fbpx

Wittgenstein – Το θάρρος αποτελεί την αναγκαία συνθήκη της μεγαλοφυίας

Wittgenstein – Το θάρρος αποτελεί την αναγκαία συνθήκη της μεγαλοφυίας

Ανάμεσα στις ηθικές κατηγορίες οι οποίες συγκροτούν το αξιολογικό μας σύστημα, ένα ιδιαίτατο βάρος εναποτέιθεται στο θάρρος. Αυτό είναι που προσδιορίζει τη φυσιογνωμία του φιλοσόφου, του καλλιτέχνη, του “Ανθρώπου”. Αυτό αποτελεί την αναγκαία συνθήκη της μεγαλοφυίας. Θάρρος στην ανθρώπινη σχέση, θάρρος στη φιλοσοφία “γιατί αλλιώς καταντάει ένα σκέτο διανοητικό παιχνίδι”, θάρρος στην Τέχνη κι ένα ακόμα : “όσο είναι το θάρρος σου τόσος κι ο δεσμός σου με τη ζωή και τον θάνατο”.

Ludwig Josef Johann Wittgenstein

Βιογραφία

Ο Βιτγκενστάιν γεννήθηκε στη Βιέννη τον Απρίλιο του 1889. Ήταν το όγδοο και τελευταίο παιδί για μία από τις πλέον εύπορες και αξιοσέβαστες οικογένειες της Βιέννης των Αψβούργων. Ωστόσο, το όνομα Βιτγκενστάιν της ανήκε στην πραγματικότητα μόνο κατά τις τελευταίες τρεις γενιές. Ο προπάππος του, Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, που εργαζόταν ως διαχειριστής της κτηματικής περιουσίας της γερμανικής αριστοκρατικής οικογένειας των Seyn-Wittgenstein, υιοθέτησε το όνομα αυτό όταν το 1808 ο Ναπολέων υποχρέωσε τους Εβραίους να αποκτήσουν και ένα δεύτερο επώνυμο. Αν και εβραϊκής καταγωγής, η οικογένεια Βιτγκενστάιν δεν θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηριστεί τμήμα της εβραϊκής κοινότητας, καθώς αφομοιώθηκε με τη μεσαία τάξη της Βιέννης ενώ παράλληλα διέθετε μία καθαρά γερμανική κουλτούρα. Ο πατέρας του, Καρλ Βιτγκενστάιν, ήταν ένας από τους σημαντικότερους βιομηχάνους σε ολόκληρη την αυστροουγγρική αυτοκρατορία της εποχής και η οικογένειά του βρισκόταν στο κέντρο της πολιτισμικής ζωής της Βιέννης, σε μία ιδιαίτερη μάλιστα ιστορική περίοδο γέννησης αρκετών πνευματικών και πολιτισμικών κινημάτων, στα τέλη του 19ου αιώνα.

Νεανικά χρόνια

Ο Βιτγκενστάιν γαλουχήθηκε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον όπου τα περισσότερα μέλη της οικογένειας διέθεταν κάποια ιδιαίτερη πνευματική ή καλλιτεχνική κλίση. Ο πατέρας του, όταν εγκατέλειψε τον επιχειρηματικό χώρο, μετατράπηκε σε μαικήνα των εικαστικών τεχνών, ενώ η οικογένειά του είχε στενές σχέσεις με σημαντικούς μουσικούς όπως ο Γιοχάνες Μπραμς και ο Γκούσταβ Μάλερ. Ο αδελφός του, Πάουλ Βιτγκενστάιν, ήταν επίσης σημαντικός πιανίστας. Ο ίδιος δεν έδειξε κάποιο πρώιμο εικαστικό ή μουσικό ταλέντο αλλά ούτε και κάποια άλλη ιδιαίτερη κλίση πέρα από την ενεργητικότητα και επιδεξιότητά του. Ήδη σε νεαρή ηλικία, βίωσε την αυτοκτονία δύο αδελφών του, του Χανς και του Ρούντολφ. Συνολικά τρία από τα τέσσερα αδέλφια του αυτοκτόνησαν, γεγονός που αποδίδεται εν μέρει στις υψηλές προσδοκίες που καλλιεργούσε ο πατέρας τους καθώς και τις πιέσεις του να αναλάβουν τις επιχειρήσεις της οικογένειας. Ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν δεν έδειξε ωστόσο δείγματα ανάλογης αυτοκαταστροφικής τάσης.

Μέχρι το 1903 ο Βιτγκενστάιν λάμβανε μαθήματα κατ’ οίκον. Έχοντας δώσει την εικόνα πως διέθετε το ταλέντο του μηχανικού, φοίτησε αργότερα στην τεχνική σχολή (γυμνάσιο) Realschule στο Λιντς, περνώντας με επιτυχία τις αυστηρές εισαγωγικές εξετάσεις. Την ίδια περίοδο, μαθήτευε στην ίδια σχολή και ο Αδόλφος Χίτλερ, ωστόσο δεν θεωρείται πως οι δύο άνδρες είχαν οποιαδήποτε επαφή μεταξύ τους. Οι μαθητικές επιδόσεις του Βιτγκενστάιν μπορούν να χαρακτηριστούν μέτριες ή κακές, όπως αποδεικνύουν οι μαθητικοί του έλεγχοι. Αποφοίτησε το 1906 και αμέσως μετά ξεκίνησε σπουδές μηχανολόγου στην Technische Hochschule (Ανωτάτη Τεχνική Σχολή), στο Βερολίνο. Για τα δύο χρόνια που σπούδασε εκεί δεν διαθέτουμε πολλές πληροφορίες. Έλαβε τελικά το δίπλωμά του στις 5 Μαίου 1908. Παρά το γεγονός πως σε ολόκληρη αυτή την χρονική περίοδο ο Βιτγκενστάιν παρουσιάζει ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία, φαίνεται πως επικράτησε η επιθυμία του πατέρα του ώστε αμέσως μετά το Βερολίνο, ξεκίνησε στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ σπουδές αεροναυπηγού.

Σπουδές στο Μάντσεστερ

Οι πρώτες του έρευνες αφορούσαν στην κατασκευή χαρταετών για το μετεωρολογικό σταθμό Kite Flying Upper Atmosphere Station. Το φθινόπωρο του 1908, ο Βιτγκενστάιν γράφτηκε στο τμήμα Μηχανικών του πανεπιστημίου ως ερευνητής φοιτητής. Στα πλαίσια των ερευνών του, άρχισε να εστιάζει το ενδιαφέρον του στα μαθηματικά, πέρα από αεροναυτικές εφαρμογές, ενώ είναι γνωστό πως παρακολουθούσε τις διαλέξεις του Τζ. Ε. Λίτλγουντ για τη θεωρία της μαθηματικής ανάλυσης. Την ίδια εποχή ήρθε σε επαφή και με το έργο του Μπέρτραντ Ράσελ, The Principles of Mathematics (Οι Αρχές των Μαθηματικών) καθώς και με το βιβλίο του Gottlob Frege Grundgesetze.

Παρά την εντατική ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία των μαθηματικών, ο Βιτγκενστάιν συνέχισε παράλληλα τις σπουδές του στην αεροναυπηγική, ολοκληρώνοντας μάλιστα τα σχέδια για την κατασκευή ενός κινητήρα αεροπλάνου. Η ιδέα του αποδείχθηκε αδύνατο να εφαρμοστεί τελικά στα αεροπλάνα, ωστόσο αργότερα χρησιμοποιήθηκε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου στο σχεδιασμό ελικοπτέρων. Στο δεύτερο έτος σπουδών του στράφηκε στη δημιουργία βελτιώσεων στις έλικες των αεροκινητήρων. Για τα σχέδιά του, ζήτησε επίσης κατοχύρωση της ευρεσιτεχνίας του, την οποία έλαβε τελικά το 1911. Παρά την υποτροφία του στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, ο Βιτγκενστάιν αποφάσισε οριστικά τη στροφή του προς τη φιλοσοφία. Το καλοκαίρι του 1911, επισκέφτηκε τον Φρέγκε, ο οποίος τον συμβούλευσε να αρχίσει σπουδές κοντά στον Μπέρτραντ Ράσελ, που τότε δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Κέημπριτζ.

Συνεργασία με τον Μπέρτραντ Ράσελ

Στις 18 Οκτωβρίου του 1911, ο Βιτγκενστάιν επισκέφτηκε τον Μπερτραντ Ράσελ στο Trinity College και σύντομα αποτέλεσε έναν από τους λίγους που παρακολουθούσαν τις διαλέξεις του. Παράλληλα, τον απασχολούσε και εκτός διδασκαλίας, προκαλώντας εκτεταμένες συζητήσεις μαζί του, πάνω σε πολλά φιλοσοφικά ζητήματα. Ο Βιτγκενστάιν αποζητούσε επιπλέον τη γνώμη του σχετικά με το αν διέθετε το απαραίτητο ταλέντο στη φιλοσοφία, προκειμένου να ασχοληθεί με αυτή. Ο Ράσελ τελικά ενθάρρυνε τον Βιτγκενστάιν να συνεχίσει να ασχολείται με τη φιλοσοφία και την 1η Φεβρουαρίου του 1912 έγινε επίσημα δεκτός στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ με επόπτη καθηγητή τον Ράσελ. Στη διάρκεια ενός τριμήνου άρχισαν να μελετούν μαζί μαθηματική λογική. Στην αλληλογραφία του Ράσελ αποτυπώνεται ο θαυμασμός του για τις ικανότητες του Βιτγκενστάιν αλλά και η βεβαιότητά του πως θα έλυνε τα προβλήματα που ο ίδιος δεν κατάφερε. Αν και δεν γνωρίζουμε με λεπτομέρεια το έργο του Βιτγκενστάιν σε αυτή τη χρονική περίοδο, θεωρείται πιθανό πως αφορούσε στη θεμελίωση της λογικής. Την ίδια περίπου εποχή, ο Βιτγκενστάιν έγινε και υποψήφιο μέλος του ομίλου των “Αποστόλων” του Κέιμπριτζ, μιας πολύ κλειστής λέσχης, γεγονός που δείχνει την αυξανόμενη επιρροή που ασκούσε στους ακαδημαϊκούς κύκλους.

Από το τέλος περίπου του πρώτου έτους του στο Κέιμπριτζ, ο Βιτγκενστάιν θεωρείτο διάδοχος του καθηγητή του. Είναι επίσης γεγονός πως στις αρχές του 1913 ο Ράσελ έχει σχεδόν εγκαταλείψει τον τομέα της λογικής πάνω στον οποίο εργαζόταν ο Βιτγκενστάιν, ενδεχομένως γιατί πίστευε πως δεν μπορούσε ο ίδιος να προσφέρει κάτι περισσότερο από εκείνον. Την ίδια χρονιά καταγράφεται ο θάνατος του πατέρα του Βιτγκενστάιν. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που κληρονόμησε, το δώρισε σε Αυστριακούς καλλιτέχνες χωρίς πόρους. Την ίδια περίοδο, ο Βιτγκενστάιν πείθεται πως στον ακαδημαϊκό περίγυρο του Κέιμπριτζ δεν θα μπορούσε να παραγάγει ένα σημαντικό φιλοσοφικό έργο, όπως ο ίδιος το εννοούσε και αποφασίζει να απομονωθεί στη Νορβηγία προκειμένου να ολοκληρώσει το έργο του πάνω στη λογική.

Περίπου τον Οκτώβριο του 1913, ο Βιτγκενστάιν εγκαταστάθηκε στο απομονωμένο χωριό Skjolden της Νορβηγίας, αποκομμένος και συγχρόνως απελευθερωμένος από τον αστικό τρόπο ζωής της Βιέννης ή του Κέιμπριτζ. Στο διάστημα της παραμονής του υπήρξε πολύ παραγωγικός ενώ κατά διαστήματα διατηρούσε επικοινωνία δια αλληλογραφίας με τον Ράσελ σχολιάζοντας την πρόοδο του έργου του ή διευκρινίζοντας του κάποια σημεία του. Ο Βιτγκενστάιν ουσιαστικά εργάστηκε πάνω σε ένα κείμενο που ο ίδιος αποκαλούσε με τον όρο Logik, πρόδρομο του μεταγενέστερου Tractatus, το οποίο προόριζε για πτυχιακή εργασία στο πανεπιστήμιο. Το καλοκαίρι του 1914 επέστρεψε στη Βιέννη για την περίοδο των διακοπών αλλά δεν θα γυρνούσε στο Skjolden πριν το καλοκαίρι του 1921.

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος – Tractatus

Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου αποτέλεσε για τον Βιτγκενστάιν ένα απρόσμενο γεγονός, λόγω της απομόνωσής του στη Νορβηγία. Κατατάχθηκε εθελοντικά στον αυστροουγγρικό στρατό στις 7 Αυγούστου, μία ημέρα μετά την κήρυξη πολέμου της Αυστρίας κατά της Ρωσίας και υπηρέτησε αρχικά στα μετόπισθεν του ανατολικού μετώπου, σε μία πυροβολαρχία στην Κρακοβία. Στα ημερολόγια που διατηρούσε ο Βιτγκενστάιν κατά τη διάρκεια του πολέμου, διαφαίνεται πως τα κίνητρά του πίσω από την κατάταξή του ήταν πιο περίπλοκα και δεν περιελάμβαναν αποκλειστικά το πατριωτικό συναίσθημα. Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, ο ίδιος γράφει “Ίσως η εγγύτητα του θανάτου να ρίξει φως στη ζωή μου”. Ένα ακόμα γεγονός που αναδεικνύεται μέσα από τα ημερολόγιά του είναι και η θρησκευτική του μεταστροφή. Αν και ο Βιτγκενστάιν χαρακτηριζόταν από μία αθειστική στάση ζωής μέχρι εκείνη την περίοδο, το βιβλίο του Λέοντος Τολστόι “Το Ευαγγέλιο” φαίνεται πως τον επηρέασε βαθιά προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου ο Βιτγκενστάιν επεξεργαζόταν παράλληλα το φιλοσοφικό του έργο, σε μία περίοδο που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαιτέρως γόνιμη. Από τα γραπτά του, αντλούμε την πληροφορία πως στις 29 Σεπτεμβρίου του 1914 συνέλαβε την ιδέα αυτού που σήμερα αποκαλούμε Θεωρία της Απεικονιστικότητας της Γλώσσας ή της Θεωρίας της Λογικής Αναπαράστασης όπως ανέφερε συχνά ο ίδιος. Επιπλέον, θρησκευτικά στοιχεία άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο έντονα στη σκέψη του, τα οποία αναγνωρίζονται σήμερα ως η βάση των παρατηρήσεων στο τέλος του Tractatus και αφορούν το νόημα της ζωής, την αισθητική και την ψυχή. Τον Οκτώβριο του 1915, ευχαριστημένος από τα αποτελέσματα της εργασίας του, ο Βιτγκενστάιν έκανε μία προσπάθεια να της δώσει μία μορφή βιβλίου. Η απόπειρα αυτή αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την πρώτη παραλλαγή του Tractatus, η οποία ωστόσο δεν έχει διασωθεί αλλά την πληροφορούμαστε από ένα γράμμα του στον Μπέρταντ Ράσελ.

Τον Μάρτιο του 1916 οι αυστριακές αρχές ενέκριναν το αίτημα του ίδιου του Βιτγκενστάιν να μετατεθεί στο μέτωπο ως απλός στρατιώτης και τοποθετήθηκε σε μάχιμη μονάδα στο ρωσικό μέτωπο, όπου ζήτησε επίσης ένα από τα πιο επικίνδυνα πόστα, αυτό του παρατηρητή. Τον Μάρτιο του 1918 μετατέθηκε σε ένα σύνταγμα του ορεινού πυροβολικού στο ιταλικό μέτωπο. Για ένα διάστημα νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο του Μπολτσάνο, όπου θεωρείται πολύ πιθανό πως δούλεψε πάνω στο σχεδόν ολοκληρωμένο τότε βιβλίο του. Λίγο αργότερα τιμήθηκε για την ανδρεία του με την Ταινία του Μεταλλίου Στρατιωτικών Πράξεων μετά Ξιφών ενώ του παραχωρήθηκε και μεγάλη άδεια. Περίπου το καλοκαίρι του 1918 φαίνεται πως το Tractatus, όπως το γνωρίζουμε σήμερα, έλαβε την οριστική του μορφή. Η περίοδος αυτή συνέπεσε με την είδηση του θανάτου του πολύ στενού του φίλου Ντέβιντ Πίνσεντ, γεγονός που αποτέλεσε και την αφορμή να αφιερώσει ο Βιτγκενστάιν το βιβλίο του στη μνήμη του. Παράλληλα ξεκίνησε να ασχολείται με τη δημοσίευσή του. Μετά την επιστροφή του στην Ιταλία, ο Βιτγκενστάιν αιχμαλωτίστηκε από τον ιταλικό στρατό και μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο αιχμαλώτων του Κόμο. Χάρη στις ενέργειες του Ράσελ και άλλων γνωστών του από το Κέιμπριτζ, του δόθηκε η ευκαιρία να αφεθεί ελεύθερος με την προϋπόθεση πως θα δήλωνε ιατρικά ανίκανος να αντέξει τον περιορισμό του. Τελικά, ο Βιτγκενστάιν αρνήθηκε τέτοιου είδους προνόμιο αλλά δέχθηκε την άδεια να λαμβάνει βιβλία και να διατηρεί αλληλογραφία. Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να στείλει το χειρόγραφο του βιβλίου του στον Ράσελ. Στη μεταξύ τους αλληλογραφία, ο Βιτγκενστάιν εμφανίζεται δυσαρεστημένος από το γεγονός ότι ο πρώην καθηγητής του δεν μπορεί να κατανοήσει σε βάθος το έργο του, κάτι που παραδέχεται και ο ίδιος ο Ράσελ. Στις 21 Αυγούστου του 1919 αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε στην Αυστρία.

Δημοδιδάσκαλος

Όταν ο Βιτγκενστάιν επέστρεψε στην πατρίδα του με τη λήξη του πολέμου, αν και αποτελούσε έναν από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ευρώπης, φρόντισε να εκχωρήσει όλη του την περιουσία στις αδελφές του Χελένε (Helene) και Χερμίνε (Hermine), καθώς και στον αδελφό του Πάουλ (Paul). Την περίοδο αυτή, η αποτυχία να βρεθεί ένας εκδότης για το Tractatus αλλά και η γενικευμένη αδυναμία των φιλοσόφων να κατανοήσουν το έργο του αποτέλεσε πηγή κατάθλιψης για τον Βιτγκενστάιν. Τον Σεπτέμβριο του 1919 γράφτηκε επίσης στην Παιδαγωγική Ακαδημία όπου εκπαιδεύτηκε σύμφωνα με τις αρχές του Κινήματος Σχολικής Μεταρρύθμισης, με βάση τα δημοκρατικά και σοσιαλιστικά ιδεώδη.

Με το τέλος της εκπαίδευσής του, ο Βιτγκενστάιν διορίστηκε ως δάσκαλος στο αγροτικό χωριό Τράτενμπαχ (Trattenbach). Η διδασκαλία του ακολουθούσε τις γενικές αρχές του κινήματος μεταρρύθμισης σύμφωνα με τις οποίες τα παιδιά έπρεπε να ενθαρρύνονται να σκέφτονται κάθε πρόβλημα παρά να αποστηθίζουν γνώσεις ενώ σημαντικό ρόλο είχε και η πρακτική άσκηση. Ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν ήταν ως δάσκαλος απαιτητικός και αρκετά αυστηρός, ενώ έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στα μαθηματικά και δεν δίσταζε να διδάσκει ύλη που τυπικά δεν συμβάδιζε με την ηλικία των μαθητών του, ειδικά σε περιπτώσεις προικισμένων παιδιών. Στις μεθόδους που χρησιμοποιούσε συμπεριλαμβανόταν και η χρήση σωματικής τιμωρίας, πρακτική που εν γένει ήταν αποδεκτή, διέφερε όμως από τις μεθόδους της μεταρρύθμισης. Η προσωπικότητα του Βιτγκενστάιν αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από τους κατοίκους του χωριού ενώ σταδιακά και ο αρχικός ενθουσιασμός του άρχισε να εξασθενεί.

Την ίδια περίπου περίοδο, εκδόθηκε για πρώτη φορά το βιβλίο του, κυρίως χάρη σε ενέργειες του Μπέρτραντ Ράσελ. Η έκδοση αυτή, κατευθείαν από το χειρόγραφο του Βιτγκενστάιν, περιείχε πολλά λάθη και γενικά δεν έτυχε ιδιαίτερης επιμέλειας, σε τέτοιο βαθμό που ο ίδιος ο Βιτγκενστάιν την αποκάλεσε “πειρατική έκδοση” ενώ μέχρι την εμφάνιση της αγγλικής μετάφρασης το 1922 δεν θεωρούσε πως το έργο του είχε εκδοθεί. Η επόμενη μεταφρασμένη έκδοση, έγινε αντικείμενο μελέτης στην ακαδημαϊκή κοινότητα. Η κριτική παρουσίαση του στο περιοδικό Mind από τον τότε φοιτητή στο King’s College, Frank Ramsey, παραμένει ως σήμερα μία από τις πιο διεισδυτικές αναφορές στο Tractatus. Ο Ράμσεϋ γνώρισε και προσωπικά το συγγραφέα του όταν τον επισκέφτηκε στην Αυστρία.

Τον Σεπτέμβριο του 1924 ο Βιτγκενστάιν εγκατέλειψε το Τράτενμπαχ και έγινε δάσκαλος στο γειτονικό χωριό Ότερταλ (Otterthal). Την περίοδο αυτή καταγράφεται μία σημαντική συνεισφορά του στην αυστριακή σχολική μεταρρύθμιση, η δημιουργία ενός ορθογραφικού λεξικού για διδασκαλία στα δημοτικά σχολεία. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε τελικά το 1926 μετά από επίσημη έγκριση και αφού υπέστη ορισμένες τροποποιήσεις. Τον Απρίλιο του 1926, ο Βιτγκενστάιν εγκατέλειψε οριστικά το Ότερταλ και τη διδασκαλία. Για την απόφασή του αυτή, στάθηκε αφορμή ένα συμβάν με έναν από τους μαθητές του, τον οποίο ο Βιτγκενστάιν χτύπησε προκαλώντας την λιπουθμία του. Μετά από ανάκριση που ακολούθησε, αποφασίστηκε πως δεν είχε διαπράξει κάποιο υπηρεσιακό αδίκημα, ωστόσο ο ίδιος είχε ήδη υποβάλει την παραίτησή του στις 28 Απριλίου του 1926 και αποφάσισε να μην εργαστεί ξανά ως δάσκαλος.

Επιστροφή στο Κέιμπριτζ

Το καλοκαίρι του 1926 ο Βιτγκενστάιν επέστρεψε στη Βιέννη αφού είχε εργαστεί για ένα σύντομο διάστημα ως κηπουρός σε μοναστήρι. Μετά από επιθυμία της αδελφής του ανέλαβε την κατασκευή του νέου σπιτιού της, σε συνεργασία με τον Πάουλ Ένγκελμαν (Paul Engelmann), ο οποίος είχε επιμεληθεί τα αρχικά σχέδια. Το έργο τους ολοκληρώθηκε στις 13 Νοεμβρίου του 1926 και ως αρχιτέκτονες αναγράφονταν οι P. Engelmann και L. Wittgenstein. Μέσα από την εργασία του αυτή, ο Βιτγκενστάιν επανήλθε σταδιακά στους κόλπους της κοινωνίας της Βιέννης αλλά και στη φιλοσοφία.

Το 1929 αποφάσισε να επιστρέψει στο Κέιμπριτζ, έπειτα από παρότρυνση αρκετών ακαδημαϊκών και φιλοσόφων. Σε ένα γράμμα του, ο λόρδος Κέινς (Keynes) ανακοίνωσε την άφιξή του με τη φράση “Ο Θεός αφίχθη. Τον συνάντησα στο τρένο των 5:15”, ενδεικτικό της φήμης που είχε αποκτήσει αλλά και του θρύλου που είχε καλλιεργηθεί γύρω από τη φυσιογνωμία του. Παρά την αναγνώριση της σπουδαιότητας του έργου του, ο Βιτγκενστάιν επέστρεψε στο Κέιμπριτζ χωρίς κάποιο τίτλο. Υπέβαλε το Tractatus ως διδακτορική διατριβή και η προφορική του εξέταση έγινε από τους Μπέρτραντ Ράσελ και Τζ. Ε. Μουρ στις 18 Ιουνίου του 1929. Η έκθεση του Μουρ ανέφερε πως “[…] η διατριβή του κυρίου Wittgenstein είναι ένα μεγαλοφυές έργο” και τελικά απέκτησε τον τίτλο του διδάκτορα.

Τον επόμενο χρόνο, ο Βιτγκενστάιν ανέλαβε μία σειρά διαλέξεων για το τμήμα Ηθικών Επιστημών. Παράλληλα, ολοκλήρωσε το έργο που είναι σήμερα γνωστό ως Φιλοσοφικές παρατηρήσεις (Philosophische Bemerkungen), στο οποίο αποτυπώνεται μια διαφοροποίηση από τις ιδέες του Tractatus. Το κείμενο αυτό υποβλήθηκε ως διατριβή, στο τέλος του φθινοπωρινού τριμήνου του 1930, για την οποία του δόθηκε μια πενταετής υποτροφία μεταδιδακτορικού (fellow) στο Trinity College. Τα επόμενα χρόνια, ο Βιτγκενστάιν ανέπτυξε νέες φιλοσοφικές ιδέες οι οποίες αποτυπώνονταν κυρίως στις διαλέξεις του στο Κέιμπριτζ. Κατά τη διάρκεια αυτών, μία ομάδα φοιτητών του, τις κατέγραφε σε σημειώσεις που αργότερα δέθηκαν με ένα μπλε εξώφυλλο και αποτέλεσαν το αποκαλούμενο Μπλε βιβλίο, μία πρώτη μορφή δημοσίευσης της νέας φιλοσοφικής μεθόδου του Βιτγκενστάιν που έγινε αρκετά δημοφιλής στη φιλοσοφική κοινότητα της Οξφόρδης. Κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους 1934 – 1935, ο Βιτγκενστάιν υπαγόρευσε το έργο που γνωρίζουμε σήμερα ως Καφέ βιβλίο. Τα κείμενα που περιέχονταν σε αυτό δεν αποτελούσαν σημειώσεις διαλέξεων αλλά περισσότερο μια συγκέντρωση των αποτελεσμάτων του για προσωπική χρήση.

Τον Σεπτέμβριο του 1935, ο Βιτγκενστάιν οργάνωσε ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση. Την ίδια εποχή, αρκετοί έκριναν πως η σοβιετική Ρωσία αποτελούσε μία εναλλακτική λύση σε σχέση με τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, στις οποίες είχε ήδη ξεκινήσει η άνοδος του φασισμού. Τελικά δεν παρέτεινε την παραμονή του στη Ρωσία, παρά την αρχική του πρόθεση να εγκατασταθεί και να εργαστεί εκεί και επέστρεψε στο Κέιμπριτζ. Το επόμενο διάστημα, αποφάσισε να ολοκληρώσει το επόμενο φιλοσοφικό του βιβλίο και για το σκοπό αυτό, με τη λήξη της υποτροφίας του Εταίρου, αναχώρησε για τη Νορβηγία. Ο Βιτγκενστάιν εργάστηκε πάνω στο προγενέστερο Καφέ βιβλίο και το αποτέλεσμα της εργασίας του αποτέλεσε ένα μέρος του μεταγενέστερου βιβλίου Φιλοσοφικές Έρευνες (Philosophische Untersuchungen).

Καθηγητής Φιλοσοφίας

Από τη Νορβηγία επέστρεψε στην Αυστρία, τον Δεκέμβριο του 1937. Στην περίοδο που ο Αδόλφος Χίτλερ επιζητούσε την ενσωμάτωση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία, ο Βιτγκενστάιν αναζήτησε και τελικά του δόθηκε μια θέση διδάσκοντος στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, στις 11 Φεβρουαρίου του 1939, γεγονός που τον βοήθησε στην αίτησή του για βρετανική υπηκοότητα ενώ τον Ιούνιο απέκτησε βρετανικό διαβατήριο. Οι διαλέξεις του στο πανεπιστήμιο καταγράφονται ως ξεχωριστές και μάλλον αντισυμβατικές, καθώς το περιεχόμενό τους δεν ήταν μόνο η φιλοσοφία ή τα μαθηματικά αλλά παράλληλα και η αισθητική ή το ζήτημα της θρησκευτικής πίστης. Παράλληλα διαμόρφωνε απόψεις σε πλήρη αντίθεση με τους επαγγελματίες μαθηματικούς της εποχής και απολύτως ριζοσπαστικές σε ό,τι αφορούσε τη φιλοσοφία των μαθηματικών. Μέρος στις διαλέξεις του πήρε για ένα διάστημα και ο Άλαν Τούρινγκ, με τον οποίο όμως ο Βιτγκενστάιν ήρθε σε ριζική διαφωνία.

Στη διάρκεια των δύο πρώτων χρόνων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Βιτγκενστάιν συνέχισε να διδάσκει, ωστόσο αναζητούσε εργασία έξω από την ακαδημαϊκή ζωή. Τελικά κατάφερε να εργαστεί εθελοντικά στο νοσοκομείο Guy’s του Λονδίνου ως τραυματιοφορέας και αργότερα στο θεραπευτήριο “Βασίλισσα Βικτώρια” στο Νιουκάσλ, ως βοηθός εργαστηρίου. Μετά τον πόλεμο, ο Βιτγκενστάιν επέστρεψε στην έδρα του Κέιμπριτζ διδάσκοντας μέχρι το καλοκαίρι του 1947. Οι διαλέξεις του κατά τη διάρκεια του τελευταίου του τριμήνου εγκαινίαζαν τα θέματα που θα τον απασχολούσαν τα επόμενα χρόνια και τα οποία αποτελούν σήμερα το δεύτερο μέρος των Φιλοσοφικών Ερευνών.

Τα τελευταία χρόνια

Εγκαταλείποντας την έδρα του στο πανεπιστήμιο, ο Βιτγκενστάιν αφοσιώθηκε στη συγγραφή ενός επόμενου βιβλίου, σε καθεστώς απομόνωσης στην Ιρλανδία. Εκεί, σχεδόν ολοκλήρωσε την έκδοση των Φιλοσοφικών Ερευνών που γνωρίζουμε σήμερα. Τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του, ταξίδεψε στη Βιέννη, στις ΗΠΑ και στην Οξφόρδη, ενώ παράλληλα ξεκίνησε να επεξεργάζεται μια νέα σειρά σημειώσεων που μετά το θάνατό του αποτέλεσαν το βιβλίο Περί της βεβαιότητας (On Certainty). Η τελευταία παρατήρηση που περιλαμβάνεται στο βιβλίο γράφτηκε στις 27 Απριλίου του 1951, μία ημέρα πριν το θάνατό του από καρκίνο. Πριν χάσει τις αισθήσεις του, η τελευταία του φράση – απευθυνόμενος στον γιατρό του – ήταν “Πείτε τους πως έζησα μια υπέροχη ζωή”.

ΠΗΓΕΣ : 1.pasithee.library.upatras.gr
2. wikipedia.com

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ : LECTURES BUREAU

EIKONA : pinterest.com/pin/607704543477442933/



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram