
20 Νοέ Ο Αλκιβιάδης διέθετε όλα τα δώρα, όλα τα μέσα… (JACQUELINE DE ROMILLY) | Μέρος Α’
Μια παρουσίαση του Αλκιβιάδη θα ήταν κάτι περιττό: ο Πλάτων το έχει ήδη κάνει σε μια αξέχαστη σελίδα. Στο Συμπόσιο φαντάζεται μία συγκέντρωση εξαιρετικών ανθρώπων οι οποίοι, στο τραπέζι, συζητούν για τον έρωτα. Είναι αρκετοί. Μιλούν, ακούν, ο διάλογος είναι σε εξέλιξη. Ενώ όμως το θέμα που συζητούν έχει προχωρήσει αρκετά, εμφανίζεται κάτι καινούργιο: ένα τελευταίο πρόσωπο φτάνει, ύστερα από τους άλλους. Η είσοδός του κρατήθηκε για το τέλος, για να γίνει πιο εντυπωσιακή. Και ξαφνικά όλα ζωντανεύουν. Ακούν χτυπήματα στην πόρτα μαζί με θόρυβο γλεντιού και τη φωνή μιας αυλήτριας. Ποιος φτάνει λοιπόν τόσο αργά; Είναι ο Αλκιβιάδης, τελείως μεθυσμένος, υποβασταζόμενος από την αυλήτρια.
«’Έτσι επρόβαλεν εις την είσοδον στεφανωμένος μ’ ένα στέφανον πυκνόν από κισσόν και από μενεξέδες και με πλήθος ταινίας εις την κεφαλήν».
Αμέσως έγινε δεκτός και κάθησε πλάι στον οικοδεσπότη. Από την άλλη πλευρά κάθεται ο Σωκράτης, τον οποίον στην αρχή δεν βλέπει. ‘Ύστερα αρχίζει μία συζήτηση ανάμεσα στον στεφανωμένο με κισσούς νέο και στον φιλόσοφο: όλη η συνέχεια του διαλόγου κυλάει μεταξύ αυτών των δύο.
Έτσι εισάγεται το νέο πρόσωπο στη σκηνή, θριαμβευτικά και με αρκετό θόρυβο. Στην είσοδό του περιέχεται όλη η γοητεία του καθώς επίσης και η ανάγωγη συμπεριφορά του, σχεδόν πάντα σκανδαλώδης.
Τον επευφημούν, τον υποδέχονται. Γιατί; Ποιος είναι; Στην αίθουσα του συμποσίου όλοι τον ξέρουν. Είκοσι πέντε αιώνες όμως αργότερα πρέπει ασφαλώς να τον προσδιορίσουμε. Πραγματικά, τα έχει όλα.
Κάλλος.
Το πρώτο χαρακτηριστικό φαίνεται αμέσως: ο Αλκιβιάδης είναι ωραίος, εξαιρετικά ωραίος. ‘Όλοι οι συγγραφείς έχουν μιλήσει γι’ αυτό, και επικαλούνται ότι υπήρξε αντικείμενο ερωτικών επιδιώξεων. Το στοιχείο αυτό επισημαίνει κατ’ αρχήν ο Ξενοφών στα Απομνημονεύματα όταν δηλώνει, με την απλοϊκή αρετή που τον διακρίνει: «ο Αλκιβιάδης επειδή δια την καλλονήν του υπό πολλών και σεβαστών γυναικών εκυνηγείτο». Έλεγαν, «ο ωραίος Αλκιβιάδης». Στην αρχή του Πρωταγόρα του Πλάτωνα, αν και αστειεύονται για τον θαυμασμό που του έδειχνε ο Σωκράτης και που θεωρούν κάπως απερίσκεπτο, τον ρωτούν: «Και τι είναι αυτό το τόσο σπουδαίο που συνέβη σε σένα και σε κείνον; Γιατί βέβαια δε συνάντησες κανέναν άλλον ομορφότερο σε τούτη την πόλη;» Δεν υπήρχε ωραιότερος άνδρας από αυτόν: μπορούσε μόνο να υπάρχει μια άλλη ομορφιά εκτός από τη φυσική και αυτή είναι η έννοια της απάντησης που δίνει ο Σωκράτης, όταν λέει ότι συνάντησε τον Πρωταγόρα, τον πιο σοφό από τους ανθρώπους της εποχής. Μια διάκριση που θα την επαναλάβει συχνά.
Πρέπει να θυμηθούμε ότι το κάλλος ήταν τότε ένα προσόν που όλοι αναγνώριζαν και επαινούσαν. Συνδεόταν με τις ηθικές ιδιότητες για να συνθέσει το ιδεώδες του πλήρους ανθρώπου, καλός καγαθός. Μπορούσε επίσης να ξεσηκώσει λιγότερο ενάρετο θαυμασμό τον οποίο δεν έκρυβαν – όπως σε όλες τις απεικονίσεις σε αγγεία, που εξαίρουν έναν νέο, με τον μοναδικό όρο, «ωραίος». Και μερικές φορές, στα ήθη της εποχής βρίσκουμε τη σχεδόν λυρική επίκληση στα πάθη που ενέπνεε η ομορφιά το βλέπουμε στο Συμπόσιο του Ξενοφώντα, όπου το θέμα παρουσιάζεται πολλές φορές, ιδιαίτερα στο πάθος του νεαρού Κριτόβουλου, ο οποίος εγκωμιάζει τη δική του ομορφιά και του φίλου του, Κλεινία: «Και θα δεχόμουν να είμαι τυφλός για όλα τα άλλα παρά για εκείνο το ένα και μόνο πλάσμα ». Ο νεαρός Κλεινίας ήταν πρώτος εξάδελφος του Αλκιβιάδη.
Για να επανέλθουμε στον Αλκιβιάδη, θα θέλαμε να φανταστούμε αυτή την ομορφιά, αλλά πρέπει να αρκεστούμε στις αντιδράσεις των συγχρόνων του για την τελειότητά της. Δεν περιγράφουν τον Αλκιβιάδη και δεν έχουμε καμιά εικόνα με την παραμικρή αυθεντικότητα. Μας λένε ότι μετά τις νίκες του στους Ολυμπιακούς αγώνες, έδωσε εντολή να τον ζωγραφίσουν τη στιγμή που δέχεται τον κότινο. Και οι δύο όμως σχετικοί πίνακες έχουν χαθεί. Υπήρξαν διαφορετικά αγάλματα πολύ μεταγενέστερα, που τον παρίσταναν να οδηγεί άρμα με τέσσερα άλογα. Έτσι έχουμε το δικαίωμα να φανταζόμαστε ένα πολύ καθαρό πρόσωπο και μια πολύ περήφανη κορμοστασιά: θα είναι εκείνος.
Ξέρουμε τουλάχιστον ότι αυτή η ομορφιά συνοδευόταν από χάρη και μεγάλη τέχνη να γοητεύει. Ο Πλούταρχος την υμνεί από την αρχή της βιογραφίας του: «Για την ομορφιά του σώματός του φτάνει ίσως να πούμε ότι και στην παιδική και στην εφηβική και στην ανδρική του ηλικία ήταν γλυκός και ελκυστικός, αχτιδοβολώντας κάθε φορά σαν ωραίο άνθος. Ο Ευριπίδης δεν είχε δίκιο όταν έλεγε πως όλοι οι ωραίοι άνθρωποι είναι και στο φθινόπωρό τους επίσης ωραίοι. Οπωσδήποτε αυτό επαληθεύτηκε στην περίπτωση του Αλκιβιάδη, ο οποίος, όπως και λίγοι άλλοι προνομοιούχοι, ήταν προικισμένος από τη φύση με καλοφτιαγμένο σώμα. Ακόμα και το ψεύδισμα που είχε, του ταίριαζε, λένε, στον τρόπο που μιλούσε και του έδινε μια χάρη στο λόγο, που έκανε τους ακροατές του να τον ακούνε με προσοχή»
Ήξερε να θέλγει ακόμα κι εκείνους που είχε προσβάλει. ‘Ένα άλλο ωραίο κείμενο του Πλούταρχου τον παρουσιάζει να γοητεύει έναν Πέρση σατράπη, σε σημείο να τον κάνει ό,τι θέλει.
Και ο ίδιος δεν ήταν δυνατόν να αγνοεί αυτό το θέλγητρο, πράγμα που τον ευχαριστούσε. Ένα ανέκδοτο: ενώ μάθαινε όλα όσα ένα αγόρι, από καλή οικογένεια έπρεπε τότε να γνωρίζει, αυτός αρνήθηκε, λένε, να μάθει αυλό: γιατί παραμόρφωνε το πρόσωπο και τον εμπόδιζε να χρησιμοποιεί τη φωνή του. Η οργισμένη άρνηση του ωραίου παιδιού επαινέθηκε τόσο, ώστε ο αυλός, κατά την ιστορία, εξαιρέθηκε από τα μαθήματα των ελευθέρων σπουδών. Με μια διάθεση για μελετημένες προκλητικές εμφανίσεις, ο ωραίος Αλκιβιάδης περπατούσε συχνά στην αγορά με μακρύ πορφυρό ένδυμα. ‘Ήταν η βεντέτα, το αγαπημένο παιδί της Αθήνας, εκείνος στον οποίον επιτρέπονταν τα πάντα και κάθε τι δικό του ήταν αγαπητό. Οι βεντέτες του κινηματογράφου και της τηλεόρασης είναι για μας ό,τι ήταν για την Αθήνα αυτός ο ωραίος νέος άνδρας, με τη μόνη διαφορά ότι στη μικρή πόλη ο καθένας μπορούσε να τον πλησιάσει και να τον γνωρίσει.
Διάσημη καταγωγή.
Τον γνώριζαν τόσο καλά και πέρα από αυτό δεν τους ενδιέφερε τι ήταν. Καταγόταν από επιφανή οικογένεια – αυτό δεν ήταν αμελητέο ακόμα και στη δημοκρατία της ισότητας που επικρατούσε τότε στην Αθήνα. Περί τα μέσα του 5ου αιώνα, οι μεγάλες οικογένειες διατηρούσαν ακόμα σημαντική φήμη και κύρος. Ο Αλκιβιάδης ανήκε στις δύο μεγαλύτερες οικογένειες. Ο πατέρας του, ο Κλεινίας, ήταν από την οικογένεια των Ευπατριδών, που καταγόταν, κατά την παράδοση, από τον ήρωα Αίαντα. Και ένα από τα μέλη της, που ονομαζόταν επίσης Αλκιβιάδης, συνδεόταν πολιτικά με τον Κλεισθένη, τον ιδρυτή της αθηναϊκής δημοκρατίας. Επί πλέον, ο ίδιος ο Κλεινίας, συγγένεψε, με το γάμο του, με την οικογένεια του Κλεισθένη, τη διασημότερη της Αθήνας, τους Αλκμεωνίδες. Πήρε σύζυγο την κόρη του Μεγακλή, ενός αρκετά σημαντικού πολιτικού, ο οποίος δεν απέφυγε τον εξοστρακισμό, ένα μέτρο για να απομακρύνονται κάποια πρόσωπα που επεδίωκαν να αποκτήσουν επιρροή. Αυτό είναι όλο; ‘Οχι. Ο Μεγακλής, ο παππούς του, είχε αδελφή, τη μητέρα του Περικλή, ο οποίος έμεινε αρκετά χρόνια στην κορυφή της αθηναϊκής δημοκρατίας και έδωσε το όνομά του στον αιώνα. Πόσοι τίτλοι και πάσες δόξες! Οι εφημερίδες μας, που ασχολούνται με τις πριγκίπισσες και τους κληρονόμους μεγάλων ονομάτων, μπορούν να μας δώσουν μια ιδέα για την υπόληψη που έχαιρε τέτοια καταγωγή, σε πλήρη δημοκρατία. Επί πλέον, αυτή η καταγωγή αποτελούσε πολύτιμο πλεονέκτημα και αγωγή χρήσιμη για την πολιτική ζωή.
Για τον Αλκιβιάδη, η λαμπρή αυτή καταγωγή δεν υπήρξε το παν. Με το θάνατο του πατέρα του, το 447, ο Αλκιβιάδης μας, παιδί ακόμα, υιοθετήθηκε από τον κηδεμόνα του, συγκεκριμένα από τον Περικλή! ‘Έτσι, κανείς δεν θα μπορούσε να φτάσει πιο ψηλά.
Όλα αυτά τα μεγάλα ονόματα δίνουν στον Αλκιβιάδη λαμπρή ακτινοβολία.
Και πόσες υποσχέσεις! Από όλες τις πλευρές, γύρω του ήταν πράγματι άνθρωποι που έδιναν την κατεύθυνση στην αθηναϊκή πολιτική, ανήκαν οι ίδιοι σε ονομαστές οικογένειες και ήταν τοποθετημένοι στη δημοκρατική πλευρά. Δεν θα ήταν δυνατόν να φανταστούμε καλύτερη κληρονομιά για να οδηγηθεί ένας νέος στην πολιτική δράση.
Η κληρονομιά αυτή ήταν ικανή να τον βοηθήσει ακόμα και έξω από την Αθήνα. Διότι τόσο σημαντικές οικογένειες είχαν σχέσεις και με άλλες πόλεις. Συχνά πρόκειται για επίσημους δεσμούς. Ένα τέτοιο πρόσωπο ονομαζόταν πρόξενος για μια ξένη πόλη – δηλαδή ήταν επιφορτισμένο να προστατεύει τα συμφέροντα και τις δικαιοδοσίες της, κάτι σαν τον σημερινό πρόξενο – με τη διαφορά ότι ο ρόλος αυτός δεν σήμαινε τότε υπαλληλική ιδιότητα. Άλλες φορές επρόκειτο για σχέσεις φιλοξενίας, η οποία, κατά τον 5ο αιώνα, είχε τη σημασία ισχυρού καθήκοντος. Ακόμα, οι σχέσεις μπορεί να ήταν προσωπικές – όπως στη σύγχρονη εποχή οι αριστοκράτες ή οι μεγάλοι επιχειρηματίες διατηρούν συνεχείς σχέσεις με τους ξένους ομολόγους τους. Ο Αλκιβιάδης, χάρη στην οικογένειά του, είχε πολλούς τέτοιους δεσμούς. Ένα παράδειγμα: τη στιγμή που η Αθήνα έκλεισε ειρήνη με τη Σπάρτη, το 421, ο Αλκιβιάδης δυσαρεστήθηκε επειδή οι Λακεδαιμόνιοι παρέκαμψαν τη μεσολάβησή του και, όπως λέει ο Θουκυδίδης, δεν τον τίμησαν ανάλογα με την παλαιά προξενική ιδιότητα της οικογένειάς του: ο παππούς του είχε παραιτηθεί από το αξίωμα, αλλά ο ίδιος σκεφτόταν να το ανανεώσει και γι’ αυτό είχε ενδιαφερθεί για τους Λακεδαιμονίους αιχμαλώτους (Ε, 43, 2). Και οι δεσμοί αυτοί δεν ήταν τίποτα. 0 παππούς, ο Αλκιβιάδης ο παλαιότερος, ένας ευπατρίδης, είχε παραιτηθεί από τα καθήκοντά του ύστερα από επεισόδια μεταξύ Σπάρτης και Αθήνας. Ένα όμως από τα πιο σημαντικά πρόσωπα της Σπάρτης, ο Ένδιος, στον οποίον ο Αλκιβιάδης θα στηριχτεί πολύ, είχε πατέρα έναν Αλκιβιάδη! Ο Ένδιος αυτός θα δεχθεί αργότερα τον Αλκιβιάδη, εξόριστο πια, στη Σπάρτη.
Το ίδιο όμως συνέβαινε σχεδόν παντού. Θέλοντας να στραφεί προς το Άργος, ο Αλκιβιάδης στέλνει εκεί ένα «προσωπικό μήνυμα». Θα συναντήσουμε πάλι στην ιστορία «αυτούς που τον φιλοξένησαν στο Άργος», θα μάθουμε ακόμα ότι «συνδεόταν με τους προύχοντες των Μιλησίων». Η εξωτερική πολιτική ασκείται συχνά με προσωπικές σχέσεις: η οικογένεια του Αλκιβιάδη δεν υστερούσε σε αυτές…
Δεν υστερούσε σε τίποτα.
Μέρος Β’: https://www.lecturesbureau.gr/1/alcibiades-had-all-the-gifts-all-the-means-part-b-1981b/
Μέρος Γ’: https://www.lecturesbureau.gr/1/alcibiades-had-all-the-gifts-all-the-means-part-c-1981c/
ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ
JACQUELINE DE ROMILLY
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟ ΑΣΤΥ
Εικόνα: https://en.wikipedia.org/wiki/Alcibiades