fbpx

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΕΡΕΣ (ANTON CHEKHOV)

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΕΡΕΣ (ANTON CHEKHOV)

Ήταν στην κηδεία του στρατηγού Σπυράκη. Από όλες τις μεριές μαζευόταν κόσμος στο σπίτι του νεκρού, ή μπάντα έπαιζε στην αυλή, σουρντίνα, πένθιμα εμβατήρια, στρατιωτικά παραγγέλματα αντηχούσαν. Μέσα στο μπουλούκι που κατηφόριζε βιαστικά να προλάβει τη νεκρική πομπή βρέθηκαν και οι δημόσιοι υπάλληλοι, Κολοκυθόπουλος και Καραμούζας με τις γυναίκες τους.

-Απαγορεύεται, κύριοι! τους σταμάτησε στο σύρμα ο υπαστυνόμος, ένας τύπος με συμπαθητική φυσιογνωμία. Α-πα-γο-ρεύ-εται!… Πιο πίσω σας παρακαλώ! Έχω διαταγή, κύριοι! Πιο πίσω παρακαλώ!… Οι κυρίες μπορούν να περάσουν… παρακαλώ κυρία μου… εσείς κύριοι… πιο πίσω παρακαλώ!…

Οι κυρίες Κολοκυθοπούλου και Καραμούζα κατακοκκίνισαν μπροστά στην ανεπάντεχη ευγένεια του υπαστυνόμου και προχώρησαν γλιστρώντας ανάμεσα σε δυό χωροφύλακες. Οι άντρες τους απόμειναν εκεί, μπροστά στο ζωντανό φράχτη και βάλθηκαν να αγναντεύουν τους ώμους των χωροφυλάκων και τα καπούλια των αλόγων.

– Τα κατάφεραν να περάσουν! είπε ο Κολοκυθόπουλος παρακολουθώντας με ζήλια, με μίσος θα ‘λεγε κανείς, τις δυό σιλουέτες που απομακρύνονταν στο βάθος του δρόμου. Μα το Θεό, έχουν τύχη οι καρακάξες! Οι άντρες δε βλέπουν ποτέ τέτοια προνόμια, όπως η αφεντιά τους. Και τι σπουδαίο έχουν οι δικές μας οι γυναίκες; Εδώ που τα λέμε είναι συνηθισμένα θηλυκά, μυαλά καθυστερημένα. Και μ’ όλα αυτά, φίλε μου, τις αφήνουν και περνάνε. Εσύ όμως και γω, Σύμβουλοι της Επικρατείας να γίνουμε δε θα ‘χουμε τέτοια τύχη.

– Πολύ περίεργα σκεφτόσαστε, κύριοι, μπήκε στη μέση ο υπαστυνόμος και έριξε ένα επιτιμητικό βλέμμα στον Κολοκυθόπουλο. Αν σας άφηνα να περάσετε θα αρχίζατε το σπρωξίδι και το σαματά. Ενώ οι κυρίες, ντελικάτες και ευγενικές, όπως είναι, δεν θα κάνουν ποτέ φασαρία.

-Μας φώτισες του λόγου σου! αγρίεψε ο Κολοκυθόπουλος. Μονάχα από γυναίκες κινδυνεύεις να τσαλαπατηθείς. Ο άντρας στέκεται ακίνητος και καρφώνει το βλέμμα του ασάλευτο σε ένα σημείο, ενώ η κυρία δεν μπορεί να κρατήσει ήσυχα τα χέρια της και όλο δίνει σκουντιές για να μην της τσαλακώσουν το φόρεμα. Τι, να τα λέμε τώρα; Οι γυναίκες παντού και πάντα τύχη. Ούτε φαντάροι πάνε, ούτε πληρώνουν στους χορούς. Και ο νόμος δεν προβλέπει για δαύτες σωματική τιμωρία. Και όλα αυτά γιατί, πες μου να χαρείς. ‘Ενα κοριτσόπουλο αφήνει να του πέσει το μαντιλάκι και σκύβουμε να το μαζέψουμε. Μπαίνει κάπου και σηκωνόμαστε να του παραχωρήσουμε τη θέση μας. Φεύγει; Χαιρετούρες, ξεπροβοδίσματα. Και έπειτα μου μιλάς για σταδιοδρομία! Για να γίνεις Σύμβουλος της Επικρατείας, να πούμε, πρέπει να δουλέψεις σαν σκύλος μια ολόκληρη ζωή. Και αυτό το κοριτσόπουλο, χράπ! σε μισή ώρα κουκουλώνει ένα Σύμβουλο της Επικρατείας. Και να το, σου γίνεται αμέσως προσωπικότητα. Για να αποκτήσεις τον τίτλο του πρίγκιπα ή του κόντε πρέπει να κατακτήσεις τον κόσμο, να γίνεις υπουργός. Και έρχεται -ο Θεός να με συχωρέσει- η πρώτη Μπαμπέτα και Νινέτα που το στόμα της μυρίζει ακόμα γάλα, κάνει τα κόλπα της μπροστά σε ένα κόντε, ζαχαρώνει το βλέμμα της και να τη στα καλά καθούμενα «Εξοχωτάτη»… Γιατί πας μακριά. Εσύ είσαι τμηματάρχης… έγινες τμηματάρχης με τον ιδρώτα του προσώπου σου, ψέματα; Η γυναίκα σου όμως; Από πού ως πού είναι κυρία τμηματάρχου; Τι ήταν; Μια παπαδοπούλα. Και ξαφνικά, να την τμηματαρχίνα! Δώσ’ της να κάνει τη δική σου δουλειά και θα γελάσει το παρδαλό κατσίκι…

– Ναι, αλλά ξεχνάς τι μαρτύριο είναι να γεννήσουν ένα παιδί; παρατήρησε ο Καραμούζας.

– Χαρά στο πράμα! “Ας δοκίμαζαν τις δικές μας λαχτάρες όταν μας κατσαδιάζει ο προϊστάμενος και έρχεται το μπουγιουρντί και η γέννα θα τους φαινόταν γλεντάκι. Παντού, μωρέ, παντού αυτές έχουν τα προνόμια. Το πρώτο κοριτσόπουλο μπορεί να κάνει δυό παράδες το μεγαλύτερο στρατηγό και αυτός να κάθεται σούζα. `Άντε συ, να μιλήσεις έτσι στον κλητήρα σου. Μάλιστα… Η Μαρία η γυναίκα σου μπορεί να πιάσει αγκαζέ ένα Σύμβουλο της Επικρατείας και να μην της καίγεται καρφί. Κόπιασε και του λόγου σου να πιάσεις αγκαζέ ένα Σύμβουλο της Επικρατείας… Άντε, ντε! Δοκίμασε!… Απέναντι από το σπίτι μου κάθεται ένας καθηγητής με τη γυναίκα του. Έχει το παράσημο της αγίας Άννας Πρώτης Τάξεως, καταλαβαίνεις τώρα την κοινωνική του θέση. Ε! λοιπόν, μέρα νύχτα ακούμε τη γυναίκα του να τον σκυλοβρίζει «ηλίθιε! ηλίθιε! ηλίθιε!» Και τι είναι αυτή; Μία γυναικούλα! Και να σκεφτείς πώς είναι η νόμιμη σύζυγος και βριζοκοπανάει τον άντρας της. Φαντάσου τι γίνεται με τις αστεφάνωτες… Έχω πάθει ένα καζίκι που δεν θα το ξεχάσω σε όλη μου τη ζωή. Παρά λίγο να χάσω τη θέση μου, που λες. Πέρσι που ο διευθυντής μας πήγε να περάσει τις διακοπές στό κτήμα του, θα το θυμάσαι βέβαια, με πήρε μαζί του να τού κρατώ την αλληλογραφία… Σαχλαμάρα δηλαδή, μια ώρα την ημέρα και δώθε πάνε οι άλλοι. Τελείωνα τη δουλειά μου και άρχιζα το σεργιάνι στο δάσος. Ο διευθυντής μας, όπως ξέρεις, είναι γεροντοπαλίκαρο. Στο σπίτι, μπάτε σκύλοι αλέστε, δεν υπάρχει, βλέπεις, νοικοκυρά να βάλει κάποια τάξη. Ο καθένας κάνει του κεφαλιού του, δε λογαριάζει κανένα. Αφεντικά εκεί μέσα είναι μια χωριατοπούλα, η Βιέρα, η οικονόμα. Αυτή σερβίρει το τσάι, αυτή κανονίζει το φαγητό, αυτή αλωνίζει τους υπηρέτες. Μια γυναίκα φοβερή, φίλε μου, φαρμακερή, σωστός διάβολος. Χοντρομπαλού, κατακόκκινη, φωνακλού. Όταν τα βάλει με κάποιον και αρχίσει τα ουρλιαχτά δεν την κρατάνε δέκα! Θεέ μου! Κατάντησε ανυπόφορη τη ζωή για όλο τον κόσμο. Και δεν καβγάδιζε μονάχα με τους υπηρέτες… είχε βάλει και μένα στο μάτι, η γκαμήλα!… Περίμενε λίγο, έλεγα μέσα μου και θα σε διορθώσω εγώ. Θα βρω ευκαιρία να τα πω χαρτί και καλαμάρι στα διευθυντή. Είναι απορροφημένος με τη δουλειά του και δε βλέπει πως τον κατακλέβεις. Ροκάνισες όλο τον κόσμο εδώ μέσα. Καλά! καλά! Έννοια σου, θα του ανοίξω τα μάτια.

»Του τα άνοιξα, που λες φίλε μου, και του τα άνοιξα τόσο πολύ που παρά λίγο να κλείσω τα δικά μου για πάντα. Ανατριχιάζω ακόμα που το σκέφτομαι. Περνούσα εκείνο το δειλινό από ένα διάδρομο και ξαφνικά ακούω μια στριγκλιά κραυγή. Στην αρχή σκέφτηκα πως θα σφάζανε κανένα γουρούνι, μα σε λίγο βάζοντας αυτί κατάλαβα πως ήταν η Βιέρα που σκυλόβριζε κάποιον: «Χτήνος! Βρωμιάρη! Καλικάντζαρε!» «Σε ποιον να τα λέει» σκέφτηκα… Και ξαφνικά, φίλε μου, ανοίγει η πόρτα και βλέπω το διευθυντή να τινάζεται έξω κατακόκκινος, με γουρλωμένα μάτια, αναμαλλιάρης. Και από πίσω ξεφωνητά: «Βρωμιάρη! Καλικάντζαρε!»
– Άντε, μωρέ!…
– Λόγω τιμής! Τα ‘χασα, που λες. Ο διευθυντής έτρεχε κατά το δωμάτιό του και γω μαρμάρωσα καταμεσής στο διάδρομο. Δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα – τέτοιος ηλίθιος ήμουν. Μια καράβλαχα, μια δούλα, μια παλιοσκρόφα να μιλάει και συμπεριφέρεται έτσι! Αυτό είναι, σκέφτηκα, ο διευθυντής της έδωσε  τα παπούτσια στο χέρι και κείνη βρήκε ευκαιρία που δεν ήταν μάρτυρες μπροστά να ξαμολήσει τη βρωμόγλωσσά της. Τι με νοιάζει θα σκέφτηκε… θα φύγω που θα φύγω…Μπαίνω αμέσως στην κάμαρά της και της λέω: «Πώς τόλμησες, μωρή σιχαμένη, να μιλάς έτσι στο άφεντικό σου; Θαρρείς πώς δε θα βρεθεί κανένας να τον υπερασπιστεί επειδή είναι γέρος και δε βαστάν τα κότσια του;» Και σηκώνω τη χερούκλα μου και της τραβάω δυό γερούς σφάλιαρους στις χοντρομαγούλες. Βάζει κάτι ουρλιαχτά, αδερφέ μου, κάτι αγριοφωνάρες που σήκωσαν τον κόσμο στο ποδάρι. Δεν μπορούσα να αντέξω τέτοιο κακό. Βούλωσα τα αυτιά μου και τράβηξα για το δάσος…

»Δυό ώρες αργότερα βλέπω έναν πιτσιρίκο να έρχεται τρέχοντας… «Σας θέλει ο κύριος!» Γυρίζω, μπαίνω στο γραφείο. Ο διευθυντής κάθεται κατσουφιασμένος και ούτε καταδέχεται να με κοιτάξει. «Τι βρωμοδουλειές είναι αυτές που σκαρώνεις στο σπίτι μου;» «Τι θέλετε να πήτε;» απάντησα. «Αν μιλάτε για τη Βιέρα, ε! βέβαια εξοχώτατε ήμουν υποχρεωμένος…» «Να μην ανακατεύεσαι, μου λέει, στις οικογενειακές υποθέσεις των άλλων». Άκου πράματα! Οικογενειακές υποθέσεις! Κέρωσα άδερφέ μου. Άνοιξε η γη και με κατάπιε. Είπε, είπε, είπε, γκρίνιαξε, γκρίνιαξε και ξαφνικά έτσι, στα καλά καθούμενα, βάζει τα γέλια: «Πώς μπόρεσες μωρέ; Πού βρήκες τέτοιο κουράγιο; Είναι καταπληκτικό! ‘Ελπίζω, βέβαια, όλη αυτή η ιστορία να μείνει μεταξύ μας… Καταλαβαίνω την παραφορά σου, μα πρέπει να συμφωνήσεις πως η παρουσία σου εδώ μέσα δεν είναι πια δυνατή». Αυτά είναι φίλε μου! Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς τα κατάφερα και μπερντάχησα μια τέτοια παγόνα. Τον είχε, βλέπεις, βαρέσει κατακούτελα. Ολόκληρος Σύμβουλος της Επικρατείας, με το παράσημο του Λευκού Αετού, που δεν είχε να δώσει λόγο σε κανένα, στεκόταν σούζα μπροστά σε ένα παλιοθήλυκο… Tι τα θέλεις, οι γυναίκες έχουν μεγάλα προνόμια… Βγάλε το καπέλο σου! Περνάνε το φέρετρο του στρατηγού… Θεούλη μου, τι παράσημα είναι αυτά! Δεν μπορεί να χωνέψει το μυαλό μου γιατί άφησαν τις γυναίκες να περάσουν, μήπως καταλαβαίνουν τίποτα από παράσημα;

Η μπάντα άρχισε να παίζει το πένθιμο εμβατήριο.

 

 

 

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ
ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΕΜΕΛΙΟ

Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/474355773222453510/?nic_v1=1abnfon3s7NZfks8YZHElS0%2B3cv3Ll2q7qx21SaXwdpx84A8WsdDyXvGilK0nZPkp8



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram