
17 Μαρ «Μην ανησυχείς γι’ αυτό, τέκνο μου… Θα δώσει ο Θεός.» (JORGE BUCAY)
Από το διάστημα δεν φαίνονται στη Γη τα σύνορα μεταξύ των χωρών. Από μακριά, είμαστε όλοι ένα. Αυτό ίσως εξηγεί και δικαιολογεί το ανανεωμένο ενδιαφέρον της κοινωνίας για την πνευματικότητα. Είναι σαν μια απόπειρα να μη διαχωριστούμε υπερβολικά, να φροντίσουμε την ανθρωπότητα όσο έχουμε ακόμα καιρό.
Στις αρχές της δεκαετίας του ενενήντα εμφανίστηκε ξαφνικά στην Ευρώπη μια μουσική μόδα που έφερε στην επικαιρότητα το γρηγοριανό άσμα. Αυτό το είδος —στα λατινικά και χωρίς συνοδεία μουσικής— πρωτοπαρουσιάστηκε στα μοναστήρια του Μεσαίωνα, και σήμερα διατηρείται χωρίς καμία σχεδόν μετατροπή στις περισσότερες μοναστηριακές κοινότητες. Η ιστορία λέει ότι πρωτοεμφανίστηκε στη Γαλλία την εποχή του πάπα Γρηγορίου του Μεγάλου, απ’ όπου και το όνομα: «Γρηγοριανό». Η παράδοση δέχεται ότι το γαλλικό μοναστήρι του Solesmes αποτελεί το λίκνο του γρηγοριανού τραγουδιού με ό,τι ιερό και όσιο περιβάλλει αυτή τη μουσική. Φυσικά, όταν στη δεκαετία του ενενήντα ξαναήρθε στη μόδα, αυτό δεν συνέβη μέσω κάποιου δίσκου που κυκλοφόρησαν οι γάλλοι μοναχοί, αλλά χάρη σε μια εγγραφή που πραγματοποιήθηκε σ’ ένα μοναστήρι που βρίσκεται στην επαρχία του Μπούργος, στην κεντρική Ισπανία, και φέρει το όνομα Santo Domingo de Silos.
Οι μοναχοί του Santo Domingo, στο Σίλος, είχαν κάνει μια εγγραφή πολύ υποτυπώδη που από το μικρό χωριό βγήκε έξω, στον κόσμο, και κυκλοφόρησε όπως υπολογίζεται σε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα, περνώντας όλα τα σύνορα. Επί μήνες, χιλιάδες άνθρωποι έψαχναν μάταια στα δισκοπωλεία εκείνο το γρηγοριανό άσμα, και η ζήτηση σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έκανε τη μεγαλύτερη δισκογραφική εταιρεία του κόσμου να θέλει ν’ αγοράσει τα δικαιώματα αυτής της «κότας με τα χρυσά αβγά». Την κρίσιμη στιγμή της δημοτικότητας από στόμα σε στόμα και της μεγίστης κυκλοφορίας ερασιτεχνικών αντιγράφων πολύ κακής ποιότητας, οι διευθυντές της μεγαλύτερης εταιρείας δίσκων έστειλαν μια μακροσκελή κολακευτική επιστολή στους μοναχούς του Σίλος προσφέροντάς τους ένα συμβόλαιο εκατομμυρίων για την εγγραφή ενός νέου δίσκου, έχοντας στη διάθεσή τους αυτή τη φορά την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Οι μοναχοί απέρριψαν την πρόταση, παρόλο που η οικονομική προσφορά υπερέβαινε κατά πολύ όλα τα έσοδα που θα μπορούσε να έχει το μοναστήρι από την παραδοσιακή πώληση σπιτικού λικέρ και ζυμαρικών σ’ εκατοντάδες χρόνια.
Οι διευθυντές της δισκογραφικής εταιρείας δεν δέχτηκαν την απόρριψη και θεώρησαν ότι οφειλόταν σε παρεξήγηση: οι μοναχοί δεν θα είχαν καταλάβει καλά την προσφορά τους. Οι υπεύθυνοι παραγωγής αποφάσισαν να ταξιδέψουν από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να συναντήσουν και να μιλήσουν αυτοπροσώπως με τον πατέρα Κλεμέντε, τον ηγούμενο του μοναστηριού. Μόλις έφτασαν στην Ισπανία, καθώς δεν υπήρχε βέβαια αεροδρόμιο στο Σίλος, νοίκιασαν ένα ελικόπτερο για να τους μεταφέρει εκεί. Για να μπορέσουν να προσγειωθούν, χρειάστηκε νωρίτερα να ξοδέψουν ένα σημαντικό ποσό χρημάτων για να φτιάξουν ένα πρόχειρο ελικοδρόμιο σ’ ένα γειτονικό λιβάδι. Η δουλειά που είχαν κατά νου δικαιολογούσε κάθε επένδυση.
Φτάνουν οι Αμερικανοί στο μοναστήρι και ο πατήρ Κλεμέντε τους δέχεται με την ίδια απλότητα που δέχεται και τον πιο ταπεινό επισκέπτη. Οι διευθυντές της δισκογραφικής καταθέτουν τα επιχειρήματά τους στο τραπέζι σε μορφή συμβολαίου. Ο πατήρ Κλεμέντε εκθέτει τα δικά του. Λέει ότι δουλειά των μοναχών είναι η πνευματική ζωή κι όχι η μουσική, κι άλλωστε έχουν ήδη εγγράψει έναν δίσκο και δεν μπορούν να αποσπάσουν την προσοχή τους από τις καθημερινές τους υποχρεώσεις. Τότε ακριβώς παρουσιάζουν οι διευθυντές το οικονομικό τους επιχείρημα: μ’ ένα τέτοιο ποσό χρημάτων, το μοναστήρι θα μπορέσει να ξεκινήσει τις επισκευές που χωρίς αμφιβολία είναι αναγκαίες, και μπορούν μέχρι και να κατασκευάσουν εκείνη τη νέα πτέρυγα που συνεχώς αφήνουν γι’ αργότερα — ένα παλιό σχέδιο του ιδρυτή του τάγματος.
«Μ’ όλο τον σεβασμό, πάτερ» λέει τελικά αυτός που φαίνεται να είναι το σημαντικότερο στέλεχος της αντιπροσωπείας, «αν δεν δέχεστε το συμβόλαιο που σας προτείνουμε και, όπως λέτε, απορρίπτετε επίσης εκείνο των ανταγωνιστών μας, που δεν θ’ αργήσουν να κάνουν την εμφάνισή τους… ποιος θα σας δώσει χρήματα για να πραγματοποιήσετε όλα αυτά τα έργα;»
Το επιχείρημα δεν φάνηκε να είναι και τόσο πειστικό για τον μοναχό, καθώς ο πατήρ Κλεμέντε χαμογέλασε και του απάντησε:
«Μην ανησυχείς γι’ αυτό, τέκνο μου… Θα δώσει ο Θεός.»
Δεν νομίζω πως η απάντηση του πατέρα Κλεμέντε ηρέμησε πραγματικά τα στελέχη της εταιρείας, αφού, όταν συνειδηποίησαν ότι δεν γινόταν τίποτα, έφυγαν οργισμένοι από το μοναστήρι κι επιβιβάστηκαν στο ελικόπτερό τους χωρίς ν’ ανταλλάξουν ούτε λέξη με κανέναν από τους μοναχούς που είχαν συγκεντρωθεί στο προαύλιο της μονής και κουνούσαν τα χέρια τους αποχαιρετώντας καλοσυνάτα τους επισκέπτες.
Ο πατήρ Κλεμέντε έμεινε στο γραφείο του όπου δέχτηκε την επίσκεψη ενός ζευγαριού που είχε ζητήσει την ευλογία του για το παιδί που περίμεναν. Με το αιώνιο χαμόγελο στα χείλη, ο πατήρ Κλεμέντε τους πέρασε στο γραφείο του και συνομίλησε μαζί τους πολλή ώρα πριν τους δώσει την ευλογία του. Μ’ αυτό το ίδιο χαμόγελο είχε απορρίψει μια προσφορά εκατομμυρίων δολαρίων για την εγγραφή ενός δίσκου, και με το ίδιο ακριβώς χαμόγελο δέχτηκε, λίγες μέρες μετά, την πρόταση ενός πολύ μικρού εκδοτικού οίκου να γράψει ένα βιβλίο το οποίο, ασφαλώς, δεν θ’ άφηνε στη μονή άλλα έσοδα εκτός από τα λίγα χρήματα από τα δικαιώματα επί των πιθανών πωλήσεων του βιβλίου.
Μ’ όλη του την αγάπη και σίγουρα χαμογελώντας, ο πατήρ Κλεμέντε ετοίμασε και παρέδωσε το βιβλίο του: μια θαυμάσια σύνοψη εκατό περίπου κειμένων διαφορετικών συγγραφέων όλων των εποχών, οι οποίοι έχουν κάτι κοινό: εξηγούν τον δρόμο που ακολούθησαν για να πλησιάσουν τον Θεό. Φυσικά, ο τίτλος του βιβλίου μπορούσε μόνο να είναι: Για να βρεις τον Θεό.
Μπορεί εσείς, όπως κι εγώ, να σκέφτεστε πως οι μοναχοί θα ‘πρεπε να είχαν δεχτεί την προσφορά. Στο κάτω κάτω, ήταν για να φέρουν την ιερή μουσική σε εκατομμύρια σπίτια. Στο κάτω κάτω, ήταν ένας τρόπος για να πάνε τα λεφτά της δισκογραφικής σε αγαθοεργίες για τους πιστούς. Στο κάτω κάτω, δεν υπάρχει τίποτα κακό ή απαγορευμένο στο να υμνείς τον Θεό. Απεναντίας…
Βέβαια, οι μοναχοί του Σίλος δεν το είδαν έτσι.
Όπως γράφει ο ίδιος ο πατέρας Κλεμέντε, ο πνευματικός δρόμος ούτε ένας είναι ούτε μοναδικός, και συνεπώς είναι αδύνατον να ξέρει κανείς με βεβαιότητα αν αυτή ή εκείνη η επιλογή είναι σωστή ή λάθος. Εγώ μπορεί να τον βαδίσω με τον άλφα τρόπο ενώ εσύ μ’ έναν βήτα, εντελώς διαφορετικό. Άλλος μπορεί να πάει κατά τον βορρά κι άλλος κατά το νότο, εντούτοις, μπορεί να καταλήξουν στο τέλος να κάθονται κι οι δύο στο ίδιο τραπέζι, γιατί η διαδρομή δεν έχει χαραχτεί από πριν και γιατί — όπως τόσο ωραία λέει: «Το μυστικό κρύβεται στο περπάτημα κι όχι στην κατεύθυνση που παίρνεις. Το δίχως άλλο, το ότι κάποιος ψάχνει έναν πνευματικό δρόμο, σημαίνει ότι τον έχει ήδη εντοπίσει».
Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
ΧΟΡΧΕ ΜΠΟΥΚΑΪ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ opera animus
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/743164375986134173/