26 Ιούλ Τι διακυβευόταν όταν οι Αθηναίοι ψήφισαν να εμπλακούν σε πόλεμο εναντίον της Σπάρτης [(ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ) JOHANNA HANINK] | Μέρος Β’
Η διήγηση που ακολουθεί βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην αφήγηση του Θουκυδίδη στο 1ο Βιβλίο της Ιστορίας.
Περίπου το 454 π.Χ., οι Αθηναίοι μετέφεραν τον θησαυρό της Δηλιακής Συμμαχίας από τη Δήλο στην Αθήνα, και στο εξής το ένα εξηκοστό του φόρου κάθε πόλης-κράτους αφιερωνόταν στη θεά Αθηνά. Τα εν λόγω ποσά καταγράφονταν, δημόσια σε στήλες, οι οποίες ήταν μεγάλες λίθινες πινακίδες γνωστές ως «αθηναϊκοί φορολογικοί κατάλογοι», σημαντικά τμήματα των οποίων έχουν σωθεί ως τις μέρες μας.
Ο φόρος συλλεγόταν σε ετήσια βάση τις μέρες πριν από τα Εν Άστει Διονύσια, τη μεγαλύτερη γιορτή των Αθηνών κατά την οποία παρουσιάζονταν οι πρεμιέρες των περισσότερων αρχαιοελληνικών θεατρικών έργων που σώζονται έως σήμερα. Οι σύμμαχοι, επίσης, ήταν υποχρεωμένοι να στέλνουν προσφορές στην αθηναϊκή γιορτή των Μεγάλων Παναθηναίων, κατά την οποία εορταζόταν η προστάτιδα θεά της πόλης.
Στην Ιστορία, τόσο ο Περικλής όσο και ο Κλέωνας (στα κεφάλαια «Η διατήρηση σταθερής πορείας: η τελευταία δημηγορία του Περικλή» και «Ο πολιτικός ρεαλισμός (Realpolitik): ο διάλογος για τους Μυτιληναίους») αναφέρονται ρητά στην αθηναϊκή ηγεμονία ως «τυραννία», μια έννοια που επίσης ενίοτε δραματοποιούνταν με ευφάνταστο τρόπο στην α0ηνάίκή κωμική σκηνή (για παράδειγμα, στην κωμωδία του Αριστοφάνη Ιππής και στη χαμένη κωμωδία τον Εύπολη Δήμοι).
Η Αθήνα επιχείρησε να διατηρήσει τον έλεγχο επί των υποτελών της πόλεων-κρατών με διάφορούς τρόπούς. Τελικά, απαίτησε όλες οι μείζονες δίκες να πραγματοποιούνται στην Αθήνα, όπου το 461 π.Χ. το δικαστικό σύστημα είχε αναθεωρηθεί πλήρως και είχε διευρυνθεί με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη. Κάποια στιγμή, μεταξύ των δεκαετιών τον 440 και τον 420 π.Χ. (οι γνώμες των μελετητών διίστανται), η πόλη πέρασε επίσης ένα ψήφισμα που έθετε εκτός νόμου τη χρήση, σε όλη την έκταση της ηγεμονίας, οποιουδήποτε αργυρού νομίσματος εκτός από το αθηναϊκό τετράδραχμο (ωστόσο, η αποτελεσματικότητα του διατάγματος αμφισβητείται). Οι κληρουχίες εξακολούθησαν να ιδρύονται σε κατεκτημένα εδάφη ακόμα και την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Η ηγεμονία, επίσης, χρησιμοποιήθηκε ως μέσο διάδοσης του αθηναϊκού πολιτισμού. Σε τακτική βάση, οι Αθηναίοι επέβαλλαν δημοκρατικά καθεστώτα στις συμμαχικές τους πόλεις-κράτη, τα οποία, επίσης σύμφωνα με ποικίλα διατάγματα, υιοθετούσαν συγκεκριμένες αθηναϊκές θρησκευτικές και πολιτιστικές πρακτικές. Μάρτυρας της «ήπιας εξουσίας» της Αθήνας κατά τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν η ταχύτατη διάδοση του ενθουσιασμού για το αθηναϊκό θέατρο στην ευρύτερη Μεσόγειο, ακόμα και πέρα από τις επικράτειες της ηγεμονίας. Η μεγάλη έκταση και πολυπλοκότητα της ηγεμονίας -και των αθηναϊκών μεθόδων διοίκησής της- οδήγησε σε μια τεράστια γραφειοκρατία, μεγάλο μέρος της οποίας διεκπεραιωνόταν από «δημόσιους» δούλους υψηλής εξειδίκευσης.
Η μορφή που κυριάρχησε στην Αθήνα κατά τα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ. ήταν ο Περικλής, ένας αριστοκράτης, πολιτικός και εξαιρετικά επιτυχημένος στρατηγός. Η εκτίμηση του Θουκυδίδη για τα χαρίσματα τον Περικλή ως πολιτικού είναι σαφής στον λεγόμενο «Επιτάφιο» για τον ίδιο στο 2ο Βιβλίο της Ιστορίας (βλ. την εισαγωγή στο κεφάλαιο «Η διατήρηση σταθερής πορείας: η τελευταία δημηγορία του Περικλή»), όπου σημειώνει πως, υπό την ηγεσία τον Περικλή, η πόλη έγινε «μια δημοκρατία κατ’ όνομα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν ενός ανδρός αρχή» (2.65). Εκεί ο Θουκυδίδης, επίσης, αποδίδει την τελική πολεμική ήττα της Αθήνας στα σφάλματα των διαδόχων του Περικλή, οι οποίοι επικέντρωσαν τις προσπάθειές τους όχι στα συμφέροντα της πόλης, αλλά στη δική τους ατομική προώθηση λαϊκίστικου τύπου. Κείμενα από μεταγενέστερες δεκαετίες, ειδικά οι σωκρατικοί διάλογοι του Πλάτωνα, ασκούν πιο φανερή κριτική στον Περικλή, αλλά ομόφωνα αναγνωρίζουν τις ικανότητές του ως δημόσιού ρήτορα.
Ο Περικλής πιστώνεται το μεγαλεπήβολο πρόγραμμα ανοικοδόμησης της πόλης κατά τις δεκαετίες του 440 και του 430 π.Χ., σχετικά με το οποίο ο Θουκυδίδης παραμένει απόλυτα σιωπηλός. Συχνά έχει υπονοηθεί ότι στο πρόγραμμα αυτό χρησιμοποιήθηκαν τα χρήματα της Δηλιακής Συμμαχίας, αν και αυτή η άποψη έχει πρόσφατα αμφισβητηθεί. Ανεξάρτητα από την πραγματική πηγή χρηματοδότησης, αυτά τα πολυτελή οικοδομήματα -μεταξύ αυτών και ο Παρθενώνας- χρησιμοποιήθηκαν για να αναδείξουν το κύρος της Αθήνας ως ηγεμονικής πόλης. Η Σπάρτη, από την άλλη πλευρά, παρέμεινε ένα ατείχιστο σύμπλεγμα μικρών οικισμών σε όλη τη διάρκεια του 5ου αιώνα π.Χ. Στην αρχή της Ιστορίας του ο Θουκυδίδης ισχυρίζεται ότι, αν εξαφανιζόταν η Σπάρτη, οι επερχόμενες γενιές θα ξεχνούσαν πόσο ισχυρή υπήρξε. «Αλλά αν αυτό συνέβαινε στην Αθήνα», συνεχίζει, «η μεγαλειώδης θέα των [ερειπίων] θα έδινε την εντύπωση ότι η ισχύς της πόλης θα ήταν διπλάσια από την πραγματική» (1.10). Ωστόσο, σε ό,τι η Σπάρτη υστερούσε όσον αφορά το μέγεθος της πόλης υπήρχε ως αντιστάθμισμα η σταθερότητα και η αρτιότητα των συνταγματικών βάσεών της. Την εποχή του Θουκυδίδη η πόλη λειτουργούσε με βάση το ίδιο σύνταγμα για τέσσερις και πλέον αιώνες (1.18). Στην Ιστορία η σπαρτιατική εγκράτεια, η προσκόλληση στην παράδοση και η ευτυχία μέσω της σιωπηλής γαλήνης περιγράφονται στον αντίποδα της εικόνας που δίνει ο Θουκυδίδης για την αθηναϊκή βιασύνη, την καινοτομία και την ανησυχία.
Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος
Ο Θουκυδίδης θεωρεί «αληθέστατη» αλλά λιγότερο δημόσια γνωστή αιτία για το ξέσπασμα του Πελοποννησιακού Πολέμου το 431 πΧ το γεγονός «ότι η Αθήνα είχε γίνει ισχυρή και αυτό προκαλούσε φόβο στη Σπάρτη» (1.23). Επομένως, αναγνωρίζει ότι η ανησυχία της Σπάρτης σχετικά με την ισχυροποίηση της Αθήνας ήταν η «βασική» αιτία του πολέμου, αλλά παράλληλα διαπραγματεύεται μια σειρά από «άμεσα» αίτια. Το πρώτο ήταν μια σύγκρουση που αναζωπυρώθηκε το 435 π.Χ. Εκείνο το έτος μια δημοκρατική επανάσταση ώθησε τους αριστοκράτες της Επιδάμνου (στα δυτικά της σύγχρονης πόλης των Τιράνων στην Αλβανία) να αναζητήσουν βοήθεια από τη «μητρόπολή» τους, την Κέρκυρα. Όταν αυτή η έκκληση για βοήθεια δεν βρήκε ανταπόκριση, οι Επιδάμνιοι στράφηκαν στην Κόρινθο, τη μητρόπολη της Κέρκυρας. Οι Κορίνθιοι, στο πλευρό της Σπάρτης στην Πελοποννησιακή Συμμαχία, ισχυρίστηκαν ότι είχαν υποχρεώσεις απέναντι στους Επιδαμνίους και δυσαρεστήθηκαν με την προφανή απαξιωτική στάση της Κέρκυρας. Όταν η Κόρινθος έστειλε στρατιωτική δύναμη στην Επίδαμνο, οι Κερκυραίοι ζήτησαν βοήθεια από την Αθήνα, η οποία συμφώνησε να ταχθεί μαζί τους στο πλαίσιο μιας αμυντικής συμμαχίας.- Η κορύφωση των «Κερκυραϊκών» (1.24-55) αφορούσε μια ναυμαχία μεταξύ Κορίνθου και Κέρκυρας. Οι Κορίνθιοι επικράτησαν αρχικά, αλλά υποχώρησαν όταν κατέφθασαν τριάντα αθηναϊκά πλοία προς υπεράσπιση της Κέρκυρας.
Σχετικά σύντομα, οι Αθηναίοι άρχισαν να πολιορκούν την Ποτίδαια, μια πόλη της χερσονήσου της, Παλλήνης (το πρώτο «πόδι» της Χαλκιδικής) στη βορειοανατολική Ελλάδα. Η Ποτίδαια ήταν υποτελής σύμμαχος της Αθήνας, αλλά διατηρούσε δεσμούς με την Κόρινθο, η οποία ήταν μητρόπολή της. Κατόπιν παροτρύνσεων της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, η Ποτίδαια εξεγέρθηκε κατά της Δηλιακής Συμμαχίας το 433/2 π.Χ. Η Αθήνα απάντησε πολιορκώντας την πόλη. Κατά συνέπεια, οι σχέσεις μεταξύ Αθήνας και Πελοποννησιακής Συμμαχίας συνέχισαν να επιδεινώνονται και, ύστερα από επιμονή των Κορινθίων, το επόμενο έτος η Σπάρτη ψήφισε να προχωρήσει σε επίσημη ανακοίνωση ότι η Αθήνα είχε παραβιάσει τη συνθήκη ειρήνης (1.87). Οι Σπαρτιάτες, στη συνέχεια, απείλησαν την Αθήνα με πόλεμο αν δεν συμμορφωνόταν με μια σειρά αιτημάτων: να σταματήσει την πολιορκία της Ποτίδαιας, να επιτρέψει την ανεξαρτησία στο νησί της Αίγινας και να άρει τις οικονομικές κυρώσεις που είχε διατάξει εναντίον των Μεγάρων, ενός μέλους της Πελοποννησιακής Συμμαχίας στα βορειοδυτικά της Αθήνας.’ Όταν οι Αθηναίοι αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με οποιαδήποτε από αυτές τις απαιτήσεις, οι απεσταλμένοι από τη Σπάρτη εξέδωσαν ένα τελευταίο τελεσίγραφο: «Οι Σπαρτιάτες επιθυμούν να συνεχιστεί η ειρήνη, αν εσείς είστε πρόθυμοι να επιτρέψετε στους ‘Έλληνες την αυτονομία τους» (1.139). Στην Εκκλησία του Δήμου που συγκλήθηκε στην Αθήνα για να αποφασιστεί η επόμενη κίνηση της πόλης, ο Περικλής ενθάρρυνε τους συμπατριώτες τον να μείνουν ακλόνητοι στις θέσεις τους (βλ. κεφάλαιο «Η αιτιολόγηση ενός πολέμου: η πρώτη πολεμική δημηγορία τον Περικλή»), και οι Αθηναίοι ψήφισαν να εμπλακούν σε πόλεμο. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε πλευρά θεωρούσε την αντίθετη επιτιθέμενη.
Η σύγκρουση που έμεινε γνωστή ως «Πελοποννησιακός Πόλεμος» έσπασε στη μέση της ειρήνης των Τριακονταετών Σπονδών που είχε συναφθεί το 446 π.Χ. και εκτυλίχθηκε σε τουλάχιστον τρεις διακριτές φάσεις, αν και ο Θουκυδίδης θεωρεί ότι η Ιστορία του είναι η εξιστόρηση ενός ενιαίου πολέμου και, αναφερόμενος σε αυτόν ως σύνολο, ισχυρίζεται στην έναρξη του έργου του ότι άρχισε να τον καταγράφει «πιστεύοντας ότι θα ήταν μεγάλος και πιο άξιος λόγου απ’ ό,τι όσοι είχαν προηγηθεί». Επίσης, σημειώνει ότι, πριν από τη λήξη τον πολέμου, όλη η Ελλάδα είχε αναγκαστεί να συνταχθεί με κάποια από τις δύο πλευρές.
Οι φάσεις του πολέμου συνήθως περιγράφονται ως εξής…
Ακολουθεί γ’ μέρος
ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ
ΠΕΡΙ ΠΟΛΕΜΟΥ
JOHANNA HANINK
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ