25 Οκτ Μαρξ – Ένγκλες (ROBERT L. HEILBRONER) | Μέρος Β’
Από το 1843 ο Μαρξ είχε παντρευτεί την Τζένυ φον Βεστφάλεν, που έμενε στο διπλανό σπίτι όταν ήταν παιδιά. Η Τζένυ ήταν κόρη ενός Πρώσου αριστοκράτη και μέλους τον Ανακτοβουλίου, όμως ο Βαρόνος φον Βεστφάλεν ήταν ανθρωπιστής και φιλελεύθερο πνεύμα. Μιλούσε στον νεαρό Μαρξ για τον Όμηρο και τον Σαίξπηρ και του είχε μάλιστα γνωρίσει τις ιδέες του Σαιν-Σιμόν παρότι ο τοπικός επίσκοπος τις είχε κηρύξει αιρετικές. Όσο για την Τζένυ, ήταν η ωραία της πόλης. Όμορφη και με άπειρους επίδοξους μνηστήρες, θα μπορούσε εύκολα να βρει «καταλληλότερο» γαμπρό από τον μελαχρινό της γείτονα. Αλλά ήταν ερωτευμένη μαζί του και οι οικογένειες τους δεν είχαν καμία απολύτως αντίρρηση. Για την οικογένεια Μαρξ θα ήταν ένας σημαντικός κοινωνικός θρίαμβος, ενώ για τον Βαρόνο ήταν ίσως μια ευτυχής δικαίωση των ανθρωπιστικών του αντιλήψεων. Αναρωτιέται κανείς κατά πόσο θα έδινε ποτέ τη συγκατάθεσή του αν μπορούσε να προβλέψει την τύχη της κόρης του. Η Τζένυ έμελλε να βρεθεί στη φυλακή, όπου θα μοιραζόταν το κρεβάτι της με μια κοινή πόρνη, και θα αναγκαζόταν να ζητιανέψει από έναν γείτονα για να αγοράσει το φέρετρο όπου θα έθαβε ένα από τα παιδιά της. Αντί των ευχάριστων ανέσεων και του κοινωνικού γοήτρου του Τρίερ, θα περνούσε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της σε δύο άθλια δωμάτια μιας φτωχογειτονιάς του Λονδίνου όπου μοιραζόταν με τον άντρα της το διασυρμό ενός εχθρικού κόσμου.
Και όμως ήταν ένας γάμος που διακρινόταν από βαθιά αφοσίωση. Στις συναλλαγές του με τρίτους ο Μαρξ ήταν τραχύς, καχύποπτος και οργίλος· αλλά ήταν ανοιχτόκαρδος πατέρας και στοργικός σύζυγος. Για ένα διάστημα, όταν η γυναίκα του ήταν άρρωστη, ο Μαρξ βρήκε παρηγοριά στη Λένχεν, την υπηρέτρια της οικογένειας φον Βεστφάλεν, που έμενε μαζί τους χωρίς αμοιβή για όλες τους τις μέρες αλλά ούτε αυτή η απιστία του, από την οποία προέκυψε και ένα παιδί που ο Μαρξ δεν αναγνώρισε ποτέ, δεν μπόρεσε να καταστρέψει μια σχέση δυνατού πάθους. Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν η Τζένυ πέθαινε και ο Μαρξ ήταν άρρωστος, η κόρη τους έγινε μάρτυρας της παρακάτω σκηνής:
Η αγαπημένη μας μητέρα ήταν ξαπλωμένη στο μεγάλο μπροστινό δωμάτιο και ο Μαυριτανός ήταν ξαπλωμένος στο μικρό δωμάτιο δίπλα… Ποτέ δεν Θα ξεχάσω το πρωινό που αισθάνθηκε αρκετά δυνατός για να πάει στο δωμάτιο της μητέρας. Όταν βρίσκονταν μαζί, ξανάνιωναν – αυτή γινόταν κοριτσάκι κι αυτός ένας τρυφερός νέος, κι οι δυο τους στο ξεκίνημα της ζωής, όχι ένας άρρωστος γέρος και μια ετοιμοθάνατη γριά που χώριζαν για πάντα.
Η οικογένεια Μαρξ μετακόμισε στο Λονδίνο το 1849. Μετά την απέλασή τους από το Παρίσι τέσσερα χρόνια πριν, κατέληξαν στις Βρυξέλλες, όπου γράφτηκε το Μανιφέστο και όπου έμειναν μέχρι το επαναστατικό ξέσπασμα του 1848. Τότε, μόλις ο βασιλιάς του Βελγίου διασφάλισε τη θέση του στον απειλούμενο θρόνο του, διέταξε να συλληφθούν οι ηγέτες των ριζοσπαστών στην πρωτεύουσά του και ο Μαρξ αναγκάστηκε να διαφύγει για λίγο στη Γερμανία. Η ιστορία επαναλήφθηκε άλλη μια φορά. Ο Μαρξ ανέλαβε την αρχισυνταξία μιας εφημερίδας και δεν πέρασε πολύς καιρός πριν αποφασίσει η κυβέρνηση να την κλείσει. Ο Μαρξ τύπωσε το τελευταίο φύλλο της με κόκκινο χρώμα — και αναζήτησε καταφύγιο στο Λονδίνο. Τα οικονομικά του ήταν πια σε απελπιστική κατάσταση. Ο Ένγκελς βρισκόταν στο Μάντσεστερ, όπου έκανε την περίεργη διπλή ζωή του (ήταν ένα από τα ευυπόληπτα μέλη του Χρηματιστηρίου του Μάντσεστερ), και εξασφάλιζε στους Μαρξ μια αδιάκοπη ροή επιταγών και δανείων. Αν ο Μαρξ είχε μια τάξη στα οικονομικά του, ίσως η οικογένειά του θα μπορούσε να ζήσει με αξιοπρέπεια. Αλλά ο Μαρξ ήταν ανίκανος να ρεγουλάρει τα οικονομικά του. Έτσι τα παιδιά έκαναν μαθήματα μουσικής και στο σπίτι στερούνταν τη θέρμανση. Η ζωή τους ήταν ένας αδιάκοπος αγώνας να αποφύγουν τη χρεοκοπία και τα οικονομικά προβλήματα ήταν πάντα μια ασφυκτική πραγματικότητα.
Ήταν συνολικά πέντε άτομα, μαζί με τη Λένχεν. Ο Μαρξ δεν είχε δουλειά, εκτός από τις καθημερινές επισκέψεις του στο Βρετανικό Μουσείο από τις δέκα το πρωί ως τις εφτά το βράδυ. Προσπάθησε να βγάλει λίγα χρήματα γράφοντας άρθρα για την πολιτική κατάσταση για λογαριασμό της Νew York Tribune, της οποίας ο αρχισυντάκτης, ο Τσαρλς Α. Ντέινα, ήταν οπαδός του Φουριέ και δεν είχε αντίρρηση για μερικές μπηχτές εναντίον της ευρωπαϊκής πολιτικής. Αυτό βοήθησε για λίγο, αν και πάλι ο Ένγκελς ήταν αυτός που έβγαζε το φίδι από την τρύπα γράφοντας ο ίδιος πολλά από τα άρθρα του, ενώ ο Μαρξ του έστελνε γράμματα με συμβουλές του είδους: «Πρέπει τα άρθρα για τον πόλεμο να τα χρωματίζεις λίγο περισσότερο». Όταν έπαψε να αρθρογραφεί προσπάθησε να πιάσει μια θέση γραφείου στους σιδηρόδρομους αλλά τον απέρριψαν λόγω του απαράδεκτού γραφικού χαρακτήρα του. Στη συνέχεια, έβαλε ενέχυρο ό,τι του είχε απομείνει, μιας και τα ασημικά και τα τιμαλφή της οικογένειας τα είχε ξεπουλήσει από καιρό. Υπήρχαν μέρες που η κατάσταση ήταν τόσο απελπιστική που αναγκαζόταν να μένει μέσα στο σπίτι επειδή είχε βάλει ενέχυρο το παλτό του ή ακόμα και τα παπούτσια του· άλλες φορές πάλι δεν του φτάνανε τα λεφτά να αγοράσει γραμματόσημα για να στείλει τα γραφτά του στον εκδότη του. Αυτό που περιέπλεκε τα πράγματα ακόμα περισσότερο ήταν που υπέφερε από πολύ επώδυνους καλόγερους. Ένα βράδυ που γύρισε στο σπίτι του, αφού είχε περάσει ώρες ολόκληρες να γράφει στο Μουσείο και να πονάει, δήλωσε: «Ελπίζω η μπουρζουαζία όσο θα ζει να έχει λόγους να θυμάται τους καλόγερούς μου». Είχε μόλις ολοκληρώσει το φοβερό εκείνο κομμάτι του Κεφαλαίου που περιγράφει την «Εργάσιμη Ημέρα».
Μοναδικό του αποκούμπι ήταν ο Ένγκελς. Ο Μαρξ του έγραφε το ένα γράμμα μετά το άλλο, θίγοντας θέματα οικονομίας, πολιτικής, μαθηματικών, στρατιωτικής τακτικής και κάθε άλλο πιθανό και απίθανο θέμα, αλλά κυρίως την προσωπική του κατάσταση. Ένα αντιπροσωπευτικό απόσπασμα αναφέρει:
Η γυναίκα μου είναι άρρωστη. Η μικρή Τζένυ είναι άρρωστη. Η Λένχεν είχε κάποιο νευρικό πυρετό και δεν μπορώ να φωνάξω γιατρό γιατί δεν έχω χρήματα να τον πληρώσω. Εδώ και οχτώ με δέκα μέρες ζούμε με ψωμί και πατάτες και είναι πια αμφίβολο αν θα μπορούμε να έχουμε έστω κι αυτά… Δεν έχω γράψει τίποτε για τον Ντέινα γιατί δεν είχα ούτε μία πένα να πάω να διαβάσω τις εφημερίδες… Πώς θα μπορέσω να ξεφύγω από αυτό το διαολεμένο αδιέξοδο; Στο τέλος, και αυτό ήταν το πιο απαίσιο αλλά απαραίτητο για να μην τα τινάξουμε όλοι, αναγκάστηκα τις τελευταίες 8-10 μέρες να ζητιανέψω λίγα σελίνια και πένες από κάποιους Γερμανούς…
Μόνο τα τελευταία χρόνια έφτιαξαν κάπως τα πράγματα. Ένας φίλος από τα παλιά άφησε μια μικρή κληρονομιά στον Μαρξ και αυτό του επέτρεψε να ζήσει με κάποια άνεση, ακόμα και να ταξιδέψει λίγο για λόγους υγείας. Αλλά και ο Ένγκλες κληρονόμησε κάποια χρήματα και άφησε τη δουλειά του· το 1869 πήγε στο γραφείο του για τελευταία φορά και μετά διέσχισε τα λιβάδια για να συναντήσει την κόρη του Μαρξ, «στριφογυρίζοντας το μπαστούνι του στον αέρα και τραγουδώντας, με πρόσωπο να αστράφτει από τη χαρά».
Το 1881 πέθανε η Τζένυ- είχε θάψει τα δύο από τα πέντε παιδιά της, και το ένα απ’ αυτά ήταν ο μοναχογιός τους. ‘Ήταν γερασμένη και εξαντλημένη. Ο Μαρξ ήταν τόσο άρρωστος που δεν πήγε στην κηδεία – όταν τον είδε ο Ένγκελς, είπε: «Πέθανε και ο Μαυριτανός». Δεν ήταν έτσι ακριβώς: άντεξε δύο χρόνια ακόμα. Αρνήθηκε να εγκρίνει τους συζύγους που διάλεξαν οι δύο από τις κόρες του· είχε κουραστεί με τον αλληλοσπαραγμό του εργατικού κινήματος και, μια μέρα, έκανε μια δήλωση («Δεν είμαι Μαρξιστής») που από τότε δεν έπαψε να ταλανίζει τους πιστούς οπαδούς του· και τέλος, ένα μαρτιάτικο απόγευμα, εγκατέλειψε ήρεμα τον κόσμο.
Μέρος Α’ : https://www.lecturesbureau.gr/1/marx-engles-part-a-1956a/
ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ROBERT L. HEILBRONER
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ