να σάς πω ότι δεν έχω βιώσει μητρική φροντίδα και η ψυχανάλυσή μου επικεντρώθηκε κυρίως σ’ αυτό το αίσθημα που είχα σε όλη μου τη ζωή, ότι δεν γνώρισα τη φροντίδα της μητέρας μου. Γεννήθηκα στην ’Οδησσό, και οι γονείς μου χώρισαν πριν γεννηθώ. Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα, « μητέρα μου δεν μιλούσε ποτέ για κείνον. Δεν μιλούσε σχεδόν ποτέ για τίποτα. Η καημένη ήταν συνέχεια άρρωστη και πέθανε από καρκίνο λίγο πριν κλείσω τα δέκα. Θυμάμαι στα γενέθλιά μου τότε.

Αφού πέθανε ή μητέρα μου με πήρε και με μεγάλωσε ή θεία Όλγα, ή δίδυμη αδελφή της, στην Αγία Πετρούπολη. Η θεία Όλγα ήταν καλός άνθρωπος και μαζί μου ήταν πάντα πολύ στοργική, αλλά ήταν υποχρεωμένη να κερδίζει μόνη τα προς το ζην -ήταν ανύπαντρη- οπότε δούλευε σκληρά και της έμενε πολύ λίγος χρόνος για μένα. Ήταν πολύ καλή βιολίστρια και τον περισσότερο καιρό ταξίδευε σε περιοδείες με τη συμφωνική ορχήστρα. ‘Ήξερε ότι χόρευα πολύ ωραία, γι’ αυτό έναν χρόνο μετά τον ερχομό μου κανόνισε να περάσω μερικές ακροάσεις, οπού τα πήγα πολύ καλά κι έτσι με παρέδωσε στην Ακαδημία Μπαλέτου Βαγκάνοβα, οπού έζησα τα επόμενα οκτώ χρόνια. “Έγινα τόσο καλή χορεύτρια ώστε σε ηλικία δεκαοκτώ ετών τα Μπαλέτα Κίροφ μού πρόσφεραν μια θέση και όντως για μερικά χρόνια χόρευα εκεί. Εκεί γνώρισα τον Σεργκέι, έναν από τους μεγαλύτερους χορευτές, εγωιστές και γυναικάδες τού καιρού μας που είναι και ο έρωτας της ζωής μου ».

«Στον ενεστώτα; Εξακολουθεί να είναι ο μεγάλος σας έρωτας ;»
Εκνευρισμένη λίγο από τη διακοπή μου, απάντησε κοφτά: «Αφήστε με σάς παρακαλώ να τελειώσω. Μου ζητήσατε να βιαστώ και κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ. Άλλα θέλω να τ’ αφηγηθώ με τον δικό μου τρόπο. Παντρεύτηκα τον Σεργκέι και, όταν εκείνος δέχτηκε μία θέση στη Σκάλα του Μιλάνου, καταφέραμε κι οι δύο, σχεδόν από θαύμα, να περάσουμε στη Δύση. Άλλωστε ποιος μπορούσε να ζήσει στη Ρωσία εκείνα τα χρόνια; Τώρα –ρέπει να πω για τον Σεργκέι – έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη ζωή μου. Λιγότερο από έναν χρόνο μετά το γάμο μας, άρχισα να νιώθω τρομερούς πόνους στα πόδια, και ο γιατρός μου είπε πώς είχα ουρική αρθρίτιδα. IIείτε μου, μπορείτε να φανταστείτε πιο καταστροφική αρρώστια για μία μπαλαρίνα; Όχι, δεν υπάρχει χειρότερη! Η ουρική αρθρίτιδα έβαλε τέρμα στην καριέρα μου πριν κλείσω τα τριάντα. Και τι έκανε τότε ο Σεργκέι, ο έρωτας της ζωής μου; Με παράτησε αμέσως για μία άλλη χορεύτρια. Όσο για μένα, πήγα να τρελαθώ και κόντεψα v’ αυτοκτονήσω με αλκοόλ, παραλίγο μάλιστα να τον σκοτώσω κι εκείνον μ’ ένα σπασμένο μπουκάλι, με το όποιο τού χάραξα μερικές ουλές στο πρόσωπο για να με θυμάται. Η θεία μου η Όλγα είχε έρθει να με πάρει από το ψυχιατρικό νοσοκομείο του Μιλάνου για να με φέρει στη Ρωσία και τότε ήταν που ξεκίνησα την ψυχανάλυση που μου έσωσε τη ζωή. Η θεία μου ανακάλυψε έναν από τούς ελάχιστους ψυχαναλυτές πού υπήρχαν σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ένωση, που κι αυτός βέβαια ασκούσε το επάγγελμά του παράνομα. Στην ανάλυσή μου ασχοληθήκαμε κυρίως με τον Σεργκέι και με το πώς ξεπερνούσα τον πόνο που μου προκάλεσε, επίσης με το πώς θα εγκατέλειπα για πάντα το ποτό και θα έβαζα τέλος στην παρέλαση των εφήμερων σχέσεων. Αλλά ίσως και με το πώς θα μάθαινα ν’ αγαπώ – τον εαυτό μου και τους άλλους.

Όταν ένιωσα καλύτερα γράφτηκα στο Πανεπιστήμιο, στο Μουσικό Τμήμα, και προς μεγάλη μου έκπληξη, σύντομα ανακάλυψα ότι είχα ταλέντο στο βιολοντσέλο, όχι αρκετό για να γίνω σολίστ άλλα αρκετό για να διδάξω. Κι από τότε έγινα καθηγήτρια βιολοντσέλου. Ο Πάβελ, ο σύζυγός μου, ήταν ένας από τούς τους μαθητές μου. Είναι βέβαια ο χειρότερος τσελίστας που είδα ποτέ μου, άλλα είναι θαυμάσιος άνθρωπος και τελικά αποδείχτηκε πολύ έξυπνος και επιτυχημένος επιχειρηματίας. Ερωτευτήκαμε, χώρισε τη γυναίκα του για χάρη μου, παντρευτήκαμε και ζήσαμε μαζί πολύ ωραία ζωή ».

« Πολύ καίρια αφήγηση και εξαιρετικά σαφής, Νατάσα. Σ’ ευχαριστώ ».

«Όπως είπα, την πρόβαρα αρκετές φορές στο μυαλό μου. Βλέπετε γιατί δεν ήθελα να με διακόπτετε;»

« Ναι, καταλαβαίνω. Ας γυρίσουμε τώρα σ’ εκείνο το μουσείο στην Ούώσινγκτον.

«Ναι , τώρα είμαι σχεδόν βέβαιη πώς αυτόν είχα κατά νου, κάπου βαθιά μέσα μου, όταν μπήκα στην έκθεση. Εννοώ πως δεν το ομολογούσα ούτε στον ίδιο μου τον εαυτό. Κι όταν λέω έρωτας τής ζωής μου, δεν εννοώ οπωσδήποτε της συνειδητής ζωής μου. Εσείς, ένας διάσημος ψυχίατρος, θα έπρεπε να το καταλαβαίνετε ».

« Mea culpa ». Τα ήπια καρφιά της μου φαίνονταν μάλλον γοητευτικά και ζωήρευαν τη συζήτηση.

« Σας συγχωρώ – μόνο αυτή τη φορά. Λοιπόν, η επίσκεψή μου στήνω έκθεση. Υπήρχαν πολλές παλιές ρωσικές αφίσες από τα Μπολσόι και τα Κίροφ και μια απ’ αυτές πού ήταν κρεμασμένη κοντά στην είσοδο ήταν μια συγκλονιστική φωτογραφία του Σεργκέι να πετάει σαν άγγελος στον αέρα στη Λίμνη των κύκνων. Δεν ήταν πάρα πολύ ευκρινής αλλά είμαι σίγουρη ότι ήταν ο Σεργκέι, παρόλο που δεν έγραφε το όνομα του χορευτή. Έψαξα ώρες σε ολόκληρη την έκθεση αλλά το όνομά του δεν αναφερόταν πουθενά, ούτε μία φορά. Το πιστεύετε; Ο Σεργκέι ήταν σχεδόν θεός, κι όμως το όνομά του δεν υπάρχει πια. Τώρα θυμάμαι…»

« Τι πράγμα; Τι θυμάσαι;»

« Με ρωτήσατε πότε άρχισα να νιώθω πως χάνω τον εαυτό μου. Τότε συνέβη. Θυμάμαι πώς βγήκα από την έκθεση σαν μέσα σε όνειρο κι από τότε δεν νιώθω να είμαι ο εαυτός μου».

« Θυμάσαι αν έψαξες και για σένα στο μουσείο; Φωτογραφίες ή αναφορές στο όνομά σου;»

«Δεν τη θυμάμαι πολύ καλά εκείνη τη μέρα. Γι’αυτό πρέπει να την ανοικοδομήσω. Αυτή είναι ή σωστή λέξη;»

« Καταλαβαίνω. Πρέπει να την ανακατασκευάσεις ».

« Ναι, πρέπει να ανακατασκευάσω την επίσκεψή μου. Νομίζω πως με σόκαρε τόσο πολύ το γεγονός ότι δεν είχαν συμπεριλάβει τον Σεργκέι ώστε είπα στον εαυτό μου: ” Αφού εκείνος δεν υπάρχει εκεί, τότε πώς θα μπορούσαν να έχουν συμπεριλάβει εμένα; ν “Ίσως όμως να έψαχνα κάπως άτολμα να δω τον εαυτό μου. Υπήρχαν μερικές αχρονολόγητες φωτογραφίες από μία παραγωγή της Ζιζελ στη Σκάλα -για δύο σαιζόν έπαιζα τη Μύρτα-και θυμάμαι ότι πήγα τόσο κοντά σε μία απ’τις φωτογραφίες που η μύτη μου ακούμπησε στο τζάμι και ο φύλακας έτρεξε αμέσως, μου έβαλε τις φωνές, μου έδειξε μια νοητή γραμμή στο πάτωμα και μου είπε να μην την ξεπεράσω ».

«Ακούγεται πολύ ανθρώπινο, ν’ αναζητάς τον εαυτό σου σ’ αυτές τις ιστορικές φωτογραφίες».

«Τι δικαίωμα είχα όμως ν’ αναζητώ τον εαυτό μου; Επαναλαμβάνω – νομίζω πώς ακόμα δεν το έχετε καταγράψει. Δεν με παρακολουθείτε. Δεν έχετε καταλάβει πώς ο Σεργκέι ήταν θεός-πως αιωρούνταν πάνω από μας στα σύννεφα, κι όλοι εμείς, όλοι οι άλλοι χορευτές τον κοιτούσαμε από χαμηλά, όπως κοιτάζουν τα παιδιά ένα μεγαλειώδες αερόστατο ».

«Έχω μπερδευτεί. “Ας συνοψίσω τι ξέρω ως τώρα για τον Σεργκέι. Ήταν σπουδαίος χορευτής, χορεύατε μαζί στη Ρωσία, έπειτα, όταν εκείνος αυτομόλησε για να χορέψει στην Ιταλία, επέλεξες να τον ακολουθήσεις και τον παντρεύτηκες. Και αργότερα, όταν εσύ έπαθες ουρική αρθρίτιδα, εκείνος σ’ εγκατέλειψε με συνοπτικές διαδικασίες για μια άλλη γυναίκα, οπότε εσύ ταράχτηκες τρομερά και τον χαράκωσες μ’ ένα σπασμένο μπουκάλι. Ως εδώ σωστά;»

Η Νατάσα συγκατένευσε: « Σωστά ».

« Κι από τότε πού έφυγες από την ’Ιταλία με τη θεία σου τι επαφή είχες με τον Σεργκέι;»

« Καμία. Τίποτα. Δεν τον ξαναείδα ποτέ. Δεν είχα κανένα νέο του. Ούτε λέξη ».

« Εσύ όμως συνέχισες να τον σκέφτεσαι;»

« Ναι, στην αρχή, όποτε άκουγα ν’ αναφέρουν το όνομά του μ’ έπιανε εμμονή, και για να τον βγάλω απ’ το μυαλό μου έπρεπε να χτυπάω το κεφάλι μου. Τελικά κατάφερα να τον σβήσω απ’ τη μνήμη μου. Τον απέκλεισα ».

« Σου έκανε μεγάλο κακό, τον απέκλεισες απ’ τη μνήμη σου κι όμως την περασμένη εβδομάδα μπήκες σ’ εκείνη την έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη θεωρώντας τον Σεργκέι “τον έρωτα της ζωής σου και αναζητώντας τον. Και αγανάκτησες που τον είχαν παραβλέψει και τον είχαν ξεχάσει. Καταλαβαίνεις γιατί μπερδεύομαι».

« Ναι, ναι, σας καταλαβαίνω. Είναι μεγάλη αντίφαση, συμφωνώ. Όταν πήγα στην έκθεση ήταν σαν να έκανα ανασκαφή στο μυαλό μου. Σαν να έπεσα στα τυφλά πάνω σε μια τεράστια φλέβα ενέργειας πού αμέσως εκτοξεύτηκε στην επιφάνεια. Δεν μιλάω πολύ καλά. Καταλαβαίνετε;»

Συγκατένευσα, κι ή Νατάσα συνέχισε: «Ο Σεργκέι ήταν τέσσερα χρόνια μεγαλύτερός μου, τώρα δηλαδή είναι εβδομήντα-τριών. Αν ζει, βέβαια. Κι όμως δεν μπορώ να τον φανταστώ εβδομηντάρη. Πιστέψτε με, αν τον γνωρίζατε θα καταλαβαίνατε. Στη σκέψη μου βλέπω μόνο εκείνον τον πανέμορφο χορευτή της αφίσας να ταξιδεύει αιώνια στον αέρα. Μου έγραψε ποτέ; Όχι, ούτε μία λέξη, από τότε που του χαράκωσα το πρόσωπο, πάνε τόσα χρόνια! Θα μπορούσα να τον ανακαλύψω. Θα μπορούσα πιθανότατα να τον βρω στο Ίντερνετ, ίσως στο Facebook, αλλά φοβάμαι να ψάξω ».

« Τί φοβάστε;»

«Τα πάντα. Ότι δεν ζει πια. Ή ότι θα είναι ακόμα όμορφος και θα με επιθυμεί. Ότι θα ανταλλάξουμε μηνύματα και ο πόνος στο στήθος μου θα είναι αφόρητος κι ότι θα ξαναερωτευτούμε. Ότι θα αφήσω τον Πάβελ και θα πάω να βρω Σεργκέι, οπού κι αν βρίσκεται».

« Μιλάς σαν η ζωή σου με τον Σεργκέι να έχει απλώς παγώσει στο χρόνο, σαν να υπάρχει δηλαδή κάπου και αν την ξαναεπισκεφτείς, όλα θα είναι ακριβώς όπως πριν – ο αμοιβαίος έρωτας, τα καταιγιστικά πάθη, ακόμα και η ομορφιά και τα νιάτα ».

«Έτσι είναι».

«Ενώ η αλήθεια, το ρεαλιστικό σενάριο, είναι ότι ο Σεργκέι ή θα έχει πεθάνει ή θα έχει τη ρυτιδιασμένη όψη ενός εβδομήντα-τριάχρονου, πιθανόν να έχει γκρίζα ή άσπρα μαλλιά, ίσως και φαλάκρα, μπορεί να έχει λίγο καμπουριάσει, ίσως μάλιστα να έχει πολύ διαφορετικά αισθήματα από σένα για τον καιρό που ζούσατε μαζί, ίσως η γνώμη του για σένα να μην είναι και τόσο καλή, κάθε φορά που βλέπει στον καθρέφτη το χαρακωμένο πρόσωπό του ».

« Μιλήστε όσο θέλετε, εγώ πάντως αυτή τη στιγμή δεν ακούω τίποτα απ’ όσα λέτε. Ούτε λέξη».

Ο χρόνος μας είχε τελειώσει και η Νατάσα, προχωρώντας προς την πόρτα, είδε πάνω στο τραπεζάκι τη φωτογραφία της και γύρισε να τη μαζέψει. Της την έδωσα. Την ώρα που την έβαζε στην τσάντα της, είπε: « Θα τα πούμε αύριο, αλλά δεν θα μιλήσουμε άλλο γι’ αυτή τη φωτογραφία. Basta!»

 

 

Ακολουθεί β’ μέρος

 

 

 

ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑΣ
IRVIN D. YALOM
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

 

Εικόνα: https://www.pinterest.es/pin/458170962084189756/



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram