fbpx

“Να θυμάσαι όμως ένα πράγμα: γερνάω. Μην το αναβάλεις λοιπόν για πολύ.” (IRVIN D. YALOM) | Μέρος Β’

“Να θυμάσαι όμως ένα πράγμα: γερνάω. Μην το αναβάλεις λοιπόν για πολύ.” (IRVIN D. YALOM) | Μέρος Β’

« Πετάω απόψε για την Οδησσό », είπε την άλλη μέρα, καθώς ξεκινούσαμε τη συνεδρία μας,«αλλά κοιμήθηκα τόσο άσχημα εξαιτίας σας, γι’ αυτό δεν στενοχωριέμαι και πολύ που είναι η τελευταία μας συνάντηση. Τα λόγια σας για τον Σεργκέι ήταν σκληρά, να το ξέρετε. Πολύ σκληρά. Απαντήστε μου, σας παρακαλώ: Έτσι μιλάτε σε όλους τους ασθενείς σας;»

«Θα ήθελα να θεωρήσετε τον τρόπο πού μίλησα φιλοφρόνηση για τη δύναμη που βλέπω μέσα σας».

Σούφρωσε τα χείλη σε μια κάπως απορημένη έκφραση, πήγε να πει κάτι, αντί γι’ αυτό όμως μαζεύτηκε και με κοίταξε για αρκετή ώρα. Έπειτα ξεφύσηξε κι ακούμπησε στη ράχη της πολυθρόνας της. Στο τέλος είπε:« Εντάξει, σας ακούω. Είμαι έτοιμη. Ακούω. Περιμένω».

«Πες μου πρώτα, σε παρακαλώ, ποιες σκέψεις σε κράτησαν ξύπνια χθες τη νύχτα ».

« Κοιμόμουν λίγο και ξυπνούσα γιατί το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας με στοίχειωνε ένα όνειρο πού συνεχιζόταν σε διάφορες παραλλαγές, κάθε φορά πού μ’ έπαιρνε ο ύπνος. Βρίσκομαι στο Κονγκό με κάποια αποστολή και ξαφνικά δεν βρίσκω κανέναν από τους υπόλοιπους, έχω μείνει μόνη. Συνειδητοποιώ ότι βρίσκομαι πιθανότατα στο πιο επικίνδυνο μέρος της γης και με πιάνει πανικός. Έπειτα, σε επόμενη εκδοχή, περπατάω σε μια έρημη γειτονιά και χτυπάω τις πόρτες. Τις βρίσκω όλες κλειδαμπαρωμένες και δεν υπάρχει ψυχή πουθενά. Σε μια τρίτη εκδοχή μπαίνω σ’ ένα έρημο σπίτι και κρύβομαι σε μια ντουλάπα γιατί ακούω να πλησιάζουν απ’ έξω βαριά βήματα. Και μετά, σε άλλο κομμάτι, τηλεφωνώ στα μέλη της αποστολής μου με το κινητό μου αλλά δεν ξέρω που βρίσκομαι κι έτσι δεν μπορώ να τούς πω που θα με βρουν. Τους προτείνω να κρατάνε φανάρια και να τα κουνάνε για vα τους δω απ’ το παράθυρο. Τότε όμως συνειδητοποιώ πως βρίσκομαι σε μια τεράστια μεγαλούπολη, κι η ιδέα αυτή είναι εντελώς άστοχη.

»Έτσι πέρασα όλη τη νύχτα, περιμένοντας τρομοκρατημένη τι φρικτό θα μου συμβεί ». Ακούμπησε το χέρι στο στήθος της. «Και τώρα ακόμα με πιάνει ταχυκαρδία και μόνο που σας το αφηγούμαι».

«Ένας εφιάλτης πού συνεχιζόταν όλη νύχτα. Ακούγεται τρομερά δυσάρεστο. Τι υποθέσεις κάνεις για το όνειρο; Σκέψου λίγο και πες μου ό,τι σου έρχεται στο νου ».

«Τις προάλλες διάβασα κάτι στην εφημερίδα για τις ωμότητες που συμβαίνουν στην Αφρική και για τον στρατό των παιδιών που σκοτώνει τα πάντα στο πέρασμά του άλλα μετά δεν ήθελα να διαβάσω παρακάτω. Κάθε φορά πού διαβάζω τέτοια πράγματα κοιμάμαι πολύ άσχημα τη νύχτα. “Αν δω σκοτωμούς στην τηλεόραση, την κλείνω και για τον ίδιο λόγο έχω φύγει στη μέση πολλών ταινιών, ούτε θυμάμαι πόσων ».

«Συνέχισε. Πες μου όλα όσα θυμάσαι απ’ το όνειρο».

«Δεν έχει άλλο. Σε όλες τις εκδοχές βρίσκομαι κάπου όπου ή ζωή μου κινδυνεύει».

« Για σκέψου αυτή τη φράση: “Ή ζωή μου κινδυνεύει ’. Κάνε ελεύθερο συνειρμό σε σχέση μ’ αυτό. Εννοώ, προσπάθησε ν’ αφήσεις τη σκέψη σου να περιπλανηθεί ελεύθερη, παρακολούθησέ τη σαν να βρίσκεσαι σε κάποια απόσταση και πες μου όλες τις σκέψεις που περνάνε σαν να τις έβλεπες σε μια οθόνη ».

Αφού πρώτα ξεφύσηξε για άλλη μία φορά και μου ‘ριξε ένα αγανακτισμένο βλέμμα, η Νατάσα έγειρε το κεφάλι της στην πολυθρόνα και μουρμούρισε: «Η ζωή μου κινδυνεύει, η ζωή μου κινδυνεύει» και μετά βυθίστηκε στη σιωπή.

Έπειτα από ένα-δύο λεπτά την παρακίνησα: «Λίγο πιο δυνατά, σε παρακαλώ ».

« Ξέρω τι θέλετε ν’ ακούσετε ».

« Και δεν θέλεις να μου το πεις ».

Κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

« Προσπάθησε να φανταστείς το εξής » είπα. «Ότι συνεχίζεις να σωπαίνεις εδώ σήμερα ως το τέλος της ώρας μας. Φαντάσου τη στιγμή πού φεύγεις απ’ το γραφείο μου. Εκείνη τη στιγμή πώς θα νιώθεις;»

«Εντάξει! Θα το πω! Και βέβαια ή ζωή μου κινδυνεύει! Είμαι εξηνταεννέα ετών. Πόση ζωή μου μένει; Η ζωή μου βρίσκεται στο παρελθόν μου. Ή πραγματική μου ζωή!»

«Η πραγματική σου ζωή; Εννοείς τη ζωή σου πάνω στη σκηνή όταν χόρευες με τον Σεργκέι;»

«Έχετε χορέψει ποτέ;»

« Μόνο κλακέτες. Κάποτε μπορούσα να μιμηθώ όλα τα βήματα τού Φρέντ Ασταίρ και τα χόρευα όχι μόνο στο σπίτι αλλά κι έξω στο δρόμο ».

Τα μάτια της γούρλωσαν και με κοίταξε έκπληκτη.

«Αστειεύομαι. Είμαι απ’ τους χειρότερους χορευτές που υπάρχουν άλλα δεν χορταίνω να βλέπω χορό και μπορώ να φανταστώ πόση λάμψη θα ένιωθες χορεύοντας μπροστά σ’ εκείνα τα μεγάλα ακροατήρια που σε χειροκροτούσαν ».

« Είστε πολύ παιχνιδιάρης για ψυχίατρος, το ξέρετε; Και λίγο σαγηνευτικός ».

« Και πώς σου φαίνεται αυτό;»

« Ό,τι πρέπει».

« Ωραία. Μάθε μου λοιπόν πως ήταν η πραγματική ζωή τότε».

« Ήταν τρομερά συναρπαστική. Τα πλήθη, οι φωτογράφοι, η θεσπέσια μουσική, τα κοστούμια και ο Σεργκέι – πιστέψτε ήταν ένας απ’ τους ωραιότερους άντρες στον κόσμο – και τα ποτά και η μέθη του χορού και, ναι, και το άγριο σεξ. Ό,τι ακολούθησε ωχριά μπροστά σε όλ’ αυτά ». Και λέγοντας αυτό η Νατάσα, που ως τώρα καθόταν στην άκρη της πολυθρόνας της, χαλάρωσε κι έγειρε πίσω.

« Και τώρα πού τρέχουν οι σκέψεις σου;»

« Είναι κάτι που πρέπει να σας το πω. Τελευταία μου έρχεται συχνά μια περίεργη σκέψη, πως κάθε μέρα που ζω πλέον, ακόμα και μία πολύ ωραία μέρα, είναι συγχρόνως και μέρα θλίψης γιατί με απομακρύνει όλο και περισσότερο απ’ την πραγματική μου ζωή. Δεν είναι αλλόκοτο αυτό;»

«Όπως είπαμε προηγουμένως, μοιάζει σαν αυτό πού όνομά -ζεις πραγματική ζωή να εξακολουθεί να υπάρχει σε κατάσταση νεκροφάνειας. Και σαν να μπορούσαμε να πάμε ως εκεί αν διαθέταμε το κατάλληλο μεταφορικό μέσο και τότε εσύ θα με ξεναγούσες και θα μου έδειχνες όλα τα γνώριμα πράγματα. Καταλαβαίνεις τι εννοώ:»

Αφού συγκατένευσε, συνέχισα: « Με μία έννοια, η ιδέα αυτή είναι το κλειδί για να καταλάβουμε την επίσκεψή σου στο μουσείο. Δεν έψαχνες απλώς τον Σεργκέι- έψαχνες τη χαμένη ζωή σου, παρόλο που το ενήλικο κομμάτι τού μυαλού σου γνωρίζει πως όλα είναι εφήμερα, πως το παρελθόν υπάρχει μόνο στο νου μας και πως ο κόσμος της νεότητάς σου τώρα είναι μόνο μια ανάμνηση, ένα ηλεκτρικό ή χημικό σήμα πού έχει αποθηκευτεί κάπου στον εγκέφαλό σου ».

«Νατάσα», συνέχισα, «καταλαβαίνω σε τι κατάσταση βρίσκεσαι. Είμαι πολύ μεγαλύτερος σου και με απασχολούν τα ίδια ζητήματα. Για μένα ένα από τα πιο σκοτεινά σημεία του θανάτου είναι πως, όταν θα πεθάνω, ολόκληρος ο κόσμος μου -δηλαδή ο κόσμος των αναμνήσεών μου, αυτό το πλούσιο σύμπαν που κατοικείται απ’ όλους τους ανθρώπους που γνώρισα και που τώρα μοιάζει τόσο στέρεο, σαν να είναι από γρανίτη θα εξαφανιστεί μαζί μου. Πάφ! Μέσα σε μία στιγμή. Τις τελευταίες εβδομάδες ξεκαθαρίζω κάτι κουτιά με παλιά χαρτιά και παλιές φωτογραφίες, τα κοιτάζω, κοιτάζω τη φωτογραφία ενός δρόμου στη γειτονιά όπου έζησα τα παιδικά μου χρόνια ή ενός φίλου η κάποιο συγγενή που δεν τον έχει γνωρίσει κανένας απ’ τούς άνθρωπος που βρίσκονται τώρα στη ζωή, και τα πετάω, αλλά κάθε φορά που κάνω κάτι τέτοιο νιώθω ένα ρίγος, γιατί βλέπω τα κομμάτια τού παλιού, πραγματικού κόσμου στον όποιο έζησα να χάνονται».

Η Νατάσα αναστέναξε και με πιο γλυκιά φωνή είπε:« Καταλαβαίνω απόλυτα αυτό που λέτε. Σας ευχαριστώ που μου το είπατε. Με βοηθάει πολύ όταν μιλάτε τόσο προσωπικά. Ξέρω πως αυτό πού λέτε είναι αλήθεια αλλά είναι μια αλήθεια που είναι δύσκολο να τη χωνέψει κανείς. Θα σας πω κάτι. Αυτή τη στιγμή νιώθω τον Σεργκέι να πάλλεται μέσα στο μυαλό μου. Καταλαβαίνω πως παλεύει να κρατηθεί εκεί, να μείνει ζωντανός και να χορεύει αιώνια ».

«Εγώ θα ήθελα να πω κάτι ακόμα για τον Σεργκέι» τής είπα. « Γνωρίζω πολλούς ανθρώπους που βρέθηκαν σε συναντήσεις παλιών συμμαθητών κι αμέσως ερωτεύτηκαν, κάποιοι ένα παλιό τους αγόρι ή κορίτσι, κάποιοι έναν συμμαθητή που δεν τον γνώριζαν καλά. Ορισμένοι απ’ αυτούς παντρεύτηκαν στη μέση ηλικία και μερικών οι γάμοι ήταν ευτυχισμένοι, πολλών όμως ήταν καταστροφικοί. Πιστεύω πως οι περισσότεροι ερωτεύτηκαν με τρόπο συνειρμικό, δηλαδή ερωτεύτηκαν τη νεανική ευφορία τις παλιές καλές μέρες του σχολείου και τις ονειρικές προσδοκίες που είχαν τότε για μια συναρπαστική ζωή που ανοιγόταν μπροστά τους μαγική και απεριόριστη. Δεν ερωτεύτηκαν όμως έναν συγκεκριμένο άνθρωπο. Μετέτρεψαν τον συγκεκριμένο άνθρωπο σε σύμβολο όλης εκείνης της ευφορίας που χαρακτήριζε τη νεότητά τους. Προσπαθώ να πω ότι ο Σεργκέι ήταν κομμάτι εκείνης της μαγικής περιόδου που ήταν η νεανική σου ηλικία κι επειδή βρισκόταν στη ζωή σου εκείνη την περίοδο, τον έχεις επενδύσει σε έρωτα, δηλαδή εσύ τον έχεις ντύσει με έρωτα ».

Η Νατάσα σώπαινε. Έπειτα από μερικά λεπτά ρώτησα:« Τι σκέψεις κάνεις όσο σωπαίνεις;»

« Σκεφτόμουν τον τίτλο του βιβλίου σας, Ο δήμιος του έρωτα».

« Και νιώθεις πώς είμαι ένας δήμιος του έρωτα για σένα;»

« Δεν πιστεύω να το αρνείστε ».

«Εσύ μου είπες όμως πως αργότερα ερωτεύτηκες τον Πάβελ και πώς έχεις ζήσει θαυμάσια ζωή μαζί του. Τη στιγμή που το είπες ένιωσα μεγάλη χαρά για σένα και για κείνον. Δεν είναι ο αληθινός έρωτας λοιπόν αυτό πού πολεμάω. Εγώ τα βάζω με τον έρωτα-παραίσθηση ».

Σιωπή.

« Λίγο πιο δυνατά;»

«Ακούω μέσα μου μια φωνή πολύ σιγανή, σαν ψίθυρο ».

«Τι λέει;»

«Λέει: “ Ε όχι, δεν παραιτούμαι από τον Σεργκέι”».

« Θέλει χρόνο, κι είναι κάτι που θα το κάνεις με τον δικό σου ρυθμό. Θα ήθελα να σου κάνω μια άλλη ερώτηση: ‘Ένιωσες να συμβαίνει κάποια αλλαγή από τότε που ξεκινήσαμε;»

« Αλλαγή; Τι εννοείτε;»

« Χθες μου περιέγραψες ένα φρικτό συναίσθημα πού σού προκαλούσε ίλιγγο, ότι αισθανόσουν σαν να βρίσκεσαι έξω απ’ τη ζωή σου, ότι δεν μπορούσες να νιώσεις τίποτα, ότι δεν ήσουνα παρούσα. Έχει αλλάξει καθόλου αυτό το σύμπτωμα τώρα; Η δική μου εντύπωση είναι πώς στις συνεδρίες μας είσαι πολύ παρούσα ».

« Δεν το αρνούμαι, έχετε δίκιο. Περισσότερο παρούσα απ’ όσο είμαι αυτή τη στιγμή δεν γίνεται. Το να είμαι βουτηγμένη σε καυτό λάδι με βοηθάει τρομερά να συγκεντρώσω το μυαλό μου ».

« Θεωρείς ότι είμαι σκληρός μαζί σου;»

«Σκληρός; Όχι ακριβώς σκληρός. Αλλά ότι είστε δυνατός, πολύ δυνατός ».

Έριξα μία ματιά στο ρολόι. Μας έμεναν μόνο μερικά λεπτά. Ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος να τα αξιοποιήσουμε;

« Αναρωτιέμαι, Νατάσα, μήπως θα ήθελες να μου κάνεις κάποιες ερωτήσεις ».

« Χμμ, ασυνήθιστο αυτό. Ναι, έχω μία ερώτηση. Πώς το κάνετε ; Πώς τα καταφέρνετε να είστε συμφιλιωμένος με το γεγονός ότι είστε ογδόντα χρονών και ότι το τέλος έρχεται όλο και πιο κοντά;»

Όσο σκεφτόμουν την απάντηση που θα τής έδινα, είπε: «Όχι, δεν είμαι εγώ η σκληρή. Συγχωρέστε με, δεν έπρεπε να σας κάνω αυτή την ερώτηση ».

« Δεν έχει τίποτα σκληρό ή ερώτησή σου. Χαίρομαι που μου την έκανες. Προσπαθώ να συγκροτήσω και να διατυπώσω την απάντησή μου με ειλικρίνεια. Υπάρχει ένα ρητό του Σοπενάουερ που συγκρίνει το πάθος τού έρωτα με τον εκτυφλωτικό ήλιο. Όταν στα όψιμα χρόνια χάνεται η λάμψη του, τότε αντιλαμβανόμαστε ξαφνικά τον υπέροχο γεμάτο αστέρια ουρανό που ο ήλιος τον έσβηνε ή τον έκρυβε. Για μένα το σβήσιμο των νεανικών παθών πού μερικές φορές ήταν πολύ τυραννικά με κάνει να εκτιμήσω περισσότερο τη θέα τού έναστρου ουρανού και όλα τα θαύματα πού συνδέονται με τη ζωή μας, θαύματα πού παλιότερα τα παρέβλεπα. Έχω περάσει τα ογδόντα και θα σου πω κάτι απίστευτο. Ποτέ δεν έχω νιώσει καλύτερα και πιο γαλήνια με τον εαυτό μου. Ναι, το ξέρω πως η ύπαρξή μου φτάνει στο τέρμα της, το τέλος όμως ήταν εκεί από την αρχή. Το διαφορετικό είναι ότι τώρα απολαμβάνω τις χαρές που προσφέρει η συνείδηση και μόνο, κι έχω τη μεγάλη τύχη να τις μοιράζομαι με τη γυναίκα μου, που τη γνωρίζω σχεδόν από παιδί».

«Ευχαριστώ. Για άλλη μία φορά θα ξαναπώ πόσο σημαντικό είναι για μένα όταν μου μιλάτε προσωπικά. Είναι παράξενο αλλά, καθώς μιλούσατε, μου ήρθε ξαφνικά στο νου ένα όνειρό πού είδα στις αρχές της εβδομάδας. Το είχα ξεχάσει αλλά τώρα επανήλθε με μεγάλη καθαρότητα. Περπατούσα σ’ έναν έρημο δρόμο και κάπως ήξερα πως ο τελευταίος που είχε περπατήσει σ’ αυτό το δρόμο ήταν ο σκύλος μου, ο Μπαλού. Τότε είδα τον Μπαλού στην άκρη που δρόμου και τον πλησίασα, έσκυψα και τον κοίταξα στα μάτια. Και σκέφτηκα, Εσύ κι εγώ, Μπαλού, είμαστε κι οι δύο ζωντανά πλάσματα και μετά σκέφτηκα, δεν είμαι καλύτερη από κείνον ».

«Τι συναισθήματα συνόδευαν το όνειρο;»

«’Αρχικά χάρηκα πολύ πού ξαναείδα το σκύλο μου. Ο Μπαλού πέθανε τρεις εβδομάδες πριν φύγουμε για να έρθουμε στις ΗΠΑ. Με συντρόφευε δεκάξι χρόνια και δυσκολεύτηκα πολύ να ξεπεράσω τη θλίψη μου. Μάλιστα το ταξίδι στην Αμερική μου φάνηκε πολύ καλή ιδέα, γιατί σκέφτηκα πως μπορεί να με βοηθούσε να ξεπεράσω τον πόνο για το χαμό του. Εσείς έχετε σκύλο; Αν δεν έχετε, δεν μπορείτε να καταλάβετε ».

«Δεν έχω σκύλο, αγαπώ όμως τις γάτες και νομίζω πως μπορώ να νιώσω πόσο βαθύς είναι ο πόνος σου».

Η Νατάσα δίστασε κι έπειτα έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι, σαν να έδειχνε ότι την ικανοποίησε η απάντησή μου. «Πολύ βαθύς. Ο άντρας μου λέει πως παραείναι βαθύς. Πιστεύει ότι ήμουν υπερβολικά δεμένη με τον Μπαλού κι ότι ήταν κάτι σαν υποκατάστατο παιδιού. Δεν σας είπα, νομίζω, πως δεν έχω παιδιά ».

«Στο όνειρο λοιπόν προχωράς στον ίδιο δρόμο που πήρε ο Μπαλού πριν από μερικές εβδομάδες κι έπειτα τον κοιτάζεις στα μάτια και λες: “ Είμαστε κι οι δύο ζωντανά πλάσματα, και εγώ είμαι καλύτερη από σένα. Τι πιστεύεις ότι προσπαθεί να σου μεταδώσει το όνειρο;»

« Ξέρω τι θα σκεφτόσασταν εσείς; ».

«Πες μου ».

«Ότι ξέρω πως βαδίζω στο δρόμο προς το θάνατο όπως ο Μπαλού ».

«Όπως κάθε ζωντανό πλάσμα ».

«Ναι, όπως κάθε ζωντανό πλάσμα ».

« Και τι σκέφτεσαι;»

« Σκέφτομαι πως η συζήτηση χειροτερεύει την κατάστασή μου ».

«Επειδή σε κάνει να νιώθεις πιο δυσάρεστα».

« Μερικές ακόμα τέτοιες θεραπευτικές συνεδρίες και θα με κουβαλάνε στο σπίτι με το φορείο ».

«Όλα τα συμπτώματα που περιέγραψες χθές -ότι νιώθεις μακριά από τη ζωή, σαν απομονωμένη, σαν να μην κατοικείς την ίδια σου τη ζωή-, όλα χρησίμευαν ως αναισθητικά για να διώχνουν τον πόνο πού συνοδεύει το γεγονός ότι είσαι ένα ζωντανό πλάσμα. “Ας δούμε από πού ξεκινήσαμε. Μπήκες στο γραφείο μου κρατώντας τη φωτογραφία σου- »

«”Ωχ όχι, όχι πάλι αυτό!»

« Το ξέρω πως μου έχεις απαγορέψει να το αναφέρω, αλλά θα σε παρακούσω γιατί είναι πάρα πολύ σημαντικό. Άκουσε, σε παρακαλώ, τι θα πω. Το ξέρεις ήδη. Δεν θα πω κάτι που δεν το γνωρίζεις κι εσύ. Απλώς είναι πιο εύκολο να αποκρούσεις κάτι πού σού λέει κάποιος απ’ έξω, παρά κάτι πού αναδύεται από τα βάθη τού είναι σου. Πιστεύω πώς κάποιο κομμάτι σου έχει φτάσει στο ίδιο συμπέρασμα πού σού προτείνω κι εγώ. Το βλέπεις στο όνειρό σου, όπου βαδίζεις στον ίδιο δρόμο με τον Μπαλου. Μου έκανε εντύπωση ότι θυμήθηκες το όνειρό αυτό που δίνει μία λύση στο γρίφο μας, την ώρα που ετοιμαζόμαστε να σταματήσουμε. Και η φωτογραφία που έφερες στην αρχή ήταν ένα στοιχείο για να μου δείξεις ποια κατεύθυνση έπρεπε ν’ ακολουθήσω μαζί σου ».

«Λέτε ότι τα ήξερα ήδη όλ’ αυτά; Με θεωρείτε πολύ πιο σοφή απ ο,τι είμαι».

«Δεν νομίζω. Συμμαχώ απλώς με το κομμάτι σου εκείνο στο οποίο κατοικεί η σοφία ».

Κοιτάξαμε κι οι δύο το ρολόι. Είχαμε ξεπεράσει αρκετά το χρόνο μας. Καθώς σηκωνόταν και μάζευε τα πράγματά της, η Νατάσα είπε: «Μπορώ να επικοινωνήσω μαζί σας με μέιλ ή μέσω Skvpc, αν έχω κι άλλες ερωτήσεις να σας κάνω;»

«Φυσικά. Να θυμάσαι όμως ένα πράγμα: γερνάω. Μην το αναβάλεις λοιπόν για πολύ».

 

 

Μέρος Α’: https://www.lecturesbureau.gr/1/remember-one-thing-i-grow-older-part-a-1829a/

 

ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΜΙΑ ΜΕΡΑΣ
IRVIN D. YALOM
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ

 



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram