fbpx

ΔΙΑΖΥΓΙΟ (GUY DE MAUPASSANT) | Μέρος Β’

ΔΙΑΖΥΓΙΟ (GUY DE MAUPASSANT) | Μέρος Β’

Μια κοπέλα, λοιπόν, νόθο τέκνο ενός νεόπλουτου και μιας καμαριέρας, που κληρονόμησε ξαφνικά τον πατέρα της, πληροφορείται ταυτόχρονα το γεγονός που είχε στιγματίσει τη γέννησή της και, για να μην αναγκαστεί να το αποκαλύψει σε κάποιον άντρα που θα την ερωτευόταν, απευθυνόταν σε αγνώστους μέσω ενός πολύ συνηθισμένου τρόπου που κουβαλούσε μέσα του ένα προπατορικό στίγμα.

Η υπόθεσή μου ήταν ανόητη. Παρ’ όλα αυτά, την πίστεψα. Εμείς οι συμβολαιογράφοι δε θα έπρεπε να διαβάζουμε ποτέ μυθιστορήματα· κι εγώ έχω διαβάσει αρκετά, κύριε.

Έγραψα λοιπόν, με την ιδιότητα του συμβολαιογράφου, εκ μέρους ενός πελάτη, και περίμενα.

Μετά από πέντε μέρες, κατά τις τρεις το απόγευμα, εργαζόμουν στο γραφείο μου όταν ο προϊστάμενος του προσωπικού μού ανήγγειλε:

– Η δεσποινίς Σαντφρίζ

– Να περάσει.

Εμφανίστηκε λοιπόν μια γυναίκα γύρω στα τριάντα, αφρατούλα, μελαχρινή, με συνεσταλμένο ύφος.

– Καθίστε, δεσποινίς.

Εκείνη κάθισε και ψιθύρισε:

– Εγώ είμαι, κύριε.

– Μα, δεσποινίς μου, δεν έχω την τιμή να σας γνωρίζω.

– Το πρόσωπο στο οποίο γράψατε. Σχετικά με ένα γάμο;

– Μάλιστα, κύριε.

– A! Λαμπρά!

– Ήρθα η ίδια, γιατί είναι καλύτερο να κάνεις τις δουλειές σου αυτοπροσώπως.

– Είμαι της ίδιας γνώμης, δεσποινίς. Επιθυμείτε, λοιπόν, να παντρευτείτε;

– Μάλιστα, κύριε. Έχετε συγγενείς;

Δίστασε, χαμήλωσε τα μάτια και ψέλλισε:

– Όχι, κύριε… Η μητέρα μου… και ο πατέρας μου… έχουν πεθάνει.

Ανατρίχιασα. Ώστε είχα μαντέψει σωστά· και στην καρδιά μου ξύπνησε ξαφνικά μια δυνατή συμπάθεια γι’ αυτό το δύστυχο πλάσμα. Δεν επέμεινα, για να μην τη φέρω σε δύσκολη θέση, και συνέχισα:

– Το ποσό αυτό είναι η καθαρή περιουσία σας;

Αυτήν τη φορά απάντησε χωρίς δισταγμό:

– Ω, μάλιστα, κύριε.

Την κοιτούσα με μεγάλη προσοχή και, μα την αλήθεια, δεν μου φαινόταν καθόλου δυσάρεστη, αν και μεγαλούτσικη, πιο μεγάλη απ’ όσο νόμιζα, Ήταν ωραία γυναίκα, γεροδεμένη, αυτό που λέμε γυναίκα αφέντρα. Οπότε μου ήρθε η ιδέα να της παίξω λίγο συναισθηματικό θέατρο, να την ερωτευτώ, να παρακάμψω τον φανταστικό μου πελάτη, μόλις θα βεβαιωνόμουν πως η προίκα δεν ήταν απάτη. Της μίλησα γι’ αυτό τον πελάτη, τον οποίο περιέγραψα ως άνθρωπο δυστυχή, πολύ έντιμο αλλά λίγο ασθενικό.

Αντέδρασε ζωηρά:

– Ω, κύριε, εμένα μου αρέσει ο άντρας να έχει καλή υγεία.

– Θα τον δείτε και μόνη σας, δεσποινίς, αλλά όχι πριν περάσουν τρεις τέσσερις μέρες, γιατί έφυγε χτες για την Αγγλία.

– Ω! Τι δυσάρεστο, είπε.

– Μα τον Θεό, και ναι και όχι. Βιάζεστε να επιστρέψετε στο σπίτι σας;

– Καθόλου.

– Μείνετε εδώ, λοιπόν. Θα κάνω ό,τι μπορώ ώστε να περάσει ο χρόνος σας ευχάριστα.

– Είστε πολύ ευγενικός, κύριε.

– Μένετε σε κάποιο ξενοδοχείο;

Μου έδωσε το όνομα του καλύτερου ξενοδοχείου της Ρουέν.

– Λοιπόν, δεσποινίς, θα επιτρέπατε στον μέλλοντα… συμβολαιογράφο σας να σας κάνει το τραπέζι απόψε;

Έδειξε διστακτική, ανήσυχη, αναποφάσιστη τελικά το πήρε απόφαση:

– Μάλιστα, κύριε.

– Θα έρθω να σας πάρω στις επτά.

– Μάλιστα, κύριε.

– Θα τα πούμε λοιπόν το βράδυ, δεσποινίς.

– Μάλιστα, κύριε.

Και τη συνόδευσα ως την πόρτα.

Στις επτά ήμουν στο ξενοδοχείο της. Είχε περιποιηθεί πολύ τον εαυτό της για χάρη μου και με υποδέχτηκε πολύ φιλάρεσκα.
Την πήγα για δείπνο σ’ ένα εστιατόριο όπου με γνώριζαν, και παράγγειλα ένα συναρπαστικό γεύμα.

Μία ώρα αργότερα είχαμε γίνει πολύ καλοί φίλοι, και μου διηγιόταν την ιστορία της. Ήταν κόρη μιας κυρίας από πολύ σημαντική οικογένεια, την οποία είχε αποπλανήσει ένας αριστοκράτης, και την ίδια την είχαν μεγαλώσει κάτι χωρικοί. Τώρα ήταν πλούσια, αφού είχε κληρονομήσει μεγάλα ποσά από τον πατέρα και τη μητέρα της, των οποίων τα ονόματα δεν θα μαρτυρούσε ποτέ μα ποτέ. Θα ήταν ανώφελο να της τα ζητήσω ή να την παρακαλέσω, δεν επρόκειτο να μου τα αποκαλύψει. Καθώς ελάχιστα με ενδιέφερε να τα μάθω, τη ρώτησα για την περιουσία της. Μου μίλησε αμέσως, ως γυναίκα πρακτική, σίγουρη για τον εαυτό της, σίγουρη για τους αριθμούς, τους τίτλους ιδιοκτησίας, τα έσοδα, τους τόκους και τις τοποθετήσεις. Η μεγάλη της γνώση για το αντικείμενο μ’ έκανε αμέσως να την εμπιστευτώ και άρχισα να τη φλερτάρω, αν και επιφυλακτικά· της έδειξα πάντως καθαρά πως μου άρεσε.

Ανταποκρίθηκε στην ερωτική κουβεντούλα, και μάλιστα με χάρη. Της πρόσφερα σαμπάνια και ήπια κι εγώ, με αποτέλεσμα να θολώσει το μυαλό μου. Τότε ένιωσα καθαρά πως θα γινόμουν τολμηρός, και φοβήθηκα, φοβήθηκα τον εαυτό μου, φοβήθηκα για εκείνη, φοβήθηκα μήπως παρασυρθεί κι αυτή και υποκύψει. Για να ηρεμήσω άρχισα να της μιλάω πάλι για την προίκα της, η οποία θα έπρεπε να στοιχειοθετηθεί επακριβώς, καθώς ο πελάτης μου ήταν άνθρωπος της αγοράς,

Μου απάντησε εύθυμα:

– Ω, το γνωρίζω. Έχω φέρει μαζί μου όλες τις αποδείξεις.

– Εδώ, στη Ρουέν;

– Μάλιστα, στη Ρουέν.

– Τις έχετε στο ξενοδοχείο;

– Μα και βέβαια.

– Μπορείτε να μου τις δείξετε;

– Μα και βέβαια.

– Απόψε;

– Μα και βέβαια.

Αυτό με εξασφάλιζε από κάθε άποψη. Πλήρωσα το λογαριασμό και επιστρέψαμε στο ξενοδοχείο της.

Είχε όντως φέρει μαζί της όλους τους τίτλους ιδιοκτησίας της. Δεν μπορούσα να έχω πια καμιά αμφιβολία: τους κρατούσα, τους ψηλαφούσα, τους διάβαζα. Αυτό γέμισε την καρδιά μου με τόση
χαρά, που αμέσως με κατέλαβε μια βίαιη επιθυμία να τη φιλήσω. Εννοώ βέβαια μια επιθυμία αγνή, η επιθυμία ενός χαρούμενου ανθρώπου. Και μα την πίστη μου, τη φίλησα. Μια φορά, δύο φορές, δέκα φορές.. τόσο που….. με τη βοήθεια της σαμπάνιας. υπέκυψα… ή μάλλον όχι… υπέκυψε εκείνη.

Α! Κύριε, μετά απ’ αυτό πήρα μια έκφραση… Εκείνη να δείτε! Έκλαιγε γοερά, ικετεύοντάς με να μην την προδώσω, να μην την εκθέσω. Της υποσχέθηκα ό,τι μου ζήτησε κι έφυγα με φρικτή διάθεση.

Τι να έκανα; Είχα καταχραστεί την εμπιστοσύνη της πελάτισσάς μου. Κι αυτό δε θα ήταν τίποτα αν είχα όντως πελάτη που ενδιαφερόταν γι’ αυτήν, αλλά δεν είχα. Ο πελάτης, ο αφελής πελάτης, ο πελάτης που είχε εξαπατηθεί από τον ίδιο του τον εαυτό ήμουν εγώ. Τι μπλέξιμο! Θα μπορούσα να την εγκαταλείψω, είναι αλήθεια. Την προίκα όμως; Την ωραία, την πλούσια, τη χειροπιαστή και σίγουρη προίκα; Και στο κάτω κάτω, είχα δικαίωμα να την εγκαταλείψω την καημένη, αφού την είχα εκμεταλλευτεί έτσι;

Κι όμως, τι αγωνίες πέρασα αργότερα! Πόση ανασφάλεια ένιωσα με μια γυναίκα που είχε ενδώσει τόσο εύκολα!
Πέρασα μια τρομερή νύχτα αμφιθυμίας, τυραννισμένος από τις τύψεις, με τους φόβους μου να με τρώνε και τους ενδοιασμούς μου να με σφυροκοπούν. Μα το πρωί το μυαλό μου καθάρισε. Ντύθηκα με φροντίδα και παρουσιάστηκα, τη στιγμή που το ρολόι σήμανε έντεκα, στο ξενοδοχείο όπου έμενε.

Όταν με αντίκρισε κοκκίνισε ως τα αυτιά.

Της είπα:

– Δεσποινίς, μόνο ένα πράγμα μπορώ να κάνω για να επανορθώσω το σφάλμα μου. Ζητώ το χέρι σας.

Εκείνη ψέλλισε:

– Είναι δικό σας.

Την παντρεύτηκα.

Για έξι μήνες όλα πήγαιναν καλά.

Είχα αφήσει το γραφείο μου, ζούσα ως εισοδηματίας και, μα την αλήθεια, δεν είχα τίποτα, μα τίποτα να προσάψω στη γυναίκα μου.

Κι όμως, με τον καιρό παρατήρησα πως μερικές φορές έβγαινε κι αργούσε πολύ. Αυτό συνέβαινε μια συγκεκριμένη μέρα, τη μια εβδομάδα την Τρίτη, την άλλη την Παρασκευή. Πίστεψα ότι με απατούσε και την ακολούθησα.

Ήταν Τρίτη. Βγήκε με τα πόδια κατά τη μία, κατηφόρισε την οδό ντε λα Ρεπυμπλίκ, έστριψε δεξιά στο δρόμο που περνάει μπροστά από το αρχιεπισκοπικό μέγαρο κι έπειτα πήρε την οδό Γκραν-Πον μέχρι τον Σηκουάνα, περπάτησε κατά μήκος της προκυμαίας ως το Πον ντε Πιερ, διέσχισε το ποτάμι. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα έδειχνε ανήσυχη, κοιτούσε συχνά πίσω της, εξέταζε προσεκτικά κάθε περαστικό.

Καθώς ήμουν μεταμφιεσμένος σε καρβουνιάρη, δε με αναγνώρισε,

Τελικά μπήκε σ’ ένα σταθμό στην αριστερή όχθη πλέον δεν είχα καμία αμφιβολία ότι ο εραστής της θα έφτανε με το τρένο των δύο παρά τέταρτο.

Κρύφτηκα πίσω από ένα αμάξι για εμπορεύματα και περίμενα. Ένα σφύριγμα.. ένα κύμα επιβατών… Εκείνη προχωράει, αρχίζει να τρέχει, αρπάζει στην αγκαλιά της ένα κοριτσάκι τριών χρονών που το συνοδεύει μια χοντρή χωριάτισσα και το φιλάει με πάθος. Μετά γυρίζει, βλέπει ένα άλλο παιδί, πιο μικρό, κορίτσι ή αγόρι, δεν ξέρω, που το κρατάει μια άλλη χωρική, πέφτει πάνω του, το αγκαλιάζει σφιχτά και φεύγει, μαζί με τα δυο πιτσιρίκια και τις δυο παραμάνες, προς τον μακρύ και σκοτεινό περίπατο του Κουρ-λα-Ρεν.

Γύρισα στο σπίτι τρομοκρατημένος, σε απόλυτη σύγχυση, μην ξέροντας αν καταλάβαινα ή όχι τι συνέβαινε, μην τολμώντας να κάνω υποθέσεις.

Όταν πια επέστρεψε για το δείπνο, όρμησα καταπάνω της φωνάζοντας:

– Ποια είναι αυτά τα παιδιά;

– Ποια παιδιά;

Αυτά που περίμενες να έρθουν με το τρένο από το Σαιν Σεβέ.

Έβγαλε μια δυνατή κραυγή και λιποθύμησε. Όταν συνήλθε, μου ομολόγησε μέσα σ’ έναν ποταμό από δάκρυα ότι είχε τέσσερα παιδιά. Μάλιστα, κύριε – δύο τις Τρίτες, κορίτσια, και δύο τις Παρασκευές, αγόρια.

Κι αυτή –τι ντροπή!- ήταν η προέλευση της περιουσίας της. Οι τέσσερις πατεράδες! Έτσι είχε μαζέψει την προίκα της… Και τώρα, κύριε, τι με συμβουλεύετε να κάνω;

Ο δικηγόρος απάντησε σοβαρά:

– Να αναγνωρίσετε τα τέκνα σας, κύριε.

21 Φεβρουαρίου 1888

 

 

 

 

Μέρος Α’: https://www.lecturesbureau.gr/1/divorce-part-a-2642a/

 

Η τέχνη του χωρισμού

GUY DE MAUPASSANT

Εκδόσεις ΡΟΕΣ

 

 

 

Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/436356651400644009/

 

 



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram