26 Ιούλ Mark Rothko: « Το να λέει κανείς λίγα δείχνει περισσότερη δύναμη από το να τα λέει όλα»
Το όνομα Mark Rothko είναι συνυφασμένο με ευαίσθητους πίνακες που απεικονίζουν συνθέσεις με ορθογώνια πεδία σε έντονες αποχρώσεις. Ο Rothko ήταν καταρχήν ένας ικανότατος ζωγράφος.
Οι πίνακες του προσφέρουν στον θεατή μία ολοκληρωμένη εμπειρία απόλαυσης και θαυμασμού χρωμάτων, σχημάτων και φόντων τα οποία μπλέκονται το ένα με το άλλο, ειδικότερα στις ενώσεις. Τα απαλά, σχεδόν ασαφή όρια των χρωματικών του πεδίων δημιουργούν συναισθήματα διαφορετικά από αυτά που προκαλούνται από τις αυστηρές ευθείες των κεντρικών του σχημάτων.
Οι διάφορες εναλλαγές παρόμοιων ή διαφορετικών χρωματικών τόνων – αποχρώσεις του βαθύ μπλε έρχονται σε αντιπαράθεση με το σκούρο μωβ ενώ το έντονο κόκκινο συνοδεύεται από το καφέ – γεννούν στον θεατή ετερόκλιτα συναισθήματα. Υιοθετώντας λοιπόν την συγκεκριμένη τεχνοτροπία δημιούργησε μία ανεξάντλητη καλλιτεχνική πηγή. Παρά την αφοσίωση του στον αφηρημένο μοντερνισμό, ο Rothko αντλούσε
έμπνευση από την αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα καθώς και από την τέχνη και την αρχιτεκτονική της Αναγέννησης. Όντας ένας πολυμαθής καλλιτέχνης, μετέτρεψε την βαθιά του γνώση της Ιστορίας της Τέχνης σε «απλούς» και λιτούς πίνακες. Δεν τον ένοιαζε αν ο θεατής έψαχνε τις καλλιτεχνικές αναφορές πίσω από τους πίνακες του. «Οι πίνακες μου είναι όντως προσόψεις, όπως πολλοί τους έχουν χαρακτηρίσει» είπε κάποτε. «Μερικές φορές ανοίγω μία πόρτα και ένα παράθυρο και άλλες δύο πόρτες και δύο παράθυρα αλλά το κάνω έξυπνα. Το να λέει κανείς λίγα δείχνει περισσότερη δύναμη από το να τα λέει όλα», συμπλήρωσε. Αυτή λοιπόν η εκφραστική λιτότητα που εναρμονιζόταν με το καλλιτεχνικό του βάθος τον έκαναν έναν από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες του 20 ου αιώνα.
Ο Rothko, που το πραγματικό του όνομα ήταν Marcus Rotkovich, γεννήθηκε στο Dvinsk της Λετονίας το 1903. Εξαιτίας των βίαιων, υποκινούμενων από το κράτος και με στόχο τους Εβραίους πογκρόμ η οικογένεια μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Σε ηλικία 10 ετών ο Rothko εγκαταστάθηκε στο Portland του Oregon, μία στ’ αλήθεια ανεπιθύμητη εξέλιξη στη ζωή του τότε καθώς αυτό τού δημιούργησε μία συνεχή αίσθηση ότι δεν ανήκει πουθενά. Σε λιγότερο από έναν χρόνο από την εγκατάσταση τους ο πατέρας του πέθανε.
Τα νεανικά χρόνια του Rothko δεν ήταν ευκολότερα. Σπούδασε στο Yale από το 1921 έως το 1923, περίοδο που η διοίκηση του πανεπιστημίου επεδείκνυε διακρίσεις ανάμεσα στους φοιτητές, απαγορεύοντας στους Εβραίους σπουδαστές να συμμετέχουν σε διάφορες έξω-ακαδημαϊκές δραστηριότητες . Έτσι ο Rothko εγκατέλειψε τις σπουδές του χωρίς να αποκτήσει πτυχίο. Αντί να επιστρέψει σπίτι του όμως, μετακόμισε στην Νέα Υόρκη ώστε «να περιπλανηθεί, να αλητέψει και ίσως να λιμοκτονήσει και λιγάκι» σύμφωνα με τα λεγόμενά του. Το 1924, ο Rothko ξεκίνησε να φοιτά στο Art Students League και έπειτα από μία σύντομη παραμονή στο Portland, συνέχισε τις σπουδές του στο New York School of Design. Σταδιακά λοιπόν, βρήκε το περιβάλλον που ανήκε και το οποίο έψαχνε μια ζωή: το 1927, ξεκίνησε να παρακολουθεί συναντήσεις
καλλιτεχνών στο σπίτι του ζωγράφου Milton Avery όπου δημιούργησε φιλίες με άλλα μέλη της ομάδας όπως ο Barnett Newman και ο Adolph Gottlieb και έτσι ο κοινωνικός του κύκλος διευρύνθηκε και με άλλους καλλιτέχνες που αργότερα έγιναν οι εκφραστές του Αφηρημένου Εξπρεσιονισμού.
Εκείνη την περίοδο, ο Rothko επισκεπτόταν συχνά το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης (Met Museum of Art) απολαμβάνοντας ιδιαίτερα τους πίνακες του Rembrandt και το πώς χρησιμοποιούσε το φως. «Η πραγματικότητα δεν απεικονιζόταν τόσο απ’ έξω όσο φωτιζόταν από μέσα», γράφει ο γιος του Rothko, Christopher σε ένα κείμενο για μία αναδρομική έκθεση στο Μουσείο Ιστορίας της Τέχνης της Βιέννης. «Αν αυτό είναι μία καλλιτεχνική ποιότητα που παρατηρούμε συχνά στα έργα του Rothko, τότε δεν λειτουργεί μόνο ως δέλεαρ για τις αισθήσεις αλλά και ως έκφραση φιλοσοφικών ιδεών περί της ουσίας της ζωγραφικής ως τέχνης και της οικουμενικής αλήθειας την οποία αυτή αγγίζει». Στα πρώτα βήματα της καριέρας του ο Mark Rothko είχε ένα σουρεαλιστικό, αλληγορικό στιλ στην ζωγραφική του. Εμπνευσμένος από την μυθολογία και το αστικό περιβάλλον ζωγράφιζε θέματα που κινούνταν μεταξύ του τρένου της Νέας Υόρκης, μυθικών πλασμάτων και της δικής του θεώρησης για τον Μυστικό Δείπνο και την Σταύρωση. Κάνοντας ένα διάλειμμα από την ενασχόλησή του με τη ζωγραφική, σπούδασε φιλοσοφία και αρχαίο δράμα, γράφοντας μάλιστα κι ένα φιλοσοφικό δοκίμιο πάνω στην διαδικασία της γέννησης ενός καλλιτεχνικού έργου με τον τίτλο «Η Πραγματικότητα του Καλλιτέχνη». Μερικά από τα θέματα τα οποία πραγματεύτηκε ήταν η «γενίκευση από την εποχή της Αναγέννησης», «η επιρροή των πρωτόγονων πολιτισμών στην σύγχρονη τέχνη» και η «τέχνη των αυτοχθόνων πολιτισμών» , κάτι το οποίο αποδεικνύει ότι ο Rothko χρησιμοποιούσε, με μεγάλη επιτυχία, το παρελθόν για να ωθήσει την τέχνη ένα βήμα μπροστά.
Η τέχνη του Rothko γινόταν σταδιακά όλο και περισσότερο αφηρημένη. Ένα γράμμα που έγραψε το 1943 στον καλλιτεχνικό συντάκτη του New York Times μαζί με τον Gottlieb εξηγεί τα εκκολαπτόμενα σχέδια τους να εκφράσουν με τα έργα τους τον Αφηρημένο Εξπρεσιονισμό. «Προτιμούμε να εκφράζουμε απλά τις πλέον σύνθετες σκέψεις» έγραφαν. «Προτιμούμε τα μεγάλα σχήματα καθώς η δυναμική τους είναι αδιαμφισβήτητη. Επιθυμούμε να επαναδιατυπώσουμε την εικόνα ως επίπεδο. Οι επίπεδες φόρμες μας ταιριάζουν διότι καταστρέφουν τις ψευδαισθήσεις και αποκαλύπτουν την αλήθεια», συμπλήρωναν. Τρία χρόνια αργότερα, το στιλ του Rothko άλλαξε δραματικά όταν ξεκίνησε να πειραματίζεται με τους πολυμορφικούς πίνακές του όπου κυριαρχούσαν οι έντονες, πολύχρωμες συνθέσεις με θαμπά σχήματα και κηλίδες τα οποία αιωρούνταν σε ένα μονοχρωματικό φόντο. Τα επόμενα χρόνια, τελειοποίησε την τεχνική του ώσπου καταστάλαξε στο διάσημο πλέον λιτό ύφος του. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο γιος του καλλιτέχνη στο κείμενό του για την αναδρομική έκθεση στην Βιέννη, «όποιος νομίζει ότι ο Rothko βρήκε το 1949 μία μανιέρα, την οποία εφάρμοζε μηχανικά για τα επόμενα 20 χρόνια, προφανώς δεν έχει κοιτάξει ενδελεχώς τα έργα του ή δεν έχει μπορέσει να διακρίνει την ξεχωριστή διάλεκτο που εκφράζει κάθε έργο του».
Παρόλο που ο Rothko είχε ανακαλύψει την προσωπική του καλλιτεχνική πηγή, ο ακόρεστος ενθουσιασμός του για την Ιστορία της Τέχνης ενέπνευσε τους πίνακές του για πολύ καιρό ακόμη. Δεν σταμάτησε ποτέ να μαθαίνει για τους προγόνους της τέχνης του, όντας ειδικότερα ένας άνθρωπος που διψούσε για γνώση. Διάφορα ταξίδια που έκανε εκτός Νέας Υόρκης επηρέαζαν βαθύτατα τους πίνακές του. Το 1950, ξεκίνησε ένα πεντάμηνο ταξίδι στην Γαλλία και την Ιταλία με την σύζυγό του Mell όπου επισκέφτηκαν εκκλησίες και είδαν πίνακες από κλασσικούς ζωγράφους καθώς και διάσημες τοιχογραφίες. «Οι ηρωικές προσπάθειες των ζωγράφων της Αναγέννησης έμοιαζαν με τον προσωπικό του Γολγοθά να δημιουργήσει μία καλλιτεχνική γλώσσα η οποία θα εξέφραζε οικουμενικές αλήθειες την στιγμή που ο κόσμος μας γινόταν όλο και πιο εύθραυστος», γράφει ο Christopher. Στο μεταξύ, η καριέρα του Rothko εκτοξευόταν στα ύψη. Το 1952, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης περιέλαβε τα αφηρημένα έργα του στην σημαντική έκθεση «15 Αμερικανοί» (15 Americans). Μεγάλα ονόματα πωλητών τέχνης όπως η Betty Parsons και o Sidney Janis εξέθεταν τα έργα του στις γκαλερί τους, ενώ η Peggy Guggenheim του είχε ήδη αναθέσει μία ατομική έκθεση το 1945. Το 1958 επίσης, ο Rothko έλαβε μία ακόμη σημαντική διάκριση όταν εκπροσώπησε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής στην Biennale της Βενετίας. Ένα αναδρομικό αφιέρωμα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης θεμελίωσε την θέση του στο πάνθεον της μοντέρνας τέχνης.
Στην διάρκεια της δεκαετίας του ΄60 ο Rothko ανέλαβε δύο από τα σημαντικότερα έργα του σε σπουδαία κτίρια στην Αμερική. Το ένα ήταν στο Πανεπιστήμιο Harvard όπου δημιούργησε μία σειρά από πίνακες που περιελάμβαναν κόκκινους, μαύρους, μωβ και καφέ τόνους. Σύμφωνα με τον ίδιο, επρόκειτο για «σκηνές από την ιστορία του Πάσχα», από τον θάνατο του Ιησού έως την Ανάσταση του. Το ίδιο θέμα φυσικά μπορεί κανείς να το βρει και σε Αναγεννησιακούς πίνακες και τοιχογραφίες. Για να προσαρμόσει το θέμα στην δική του αφηρημένη τεχνοτροπία δημιούργησε ένα κάθετο μοτίβο σε αποχρώσεις του πορτοκαλί, μωβ και μαύρου. Σύμφωνα με τους ιστορικούς τέχνης Jeffrey S. Weiss και John Cage οι σκοτεινές αποχρώσεις συμβολίζουν τα πάθη του Χριστού την Μεγάλη Παρασκευή ενώ οι φωτεινές συμβολίζουν την Ανάσταση. Το 1964, οι συλλέκτες John και Dominique de Menil ανέθεσαν στον Rothko να φτιάξει πίνακες για ένα εκκλησάκι στο Houston, δεδομένης της λατρείας του για την εκκλησιαστική αρχιτεκτονική. Έφτιαξε λοιπόν 14 μεγάλους πίνακες σε αποχρώσεις του μωβ και του μαύρου, οι οποίοι τώρα κοσμούν τους τοίχους της 8-γωνης εκκλησίας. «Μοιάζουν με παράθυρο στο υπερπέραν», δήλωσε η ιστορικός Suna Umari, ενώ ο ίδιος ο Rothko είχε πει ότι «τα φωτεινά χρώματα σταματούν το βλέμμα στον πίνακα με κάποιο τρόπο ενώ οι σκούρες αποχρώσεις δίνουν βάθος και οδηγούν το βλέμμα στο υπερπέραν. Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν κοιτάζοντας κάποιος τον πίνακα κοιτάει το υπερπέραν,
κοιτάει τo Άπειρο.»
Είχε μόλις ολοκληρώσει αυτούς τους πίνακες ο Rothko όταν έπαθε ανεύρυσμα στην αορτή. Ταυτόχρονα η ψυχική του υγεία επιβαρυνόταν. Ο χωρισμός του από την σύζυγο του το 1969 καθώς και ένα διαγνωσμένο εμφύσημα μόνο χειροτέρεψαν την κατάσταση του. Το 1970, ο Rothko αυτοκτόνησε στο εργαστήριό του. Όταν έγιναν τα εγκαίνια του παρεκκλησίου των De Menil την επόμενη χρονιά, η Dominique έπλεξε το εγκώμιο του καλλιτέχνη. «Όπως όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες που ακολουθούν το εσωτερικό τους κάλεσμα, έτσι και ο Rothko θυσίασε οτιδήποτε περιττό για να πραγματοποιήσει το όραμά του. Το μήνυμα που μας μεταφέρει είναι διαχρονικό», δήλωσε.
Το πνεύμα του Rothko επιβιώνει στους συγκινητικούς, στοχαστικούς πίνακες του. Άφησε πίσω του μια κληρονομιά εκατοντάδων έργων, αποδεικνύοντας έτσι την αφοσίωσή του στο εργαστήριό του καθώς και την ακλόνητη διάθεσή του να εξελίξει την μοντέρνα τέχνη. Όπως έγραψε και ο γιος του, «σύμφωνα με τον πατέρα μου, ο καλλιτέχνης είναι ένας ρομαντικός, τολμηρός ήρωας, του οποίου το όπλο είναι το πινέλο του- ίσως σημαντικότερο κι από ένα μολύβι ή ένα σπαθί». Ο Mark Rothko το κατάφερε αυτό με την δεξιοτεχνική χρήση των χρωμάτων σε υπερμεγέθεις καμβάδες προκαλώντας πληθώρα συναισθημάτων.
Της Alina Cohen, συντάκτριας του Artsy
ΠΗΓΗ : www.artsy.net
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ : LECTURES BUREAU
Εικόνα: https://www.guggenheim.org/artwork/6