
20 Ιούν Τι κακό σας έκανε ο μακαρίτης;
Στο νεκροταφείο
“Κύριοι, σηκώθηκε αέρας και άρχισε κιόλας να σκοτεινιάζει. Καλού κακού δεν φεύγουμε;”
Ο άνεμος σεργιανούσε στην πράσινη φυλλωσιά των γέρικων σημύδων, και από τα φύλλα έπεφταν πάνω μας χοντρές σταγόνες. Ένας από εμάς γλίστρησε πάνω στο λασπωμένο χώμα και, για να μην πέσει, αρπάχτηκε από έναν μεγάλο γκρίζο σταυρό.
«Σύμβουλος επικρατείας και Ιππότης Γεγκόρ Γκριαζνορούκοφ… διάβασε. «Τον γνώριζα αυτόν τον κύριο… Αγαπούσε τη γυναίκα του, είχε λάβει το παράσημο του Τάγματος του Αγίου Στανισλάβ, δεν διάβαζε τίποτα… Το στομάχι του χώνευε θαυμάσια… Γιατί να μη ζήσει; Ούτε και να πεθάνει ήταν απαραίτητο, αλίμονο όμως! Η τύχη του το φύλαγε! Ο φουκαράς έπεσε θύμα της ίδια του της επιμέλειας. Κάποτε, εκεί που είχε στήσει αυτί και κρυφάκουγε, έφαγε ένα τέτοιο χτύπημα με την πόρτα κατακέφαλα, που έπαθε διάσειση του εγκεφάλου (διέθετε και εγκέφαλο!) και πέθανε. Να, κάτω από αυτό το μνημείο κείτεται ένας άνθρωπος που απεχθανόταν από τα γεννοφάσκια του στίχους, επιγράμματα και τα λοιπά… .
Από ειρωνεία της τύχης, θαρρείς, όλος ο τάφος του είναι γεμάτος στίχους… Κάποιος έρχεται!»
Μας πλησίαζε ένας άνδρας με φθαρμένο πανωφόρι και ξυρισμένο, γαλαζοκόκκινο μούτρο. Κρατούσε παραμάσχαλα ένα μπουκάλι βότκα του μισού λίτρου και από την τσέπη του ξεπρόβαλλε ένα κομμάτι σαλάμι τυλιγμένο στο χαρτί.
«Πού βρίσκεται λοιπόν ο τάφος του ηθοποιού Μούσκιν;» μας ρώτησε με βραχνή φωνή,
Τον πήγαμε προς τον τάφο του Μούσκιν, που είχε πεθάνει πριν από δυο χρόνια.
«Είστε δημόσιος υπάλληλος;» τον ρωτήσαμε.
«Όχι, ηθοποιός… Τη σήμερον ημέρα δύσκολα ξεχωρίζεις τον ηθοποιό από τον υπάλληλο γραφείου. Σωστά το επισημάνατε… Είναι χαρακτηριστικό, όσο κι αν αυτό δεν είναι καθόλου κολακευτικό για τον δημόσιο υπάλληλο».
Με τα χίλια ζόρια βρήκαμε τον τάφο του ηθοποιού Μούσκιν. Είχε βουλιάξει, ήταν σκεπασμένος με αγριόχορτα και είχε πια χάσει το σχήμα του τάφου… Ένας μικρός φτηνιάρικος σταυρός που είχε αρχίσει να σαπίζει, σκεπασμένος από πράσινα βρύα που με την παγωνιά είχαν γίνει μαύρα, έδινε μια εικόνα γεροντικής μελαγχολίας και θαρρούσες πως ήταν άρρωστος.
«…λησμόνητο φίλο Μούσκιν…» διαβάσαμε.
Ο χρόνος είχε σβήσει το στερητικό α και είχε διορθώσει το ψέμα των ανθρώπων. «Οι ηθοποιοί και οι δημοσιογράφοι μάζεψαν λεφτά για να του στήσουν ένα μνημείο και… τα ήπιαν, τα περιστεράκια μου» αναστέναξε ο ηθοποιός, κάνοντας μια εδαφιαία υπόκλιση και αγγίζοντας με τα γόνατα και τον σκούφο του το υγρό έδαφος.
«Δηλαδή πώς τα ήπιαν;»
«Πολύ απλά. Μάζεψαν τα λεφτά, δημοσίευσαν την είδηση στις εφημερίδες και τα ήπιαν… Κι αυτό δεν το λέω για να τους κατηγορήσω, αλλά έτσι… Στην υγειά σας, άγγελοι μου! Για σας – στην υγειά σας, και γι’ αυτόν – αιωνία του η μνήμη!»
«Με το πολύ ποτό χαλάς την υγεία σου, όσο για την αιώνια μνήμη, αυτή είναι σκέτη θλίψη. Ας δώσει ο Θεός να μας θυμούνται προσωρινά, κι όσο για την αιώνια μνήμη, ποιος σκοτίζεται!»
«Σωστά τα λέτε. Ήταν διάσημος ο Μούσκιν, δέκα στεφάνια του κουβάλησαν στον τάφο του, κι όμως τον ξέχασαν! Αυτοί στους οποίους ήταν αγαπητός τον λησμόνησαν, ενώ εκείνοι στους οποίους έκανε κακό τον θυμούνται. Εγώ, ας πούμε, δεν θα τον ξεχάσω στον αιώνα τον άπαντα, γιατί άλλο από κακό δεν είδα απ’ αυτόν. Δεν τον αγαπώ τον μακαρίτη».
«Και τι κακό σας έκανε;»
«Κακό μεγάλο» αναστέναξε ο ηθοποιός και μια έκφραση πίκρας και οργής απλώθηκε στο πρόσωπό του. «Για μένα στάθηκε κακούργος και ληστής, Θεός σχωρέσ’ τον. Έγινα ηθοποιός ακούγοντας και βλέποντας αυτόν. Με μάγεψε με την τέχνη του από τότε που ζούσα στο σπίτι των γονιών μου, με δελέασε με τη ματαιότητα της τέχνης, πολλά μου υποσχέθηκε, και δεν μου έδωσε παρά δάκρυα και θλίψη… Είναι πικρή η μοίρα του καλλιτέχνη! Έχασα και τα νιάτα μου και το καθαρό μυαλό μου και δεν θυμίζω πια πλάσμα φτιαγμένο κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού… Δεν έχω δεκάρα τσακιστή, τα τακούνια μου έχουν λιώσει, τα παντελόνια μου έχουν κουρελιαστεί, κι απ’ τη βρόμα μοιάζουν πια με σκακιέρα, τα μούτρα μου είναι σαν να μου τα φάγανε τα σκυλιά… Το μυαλό μου είναι γεμάτο με φιλελεύθερες ιδέες και παλαβωμάρες… Μου στέρησε ακόμα και την πίστη μου, ο παλιάνθρωπος! Και καλά να είχα ταλέντο, εγώ όμως πήγα άδικα… Κάνει κρύο, αξιότιμοι κύριοι! Μήπως θέλετε λίγη βότκα; Φτάνει για όλους μας… Μπρρρ… Ας πιούμε για την ψυχή του! Τι κι αν δεν τον αγαπώ, τι κι αν αυτός πέθανε, είναι ο μοναδικός άνθρωπος που είχα στον κόσμο, ο μοναδικός. Είναι η τελευταία φορά που βλεπόμαστε… Οι γιατροί είπαν ότι σύντομα θα πεθάνω από το ποτό, γι’ αυτό και ήρθα να αποχαιρετιστούμε. Πρέπει να συγχωρούμε τους εχθρούς μας». Αφήσαμε τον ηθοποιό να συζητά με τον νεκρό Μούσκιν και προχωρήσαμε παρακάτω. Άρχισε να πέφτει ένα παγερό ψιλόβροχο.
Καθώς στρίβαμε για να βγούμε στην κεντρική, χαλικοστρωμένη αλέα, συναντήσαμε μια πένθιμη πομπή. Τέσσερα «κοράκια» με λευκές ζώνες από περκάλι και βρόμικες μπότες που είχαν πάνω τους κολλημένα φύλλα μετέφεραν ένα καφετί φέρετρο. Σκοτείνιαζε κι αυτοί βιάζονταν, σκόνταφταν και το φορείο με το φέρετρο πήγαινε πέρα δώθε… «Είναι μόλις δυο ώρες που περπατάμε εδώ, και ήδη φέρνουν τον τρίτο νεκρό… Μήπως είναι ώρα να γυρίσουμε στα σπίτια μας, κύριοι;»
περιοδικό Θραύσματα, 1884
Ο απρόβλεπτος Κύριος Τσέχοφ
Εκδόσεις: Μεταίχμιο