18 Ιαν Θείον Όραμα (Ανδρέας Καρκαβίτσας)
Δε λέτε, ρε παιδιά, τίποτα να ζεσταθούμε; Και με το λόγο φάνηκε μαύρο κορμί στην ανοιχτή θυρίδα, κύλησε από τη σκάλα κάτω ο Κώστας ο θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στην πατατούκα του. Έκανε κρύο δυνατό. Βοριάς εξύριζε τα πέλαγα, πάγωνε τ’ ακρογιάλια, κρουστάλλιαζε τα στοιβαγμένα χιόνια στα βουνά. Και το πλήρωμα, ναύτες και θερμαστές, συναγμένοι ολόγυρα στη θερμάστρα, φρόντιζαν να ζεσταθούν με τη φασκομηλιά και το ψωμοτύρι. Ο λύχνος, καρφωμένος στη μέση ενός στύλου, φώτιζε και κάπνιζε μαζί τα περίγυρα σωθέματα. Διπλά-τριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στα πλευρά, με τα μαύρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθήκες στ’ ανήλιαστα βάθη της γης ταιριασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου, ανοιχτόπορτη, έδειχνε άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυο-τρεις φωτογραφίες παλιές, μια χρωμολιθογραφία χανούμισσας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης σε πουπουλένια προσκέφαλα. Και ολούθε κρεμασμένα τα ρούχα, στο λάδι και στο κάρβουνο βουτημένα. Οι μουσαμάδες ξεσχισμένοι και μυριομπαλωμένοι. Τα χοντρά ποδήματα και τα κασκέτα και οι χρωματιστοί σκούφοι έδειχναν το χώρισμα καλογερικό κελλί. Αλλά το φλίφλισμα του νερού που ακουόταν στα πλευρά, η μυρωδιά του κατραμιού και τα ψημένα πρόσωπα των ανθρώπων έδειχναν πως η ζωή εδώ αγωνίζεται τον τελευταίο αγώνα της. Για τούτο και κανένας δεν πρόσεξε τώρα στο αστείο κατρακύλημα του θερμαστή.
— Δε λέτε, ρε παιδιά, και τίποτα να ζεσταθούμε; ξαναδευτέρωσε εκείνος, αγκαλιάζοντας τη θερμάστρα σαν ερωμένη. — Τι να ειπούμε; ρώτησε μελαγχολικός ο Κώστας ο Αξιώτης. Νυχτιά σαν την αποψινή δε θέλει παραμύθια. Όχι, δε θέλει παραμύθια! Εδώ στον άγριο κόρφο πού είμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι από το μούγκρισμα της Μαύρης Θάλασσας, σαβανωμένοι από τον πουπουλένιο θυμό τ’ ουρανού, ας πούμε κατιτί θεϊκό και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την καταδίκη πού έχουμε εμείς τώρα. Περνούσαν τις άγιες ημέρες κάτω από τη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής τ’ αμπέλι του, τρυγούσανε και κείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα και χαίρονταν το χειμώνα τα καλά της άφοβα. Ήξεραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν καιρό για τη χαρά και για τη θλίψη τους. Εμείς τίποτ’ απ’ αυτά! Χειμώνα-καλοκαίρι τ’ οργώνουμε το κύμα. Βόδια καματερά στη βουκέντρα της Ανάγκης, υποταχτικά θ’ αυλακώνουμε τ’ αρμυρό χωράφι, μονάχα τη φάκνα μας έχοντας για πληρωμή. Για τούτο καλά που έτυχε η κακοκαιρία ν’ αφήσουμε λίγο τον κάματο. Δε λέω πως θα μείνουμε τώρα ήσυχοι. Ο αφέντης θέλει δουλειά από το δουλευτή, γιατί φοβάται μην οκνέψη με την ακαμωσιά. Φαντάσου όμως, αν ήταν καλωσύνη, τι δρόμο θα παίρναμε τώρα. Έτσι τουλάχιστο έχω ελεύθερο το νου να συλλογιστώ το σπίτι μου.
Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παραπόνο και κοντεύω να δακρύσω σαν άπραγο παιδί. Μα δε φταίω γώ. Φταίει αυτή η νύχτα. Φταίει το αποψινό αποσπέρισμα, τ’ αστέρι το λαμπρό πού έτρεμε βασιλεύοντας πίσω από τα χιονισμένα βουνά και τάραξε το είναι μου. Όπως τους Μάγους ωδήγησε και μένα πίσω από τα βουνά και τα πέλαγα στη Νάξο, στο Γρίτι μου το πρασινοντυμένο, το ταπεινό μα ολόχαρο σπιτάκι μου. Και όχι ως εδώ. Παραμπρός, παραμπρός ακόμη. Μ’ έφερε στα παιδιάτικα χρόνια μου, πριν αφήσω τη στεριά και πριν ταξιδέψω στη θάλασσα.
Kαθόμαστε όλοι στο παραγώνι, διπλοπόδι στα μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι με τα ζεστά φορεματάκια μας, που τα έρραψε της μάννας μας η φροντίδα και της αδερφής μας, της ομορφούλας τα πιδέξια χέρια. Ο πατέρας μου, θεριακωμένος και νιοφάνταχτος γέροντας, καθότανε στις προσκεφαλάδες ψηλά και ρουφούσε απολαυστικά το τσιμπούκι του.
Όταν μας έβλεπε έτσι συναγμένους, του άρεσε να διηγέται παραμύθια και ιστορίες της ζωής του. Της θάλασσας οι κίνδυνοι, της στεριάς οι χαρές, ο τρόμος των κουρσάρων, τα ναυτικά κατορθώματα της Επανάστασης διάβαιναν ζωντανά και ολοφώτιστα μπροστά μας. Μα κείνη τη νύχτα δε θέλησε να μιλήση ούτε για παραμύθια, ούτε για ταξίδια του. Μόλις βάλαμε το λύχνο στο λυχνοστάτη και φάγαμε τη λειψόπητα, μας άρχισε θρησκευτικές κουβέντες. Ήταν θρήσκος ο αγιοχώματος και τα ιερά βιβλία δεν τ’ άφηνε από κοντά του. Αλήθεια, στα ταξίδια του είχε πρόχειρα τα τροπάρια και τις βλαστήμιες. Μα τώρα που έπαψε τον αγώνα της ζωής, φρόντιζε για τη σωτηρία της ψυχής του. -Δε μου λες, είπε στον αδερφό μου το μικρότερο, τι όραμα είδε η Παναγία τη νύχτα πού γέννησε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό;
Κόκκαλο εκείνος. Ρωτάει εμένα, το ίδιο.
Α, δεν το ξέρετε ! πρόσθεσε με ήρεμη φωνή. Μα δεν φταίτε σεις, φταίω γώ που δεν σας το έμαθ’ ακόμη. Έγινε πέρα στην Ανατολή, στον τόπο τον παράδοξο. Ποιο χρόνο δε σας λέω. Φτάνει να μετρήσετε το φετεινό και το βρίσκετε αμέσως. Εκείνη τη νύχτα μια γυναίκα, συντροφιασμένη από τον τέχτονα τον άντρα της, στάθηκε μισοστρατίς σε μια σπηλιά και γέννησε ένα παιδί. Φτωχά ήταν τα ρούχα της, η όψη της πικραμένη· μα είχε κατιτί τόσο λαμπρό στη ματιά, που έλεγες θ’ αναστήση και την πέτρα. Κάτω από το γαλάζιο φόρεμα και το κόκκινο στηθοπάνι, το κορμί φάνταζε λυγερό, άξιο για να θρονιάση μια πάναγνη ψυχή. Και κάτω από τον άσπρο της κεφαλοδέτη τα μυγδαλωτά μάτια, τα φρύδια τα σμιχτά, το λεφαντένιο μέτωπο, λαμπρότερο κι από τα χρυσά στολίδια του, φανέρωναν την αισθαντική πηγή που θα σάρκωση την αγάπη και την Καλωσύνη.
Γέννησε το παιδί, το βύζαξε, το τύλιξε στο σάλι της και τ’ απίθωσε στη φάτνη πάνω στ’ άχυρα να κοιμηθή. Σε λίγο ο ανασασμός έβγαινε από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα. Κάτω στο χώμα πλαγιασμένα τα ζωντανά, βόδια και πρόβατα και άλογα μαζί, ένιωθαν κάποια φρίκη να χαμοπετά πάνω τους, σύγκρυο να τα περιγλείφη κ’ έμεναν άγρυπνα. Μα ούτε βέλασμα, ούτε χλιμίντρισμα, ούτε βούγεμα ηχολογούσε. Η φάκνα έτριζε κάποτε. Αλλά και κείνη έμενε ξερομασσημένη στο στόμα τους. Απάνω η σπηλιά με τον ουρανό της νεροστάλαχτο, με τα πλευρά της αυλακωμένα από τις νεροσυρμές, πράσινα από τα πολυτρίχια, σκισμένα από τα νύχια του όρνιου, τρύπια από του σφαλαγγιού το κεντρί, κλεισμένα με τόν πλοκό της αράχνης, ξεθεμελιωμένα από τον ποντικό, ψήλωνε βουβή κι ατάραχη. Και κάτω από τη χαμηλή εμπατή, το φως αστροστόλιστης νύχτας χυνόταν στις πλαγιές και τα λακκώματα. Οι κουρμάδες εκεί ψήλωναν λαμπάδες, με τα καμαρωτά κλωνιά καρποφορτωμένα. Εκεί τ’ αμπέλια έδειχναν κλαδιά έτοιμα ν’ ανοίξουν μάτια χλωροπράσινα στο πρώτο φύσημα της άνοιξης. Εκεί ασπραργυρανθισμένες οι ελιές λαγάριζαν από τώρα το χυμό που θα καή θυσία στο νεογέννητο. Εκεί και τα σπίτια της Βηθλεέμ μικρά, τετράγωνα, με το δώμα πάνω και την πόρτα στο πλάγι, έλαμπαν στον ασβέστη, λες και στολίσθηκαν να καλωσορίσουν Εκείνον που θα τους χαρίση τη δόξα. Βαθιά ο Ιορδάνης στέναζε μέσα στη χαλκοστρωμένη κοίτη του και πρόσμενε με τρόμο το θεϊκό κορμί που θ’ άγιαζε τα νερά του. Δεξιά στη χούνη σαν κατάρατο πνεύμα βρουχιόταν η Νεκρή θάλασσα, λες κ’ είχε ακόμη μέσα της τα Σόδομα και τα Γόμορα. Αριστερά, απάνω από τους ζυγούς, εκεί πού δεν έφτανε το ανθρώπινο μάτι, ήταν όμως ασήκωτος ο λογισμός του Θεού, στη χαρά και στην ακολασία παραδομένα ούρλιαζαν τα Γεροσόλυμα, το άσμα των Προφητών κ’ η λατρεία λάου μεγάλου.
Ο Ιωσήφ, μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί, κατέβηκε στο χωρίο να φροντίση για τη λεχώνα. Και κείνη ολομόναχη, αδυνατισμένη, με τη μητρική λαχτάρα στα στήθη, σταύρωσε τα χέρια, ακούμπησε το κορμί σ’ ένα στύλο κ’ έκλεισε τα ματόφυλλα. Μα στάθηκε αδύνατο να κοιμηθή. Η τύχη του θεόσταλτου ήρθε να της τυραννήση την ψυχή. Τί θ’ απογένη στου κόσμου την αντάρα ο τρυφερός της Κρίνος, Εκείνος που της δόθηκε με το χέρι ασπροντυμένου Χερουβείμ ; Ποια θα είναι η ζωή και ποιο το τέλος του; Θα περάση δρόμο πορφυρόστρωτο ή θα βάψη με το αίμα του τ’ αγκάθια και τις στουρναρόπετρες; Ο κόσμος παραλυμένος δεν προσέχει πια στα λόγια των Προφητών. Ο Ισραήλ στενάζει κάτω από το ψέμα των Φαρισαίων και των Ρωμαίων το ζυγό. Δεν κιθαρίζει ο Δαβίδ ούτε η Δεβόρρα δικάζει το λαό κάτω από τους κουρμάδες. Του Ααρών τα τέκνα ληστεύουν. Απιστίας σύγνεφο κάθεται στην Ιερή Κιβωτό και στου Μεγάλου Ναού τα άδυτα. Πίνει το αίμα των Μακκαβαίων η γη, χωρίς ν’ αποδώση ελευθερία και δικαιοσύνη. Ο Γαυλωνίτης Ιούδας χάθηκε χωρίς ν’ ανορθώση το Νόμο. Η Γη της Επαγγελίας, χωρισμένη σε βασίλεια και τοπαρχίες, φθείρεται από τον εμφύλιο σπαραγμό, σα να τη βαραίνη ακόμη η απείθεια των προγόνων στην έρημο του Σίν. Κόλαση έγινε ο ποτέ Παράδεισος! Εγωιστής και εκδικητικός και άδοξος ο περιούσιος λαός του Κυρίου! Πώς θα ζήση σε τέτοιον κόσμο το παιδί της;
Άξαφνα λύχνος ηλιοστάλαχτος κρεμάστηκε μπρος στης μάννας την ψυχή, έτοιμος να δείξη το μέλλον του νιογέννητου, όπως η νεφέλη έδειξε άλλοτε τον άγνωστο δρόμο στη φυλή της. Και τον είδε τριαντάχρονο λεβεντονιό να μαγνητίζη τις ψυχές του λαού. Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια, μιλούσε στο λαό και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι τον άκουαν ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθούσαν. Διαβαίνει ανάλαφρα τη λίμνη της Γενησαρέτ και ρίχνονται λαμνοκοπώντας οι κόσμοι στα βήματά του. Οι Προφήτες που τον προσπερνούσαν, τώρα πισωδρομούν υποταχτικοί του. Ο Νόμος του Μωυσή αναζή στα λόγια του και συμπληρώνεται. Η έρμη γη αναδροσίζεται τ’ απελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν τα πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στη μάντρα τους. η αγάπη τρέχει αδαπάνητη από τα πλατειά στέρνα του και δροσίζει το καμίνι της κακομοιριάς. Οι άπιστοι πιστεύουν και σηκώνονται οι ταπεινοί, τυφλούς φωτίζει, χωλούς οδηγεί. Τα Γεροσόλυμα στρώνουν τους δρόμους με βάγια να τον δεχτούν. Σύγκαιρα όμως καρφώνουν το σταυρό. Ο φθονερός μαθητής τον παραδίνει με φίλημα. Ο δειλός φίλος τον αρνιέται πριν λαλήση ο πετεινός. Μα Εκείνος, ανώτερος από τα τέκνα των ανθρώπων, συγχωρεί την άρνηση και την προδοσία, διαβαίνει πράος μέσα από τις κοροϊδίες και τα φτυσίματα, πίνει το ξίδι και τη χολή, φορεί το αγκαθερό στεφάνι, την περιφρονητική χλαμύδα, κρατεί το καλαμένιο σκήπτρο και ανεβαίνει στο μαρτύριο. — Γυναίκα, να ο γιος σου, λέει την τελευταία στιγμή. Και αποχαιρετά, μ’ ένα βλέμμα μελαγχολικό, τη μάννα που τον γέννησε, τους φίλους που τον πίστεψαν, το λαό που τον τυράννησε, τη Γη που είδε τις πίκρες του και τον Ουρανό που θα δεχόταν το Σώμα του.
Η μάννα ήταν εκεί και τα έβλεπε όλα. Ήθελε να φωνάξη, να τρέξη για να τον σώση από τα χέρια των κακούργων αλλά δε μπορούσε να βγάλη φωνή. Το σώμα δεν ακολουθούσε τους πόθους της ψυχής. Μα όταν είδε ένα στρατιώτη αγριοπρόσωπο, έτοιμο να λογχίση τα πλευρά του, — Μη! … εφώναξε με όλη της τη δύναμη.
Και με το μη! ξύπνησε. Δεν είδε ολόγυρα της τίποτα από το φριχτό δράμα. Το βρέφος κοιμότανε ακόμη πλάγι της, μέσα στη φάτνη, απάνω στο άχυρο. Μα δε βασίλευε η σιγή και το σκοτάδι, όπως πριν. Αγγελική αρμονία κατέβαινε από ψηλά και λαμπρομέτωπο αστέρι έχυνε θάλασσα το φως του στη σπηλιά.
Και μπρος στα πόδια της, οι Μάγοι γονατιστοί με τα δώρα τους, τη σμύρνα και το μόσχο και το λιβάνι, ωνόμαζαν το γιο της βασιλέα και Θεό.
Εκείνη την ώρα φάνηκε στην εμπατή χλωμός ο Ιωσήφ. -Να φύγουμε,· λέει τρέμοντας στη γυναίκα του. Ο Ηρώδης θέλει το παιδί κ’ οι ανθρώποι τον ψάχνουν στη χώρα. Γλήγορα να φύγουμε!
Εκείνη άρπαξε αμέσως το βρέφος, το έσφιξε στους κόρφους της και πήραν δρόμο για την Αίγυπτο. Η νύχτα τους έκρυψε. Μα τα αίματα των άλλων παιδιών κι ο θρήνος των μαννάδων ανέβαιναν από τα σπίτια της Γαλιλαίας, πρωτόλουβη θυσία στον αναμορφωτή του κόσμου.
-Πόσα αίματα θα χυθούν ακόμη! ψιθύρισε προφήτης η γυναίκα. Πόσα αίματα! …» Τέλειωσε ο Αξιώτης το διήγημα του κ’ οι σύντροφοι έμειναν ακόμη ακίνητοι σαν ονειροπλανεμένοι. Μερικοί σταυροκοπήθηκαν άλλοι στέναξαν βαθιά σα να ξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. Μα ο Κώστας ο θερμαστής, ίδιος στ’ αστεία και στα σοβαρά, ρώτησε πονηρά το σύντροφο του: -Δε μου λες, βλάμη. Είδε η Παναγιά στ’ όνειρό της και τον πατριώτη σου το Βαραββά;
Εκείνος χολοταράχτηκε. Φοβερή βλαστήμια ανέβηκε στα χείλη του. Μα την κατάπιε. Δεν ήταν καιρός τώρα να κολαστή κανείς! Χαμογέλασε, έκαμε το σταυρό του και ξαπλώθηκε στο έρημο κρεβάτι του.
-Και του χρόνου, παιδιά, στα σπίτια μας! ευχήθηκε.
-Στα σπίτια μας, μα θα μας θερίζη η πείνα, είπε ο θερμαστής. Και γέλασε δυνατά.
Από τη συλλογή «Λόγια της πλώρης»
Ανδρέας Καρκαβίτσας
Εικόνα: http://americanhistory.si.edu/onthewater/assets/graphic/full/7025.jpg