11 Ιούν Η αληθινή απολογία του Σωκράτη (ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ) | Μέρος Β’
Ποιός δε θαμπώνεται μπροστά στο μεγαλοδύναμο ταμπάκη τον Άνυτο; Ο γενναίος στρατηγός! Τονε στείλατε με τριάντα καράβια να σώσει το Νιόκαστρο κι αυτός κρύφτηκε δώθες από τον κάβο Μαλιά (ενάντιος άνεμος), ώσπου να πέσει το κάστρο και να γλιτώσει το πετσί του. Το ζαναέτι, βλέπεις, τον κάνει να λογαριάζει πιότερο τα πετσιά κι απ’ τον «ὑπέρ πατρίδος» θάνατο. Κι όταν ύστερα δικάστηκε για προδότης, έδειξε πόσο στρατηγικός ήτανε! Αυτός, που φοβάται τη ζωή του για τα χρήματα, δε φοβήθηκε τα χρήματα για τη ζωή του. Έτσι, οι τοτεσινοί δικαστάδες τον αθωώσανε καταπώς ταίριαζε και σ’ αυτόνε και στα συνήθεια της δημοκρατίας και στον ενάντιον άνεμο, που του στάθηκε τόσο βολικός.
Δεν του συχωρνάω μονάχα που πλήρωσε μιαν ολάκερη μνα στον Πολυκράτη το δικολάβο ναν του γράψει την κατηγορία, που σας απάγγειλε σα θεατρίνος. Και δεν ερχότανε σε μένα ο χριστιανός ναν του σκαρώσω μιαν καλύτερη (τουλάχιστο ξυπνότερη) και με τα μισά λεφτά; Αφού με τα δυο λόγια που σας είπα για υπεράσπισή μου κατάφερα να σας λυσσάξω και να με καταδικάσετε σε θάνατο, θαν τα κατάφερνα πολύ περισσότερο κατηγορώντας ο ίδιος τον εαυτό μου, όπως θαν το κάνω τώρα. Κι αυτά τα λεφτά μου χρειαζόντανε για ν’ αγοράσω το φαρμάκι, την καλύτερη μάρκα, και να φτιάξω και το κιβούρι μου από καρυδόξυλο, έτσι να σκάσ’ η κυρά Σωκράταινα, που δε μ’ είχε ποτέ της σε υπόληψη! Αμ’ ό Λύκων ο ρήτορας; Είδατε ποτέ σας ρήτορα που να ’ναι μονάχα «δημοπίθηκος»; Γι’ αυτό και σεις τονε κάνατε στρατηγό και του μπιστεφτήκατε να φυλάξει τον Έπαχτο. Μα τούτος, ξέροντας τί θα πει πατριωτισμός, πούλησε το κάστρο στους οχτρούς «ἀντί ἀργυρίου». Κι ύστερα πιστέψατε κι αυτόνε, πως δεν μπόρεσε να κάνει τίποτες ενάντια στη Μοίρα, που κι οι θεοί τής υποτάζονται, αντίς να πει: ενάντια στο χρήμα, που κυβερνάει και τη Μοίρα! Κι αυτός ο δοξασμένος σωτήρας κάνει νόμους που διαφεντεύουνε τη ζωή, την τιμή και την περιουσία του λαού, δηλαδή τη δικιά του, και που σκοτώνουνε τους προδότες, δηλαδή τους ανάξιους να πουλάνε την πατρίδα!
Κι αν ετούτ’ οι δυο καυκιούνται πως είναι με το δίκιο τους «εραστές της πόλης», είναι κι ο τρίτος «ερωμένος της πόλης»: «Μέλητος Μελήτου Πιτθιεύς Σωκράτει Σωφρονίσκου Ἀλωπεκῆθεν… Τίμημα θάνατος!». Ο μυρωδάτος Μέλητος, άγνωστος ποιητής και διάσημος «τέτοιος». Όμως αληθινό παλικάρι. Δέχτηκε για λίγα κατοστάρικα να υπογράψει αυτός την κατηγορία και ν’ αντικρύσει μοναχός του τον κίντυνο, σαν τύχαινε και μ’ αθωώνατε, να καταδικαστεί σε «ατιμία» — σα να ’χε τίποτα να χάσει το παιδί.
Μπροστά σ’ αυτούς, εγώ δεν έκανα τίποτα για την πατρίδα. Μήτε το Νιόκαστρο πρόδωσα, μήτε τον Έπαχτο πούλησα, μήτε στα ρέματα του Κηφισού παραδόθηκα στα μυστήρια της αρσενικής Αφροδίτης! Κι όσες φορές μου φορτώσατε με το ζόρι κανέν’ αξίωμα, πάγαινα κόντρα με τις συνήθειες των άλλων αρχόντων και με τα γούστα του λαού, πες γιατί ’μουνα στραβόξυλο, πες γιατί ’μουν άνθρωπος ίσιος. Και πριν να δοξαστείτε σεις θανατώνοντάς με, παρά τρίχα να πάθαινα τρεις άλλες φορές το ίδιο αστείο, δυο στα καλά χρόνια της δημοκρατίας και μια με τους τριάντα τυράννους. Μα κι αν δεν ήτανε τόσο μεγάλα τα μπόγια των κατηγόρων και τόσο μικρούλι το δικό μου, θα ’φτανε η δική σας σοφία κι αλαθοσύνη για νά καταδικαστώ. Είσαστε διαλεμένοι με το κουκί — άσπρο, μαύρο! Ένας κι ένας. «Διὸς κριταί!». Μοναχά ψυχή και μυαλό. Χωρίς φαντασία και χωρίς μάταια ψιλολογήματα. Μια κι όξω! Γι’ αυτό και βγάζετε τη θανατικήν απόφαση με την ίδια ευκολία που βγάζετε τη μύξα σας με τα δάχτυλα και την κολλάτε κει που κάθεστε.
Νά τος ο Πανάρετος από την Πλάκα, πρόεδρος του συλλόγου για την προστασία της Ηθικής, που δεν αφήνει δυο σκυλιά ν’ ανταμώσουνε στο δρόμο, μα παραδίνει κρυφά τη γυναίκα του στους αγαπητικούς του — κι αυτός βλέπει! Νά κι ο Χοιρέας από τη Λεψίνα, καταστρόγγυλος μπροστά και πίσου, κι ολάσπρος μέσα κι όξω, που ξηγάει τα μυστήρια της θεάς, μα δεν ξηγάει και το πώς γενήκανε φαμελικά του τα χωράφια και τα λιοστάσια της. Νά κι οι τρανοί σταρέμποροι και καραβοκυραίοι του Περαία, τα καλαδέρφια οι Σαρανταδάχτυλοι (όνομα και πράγμα!), που τα καταφέρνουνε και γίνονται κάθε χρόνο «σιτοφύλακες» για να κανονίζουν αυτοί την τιμή των γεννημάτων, των αλευριών και του ψωμιού και να κοντρολάρουνε τα ζύγια των αλλωνών, μπας κι είναι ξύκικα! Νά κι ο τοκογλύφος ο Ξηνταβελόνης από την Κηφισιά, που ρήμαξε τη φτωχολογιά, μα χτίζει βωμούς στον Έλεο και, τρώγοντας όλο κριθαρόψωμο και σάπιες ελιές, βγάνει βουζούνους και ξύνεται κει που του ταίριαζε να βγάλει κέρατα και να φοράει τη ζέβγλα. Νά κι ο Παρθενίας από τον Κολωνό, μυγιάγγιχτος καλλωπιστής, λουσμένος στ’ αρώματα μα ταχτικός αγοραστής κάθε χρόνο του πορνικού φόρου, που του τονε πλερώνουνε κι ο αδερφός του κι η τσάτσα του. Νά κι ο μέγας ορφανοφάγος Πονόψυχος, που πέταξε στο δρόμο τα παιδιά τ’ αδερφού του κι ύστερα κλαίγεται πως αυτά τονε φτωχύνανε. Νά κι ο Θρασέας, ο μπράβος του Κλέωνα, που έκανε καρτέρι μ’ άλλους δεκαπέντε για να δείρουν ή να σκοτώσουν ένανε, και τώρα, που αλλάξανε τα πράματα, τον έπιασε τρεμούλα και λέει πως μετάνιωσε και θα καλογερέψει, για να σώσει την ψυχή του ! Νά κι ο φημισμένος ψευτομάρτυρας Αληθίων, που για να προφταίνει στις πολλές δουλειές του, άνοιξε γραφείο στη γειτονιά των δικαστηρίων με δέκα βοηθούς… Νά κι ο…
Μεγάλος σαματάς, φοβέρες και φωνές: “Κάτου! Κάτου!”
Τί «κάτου» και «ξεκάτου»! Μη βραχνιάζετε τζάμπα!.. Έχετε καιρό να θυμώσετε, γιατί θα σας ψάλω χειρότερα. Φοβηθήκατε μην ξεσκεπάσω καθενού σας χωριστά τις μπομπές και τα μασκαραλίκια. Συχάστε… Δε βλέπω παραπέρ’ από τις δυο πρώτες σειρές. Ύστερα, πού να σας ξέρω κι ολουνούς με τ’ όνομα… Αν βαραίνουνε την ψυχή καθενού σας από δέκα μονάχα (βάλε τρεις!) ατιμίες, η σούμα τους θα ’τανε χιλιάδες! Ποιός θα μπορούσε νάν τις πει μια μια; Εμένα μου κολλήσανε τρεις όλο όλο και χρειαστήκαν έξι ολάκερες ώρες για να σας τις ιστορήσουνε και ναν τις πιστέψετε!..· Και το κάτου της γραφής, τί χολοσκάνετε με το ξεσκέπασμά σας; Είσαστε σεις ο Νόμος, — ο Νόμος χτες και σήμερα κι αύριο… Ένας σας να ’τανε καθαρός, ο Νόμος θα γκρεμιζότανε χάμου θρύψαλα και κουρνιαχτός.
Μη μου πείτε: «Νά τος! Τόσα χρόνια γλωσσοκοπανούσε πως το πνέμα κυβερνάει την ύλη κι η ψυχή το σώμα· πως δε λογάριαζε τη γνώμη του μπουλουκιού μα μονάχα των φιλοσόφων (δηλαδή τη δική του· όλ’ οι ρέστοι σοφιστάδες!). Και τώρα, μόλις τα βρήκε σκούρα, τα ξέχασε όλα και παραφέρνεται, παραλαλεί και βρίζει». Μα δε βρίζω και δεν παινώ τίποτα! Μήτε λυπάμαι που πεθαίνω των αδίκων άδικα, μήτε θα ντρεπόμουν αν πέθαινα δίκια. Δε με νοιάζει που ξεμπερδεύω σήμερα με την μπαμπεσιά των νόμων, όπως δε θα μ’ ένοιαζε να σας άδειαζα τη γωνιά μετά λίγους μήνες ή χρόνια με το θέλημα της Φύσης. Σας χρωστάω και χάρη… Φεύγοντας με παράτα και σάλπιγγες από το να Τίποτα για τ’ άλλο το πιο Τίποτα, κάνω γούστο να κοροϊδεύω και σας και τον εαυτό μου. Τί τα θέλετε! Κρίνω θα πει κοροϊδεύω.
Και σα συλλογιέμαι πως σκυλιάζετε μ’ αυτά που σας λέω, μα δεν μπορείτε να μου κάνετε τίποτα μήτε και να φύγετε αποδώ, γιατί θα χάσετε τους τρεις οβολούς, χοροπηδάω από κέφι και χαιρεκάκια. Σας αγαπάω και μου ’ρχεται να σας αγκαλιάσω και να σας φιλήσω, όπως κάνουν οι μεθυσμένοι κλαουρίζοντας… Εσείς θα τρομάζατε πιο πολύ μοναχά να φανταζόσαστε τον εαυτό σας στη θέση μου. Γιά πείτε πως σας δέσανε πρώτα κι ύστερα σας ποτίσανε με το ζόρι το φαρμακοζούμι! Νά! Κι άρχισαν οι πόνοι κι οι σπασμοί, το γυάλωμα των ματιών και τ’ άφρισμα του στομάτου· το κρουστάλλιασμα των ποδιών ανεβαίνει γλιστρώντας λίγο λίγο και μπήγει τα νύχια του πρώτα στο στομάχι κι ύστερα στην καρδιά… Κι αυτό ήταν όλο!… Μην πασπατεύετε τις κοιλιές σας, ω άντρες Αθηναίοι. Καίνε σαν τις πλάκες του φούρνου. Εκεί μέσα, κανένα φαρμάκι δε δουλεύει, μα χορεύουν (ή σε λίγο θα χορέψουν) όλα τα καλά του Θεού: τράγιο συκώτι ψημένο στη θράκα, παλαμίδα σαλαμούρα της Μαυροθάλασσας, χοιρινά λουκάνικα με μπόλικο πιπέρι και σκόρδο, καρύδια, σταφίδα, κρασί (πολύ κρασί!) κι άνεμος μουσικός! Είσαστε αθάνατοι! Και θα ’σαστε να πούμε αθανατότεροι, αν η Μοίρα σάς γεννούσε με μιαν αλογήσιαν ούρα που να σαλεύει μοναχή της ζερβά δεξιά σα βεντάγια και να διώχνει τις μύγες που σας τσιμπάνε την ώρα που κοιμάστε και την ώρα που δικάζετε, — σα δικάζετε κοιμάμενοι!…
Μέρος Α’: https://www.lecturesbureau.gr/1/the-true-apology-of-socrates-part-a-2197/
Η αληθινή απολογία του Σωκράτη
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ