
23 Ιούν Υπήρχε ένας άνδρας που έδειχνε τρελός, αλλά ήταν ικανός να κάνει θαύματα.(OSHO)
Έχω πει πολλές φορές την ιστορία του Μποντιντάρμα και τη συνάντησή του με τον Κινέζο αυτοκράτορα Γου – μια πολύ παράξενη συνάντηση, πολύ παραγωγική. Ο Αυτοκράτορας Γου εκείνη την εποχή ήταν ίσως ο σπουδαιότερος αυτοκράτορας στον κόσμο- κυβερνούσε όλη την Κίνα, τη Μογγολία, την Κορέα, όλη την Ασία, εκτός από την Ινδία.
Πείστηκε για την αλήθεια των διδασκαλιών του Γκαουτάμ Βούδα, όμως οι άνθρωποι που είχαν φέρει το μήνυμα του Βούδα ήταν λόγιοι. Κανείς τους δεν ήταν μυστικιστής. Μετά ήρθαν τα νέα ότι ερχόταν ο Μποντιντάρμα, και υπήρχε μεγάλος ενθουσιασμός σε όλη την περιοχή. Επειδή ο Αυτοκράτορας Γου είχε επηρεαστεί από τον Γκαουτάμ Βούδα, αυτό είχε κάνει και όλη του την αυτοκρατορία να επηρεαστεί από την ίδια διδασκαλία Και τώρα ένας πραγματικός μυστικιστής, ένας βούδας, ερχόταν – ήταν τόσο μεγάλη χαρά!
Ο Αυτοκράτορας Γου δεν είχε πάει ποτέ στα σύνορα όπου η Ινδία συναντά την Κίνα για να υποδεχτεί κανέναν. Με μεγάλο σεβασμό υποδέχτηκε τον Μποντιντάρμα, και ρώτησε, «Ρωτούσα όλους τους μοναχούς και τους λόγιους που έρχονταν, αλλά κανείς δεν με έχει βοηθήσει – έχω δοκιμάσει τα πάντα. Όμως πώς να ξεφορτωθώ αυτόν τον εαυτό;» Και ο Βούδας λέει, «Αν δεν γίνεις ένας μη-εαυτός, η δυστυχία σου δεν μπορεί να τελειώσει».
Ήταν ειλικρινής. Ο Μποντιντάρμα τον κοίταξε στα μάτια, και είπε, «Θα μείνω στην όχθη του ποταμού κοντά στο βουνό μέσα στον ναό. Αύριο το πρωί, στις τέσσερεις ακριβώς, έλα και θα τελειώσω αυτόν τον εαυτό για πάντα. Να θυμάσαι όμως, δεν θα φέρεις όπλα μαζί σου, δεν θα φέρεις φρουρούς. Πρέπει να έρθεις μόνος».
Ο Γου ανησύχησε λίγο – ο άνθρωπος ήταν παράξενος! «Πώς μπορεί να καταστρέψει έτσι απλά τον εαυτό μου τόσο γρήγορα; Χρειάζονται -όπως είχαν πει οι λόγιοι- ζωές ολόκληρες διαλογισμού και μετά ο εαυτός εξαφανίζεται. Αυτός ο άνθρωπος είναι παράξενος! Και ήθελε να έρθω μαζί του μέσα στο σκοτάδι, νωρίς το πρωί στις τέσσερεις, μόνος, ακόμη και χωρίς σπαθί, χωρίς φρουρούς, χωρίς κάποιον συνοδό. Αυτός ο άνθρωπος φαίνεται παράξενος – θα μπορούσε να κάνει το οτιδήποτε. Και τι εννοεί ότι θα σκοτώσει τον εαυτό για πάντα; Μπορεί να σκοτώσει εμένα, όμως πώς θα σκοτώσει τον εαυτό;»
Όλη τη νύχτα δεν μπόρεσε να κοιμηθεί. Άλλαζε γνώμη ξανά και ξανά – να πάει ή να μην πάει; Όμως υπήρχε κάτι στα μάτια του άνδρα, και υπήρχε κάτι στη φωνή του, και υπήρχε μια αύρα αυθεντίας όταν είπε, «Έλα στις τέσσερεις ακριβώς, και θα τελειώσω αυτόν τον εαυτό για πάντα! Δεν χρειάζεται να ανησυχείς γι’ αυτό».
Αυτό που έλεγε φαινόταν παράλογο, αλλά ο τρόπος που το είπε, και η στάση του έδειχναν μεγάλη σιγουριά: ο άνδρας γνωρίζει τι λέει. Τελικά, ο Γου έπρεπε να αποφασίσει αν θα πάει. Αποφάσισε να το ρισκάρει: «Το πολύ-πολύ μπορεί να με σκοτώσει – τι άλλο; Και έχω δοκιμάσει τα πάντα. Δεν μπορώ να επιτύχω αυτόν τον μη-εαυτό, και αν δεν τον επιτύχω η δυστυχία μου δεν θα έχει τέλος».
Χτύπησε την πόρτα του ναού, και ο Μποντιντάρμα είπε, «Ήξερα ότι θα ερχόσουν ήξερα επίσης ότι όλη τη νύχτα θα άλλαζες γνώμη. Όμως αυτό δεν έχει σημασία – ήρθες. Τώρα κάθισε στη στάση του λωτού, κλείσε τα μάτια σου, και θα καθίσω μπροστά σου. Όταν θα βρεις μέσα σου τον εαυτό σου, κράτησέ τον για να μπορέσω να τον σκοτώσω. Απλά κράτησέ τον σφιχτά και πες μου ότι τον έπιασες, και θα τον σκοτώσω και θα τελειώσει. Είναι ζήτημα λεπτών».
Ο Γου φοβόταν λίγο. Ο Μποντιντάρμα έμοιαζε με τρελό -είχε βαφτεί σαν να ήταν τρελός- δεν ήταν, αλλά το βάψιμο είναι συμβολικό. Αυτήν την εντύπωση πρέπει να άφηνε στους ανθρώπους. Δεν ήταν το πραγματικό του πρόσωπο, όμως αυτό πρέπει να είναι το πρόσωπο που θυμούνταν οι άνθρωποι. Καθόταν με το μεγάλο του ραβδί μπροστά στον Γου, και του είπε, «Μην σου ξεφύγει ούτε δευτερόλεπτο. Τη στιγμή ακριβώς που θα τον πιάσεις -ψάξε μέσα σε κάθε κόγχη και γωνιά- άνοιξε τα μάτια σου και μετά πες μου ότι τον έπιασες, και θα τον τελειώσω».
Μετά απλώθηκε σιωπή. Πέρασε μία ώρα, πέρασαν δύο ώρες και ο ήλιος ανέτειλε, και ο Γου ήταν διαφορετικός άνθρωπος. Αυτές τις δυο ώρες έψαχνε μέσα του, σε κάθε κόγχη και σε κάθε γωνιά. Έπρεπε να ψάξει – εκείνος ο άνδρας καθόταν εκεί’ θα μπορούσε να τον χτυπήσει στο κεφάλι με το ραβδί του. Όλα μπορούσες να τα περιμένεις! Δεν ήταν άνθρωπος με τρόπους. Δεν ανήκε στην αυλή του Γου, κι έτσι ο Γου έπρεπε να ψάξει με προσοχή, με προσήλωση. Και καθώς έψαχνε, χαλάρωσε, επειδή δεν ήταν πουθενά. Ψάχνοντάς τον, όλες οι σκέψεις εξαφανίστηκαν. Η έρευνα ήταν τόσο έντονη ώστε συμμετείχε όλη του η ενέργεια· δεν είχε απομείνει τίποτε για να σκεφτεί, και να επιθυμήσει.
Καθώς ο ήλιος υψωνόταν ο Μποντιντάρμα είδε το πρόσωπο του Γου* δεν ήταν ο ίδιος άνδρας – τέτοια σιωπή, τέτοιο βάθος. Είχε εξαφανιστεί. Ο Μποντιντάρμα τον ταρακούνησε και του είπε, «Άνοιξε τα μάτια σου – δεν είναι εκεί. Δεν χρειάζεται να τον σκοτώσω. Δεν είμαι βίαιος άνθρωπος, δεν σκοτώνω τίποτε! Όμως αυτός ο εαυτός δεν υπάρχει. Επειδή δεν τον κοιτάζεις ποτέ, συνεχίζει να υπάρχει. Υπάρχει επειδή δεν τον κοιτάζεις, δεν έχεις επίγνωση της ύπαρξής του. Τώρα χάθηκε».
Είχαν περάσει δύο ώρες, και ο Γου χάρηκε αμέσως. Δεν είχε γευτεί ποτέ τέτοια γλύκα, τέτοια φρεσκάδα, κάτι τόσο καινούργιο, τόσο όμορφο. Και ο Γου δεν υπήρχε.
Ο Μποντιντάρμα είχε εκπληρώσει την υπόσχεσή του. Ο Αυτοκράτορας Γου έκανε μια υπόκλιση, άγγιξε τα πόδια του και είπε, «Σε παρακαλώ συγχώρησέ με που πίστεψα ότι είσαι τρελός, που πίστεψα ότι δεν έχεις τρόπους, που πίστεψα ότι είσαι παράξενος, που πίστεψα ότι μπορείς να γίνεις επικίνδυνος. Δεν έχω δει ποτέ πιο συμπονετικό άνθρωπο από εσένα… Είμαι απολύτως ολοκληρωμένος. Τώρα δεν υπάρχει καμμία ερώτηση μέσα μου».
Ο Αυτοκράτορας Γου είπε ότι όταν πεθάνει, πάνω στον τάφο του, θα πρέπει να χαραχτεί με χρυσό η δήλωση του Μποντιντάρμα έτσι ώστε να την μάθουν οι άνθρωποι των επόμενων αιώνων… «Υπήρχε ένας άνδρας που έδειχνε τρελός, αλλά ήταν ικανός να κάνει θαύματα. Χωρίς να κάνει τίποτε με βοήθησε να είμαι ένας μη-εαυτός. Και από τότε όλα άλλαξαν. Όλα είναι ίδια αλλά εγώ δεν είμαι ίδιος, και η ζωή έχει γίνει ένα γνήσιο τραγούδι σιωπής».
ΖΗΣΕ ΜΕ ΤΟΥΣ ΔΙΚΟΥΣ ΣΟΥ ΟΡΟΥΣ
OSHO
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΕΝΑΛΙΟΣ
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/90916486207884821/