
09 Ιούν Η γλυκιά πλάνη της Στέλλας Βιολάντη (ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΞΕΝΟΠΟΥΛΟΣ)
Η ιστορία του διηγήματος εκτυλίσσεται στη Ζάκυνθο, όπου η 19χρονη Στέλλα Βιολάντη, κόρη του πλούσιου μεγαλέμπορα Παναγή Βιολάντη, γνωρίζει έναν γοητευτικό νέο, τον Χρηστάκη Ζαμάνο. Ο Ζαμάνος εργάζεται στο τηλεγραφείο κι έχει συνηθίσει χάρη στο καλό παρουσιαστικό του να κερδίζει εύκολα τη συμπάθεια και τον έρωτα των κοριτσιών του νησιού. Η Στέλλα, ωστόσο, δεν του δίνει σημασία. «Δεν είχε τόση φιλοδοξία αυτή∙ δεν έβαλε ποτέ με το νου της να κατακτήσει νέο, που καθεμιά τον ήθελε και του το έδειχνε.»
Η αδιαφορία αυτή της Στέλλας πληγώνει τον εγωισμό του χαϊδεμένου Χρηστάκη, ο οποίος αποφασίζει να την κατακτήσει, κι όπως χαρακτηριστικά λέει σ’ έναν φίλο του «θα την κάμω εγώ να βουρλιστεί!». Αρχίζει, λοιπόν, να διεκδικεί επίμονα την προσοχή της Στέλλας, κάνοντας ό,τι μπορεί για να την πείσει πως αγαπά μόνο εκείνη και πως αδιαφορεί για όλες τις άλλες. Ένα βράδυ, μάλιστα, της δίνει ένα γράμμα με το οποίο της εξομολογείται τον έρωτά του.
Η Στέλλα διαβάζοντας το γράμμα ξεγελιέται και θεωρεί πως ο Χρηστάκης την αγαπά πραγματικά. Περνά το βράδυ της ξάγρυπνη να σκέφτεται όλες τις προηγούμενες απόπειρές του να της δείξει το ενδιαφέρον του και πείθεται εν τέλει πως ο έρωτάς του είναι αληθινός. Του στέλνει, έτσι, κι εκείνη ένα σύντομο ερωτικό γράμμα: «Ναι, Χρηστάκη μου, σ’ αγαπώ κι εγώ, σ’ αγαπώ όσο δεν φαντάζεσαι, όσο δεν μπορείς να φαντασθείς. Είμαι δική σου. Αγάπα με. Η Στέλλα σου.»
Ο Ζαμάνος ενθουσιάζεται με την απάντηση της Στέλλας, κι ακολουθώντας τη συμβουλή ενός Άγγλου φίλου του, πως δεν πρέπει να χάσει την ευκαιρία, αφού η κοπέλα είχε πολύ μεγάλη προίκα, αποφασίζει να στείλει επιστολή στον πατέρα της για να τη ζητήσει σε γάμο.
Ο πατέρας, όμως, της Στέλλας μόλις λαμβάνει τη σχετική επιστολή εξαγριώνεται με το θράσος του φτωχού υπαλλήλου. «Τι λέω-λέει;!! Ο γιος του Ζαμάνου, ο ψωρίτης του ψωρίτη, ο χαϊμένος, επήρε το αντζάρντο να μου γυρέψει τη θυγατέρα μου, εμένανε;…»
Ο Παναγής Βιολάντης ήταν ένας εξαιρετικά σκληρός άνθρωπος που ενδιαφερόταν μόνο για το καλό του όνομα στην τοπική κοινωνία. Μόλις, επομένως, υποψιάστηκε από το γράμμα του Ζαμάνου πως η κόρη του ενθάρρυνε αυτό το τόλμημα του νεαρού, θέλησε αμέσως να μάθει σε ποιο σημείο είχε εκτεθεί η οικογένειά του. Εμφανίστηκε έτσι υποκριτικά πρόσχαρος στο σπίτι του, δίνοντας στη Στέλλα την εντύπωση πως θα της επέτρεπε να παντρευτεί τον Χρηστάκη. Της ζητούσε, ωστόσο, επίμονα να του εξηγήσει πως έγινε η γνωριμία με τον νεαρό, κι όταν εκείνη του είπε πως του είχε στείλει γράμμα, τη χτύπησε, την κλείδωσε στο δωμάτιό της, κι έφυγε για να πάρει πίσω το γράμμα της κόρης του και να απειλήσει το Ζαμάνο, ώστε να μη μάθει ποτέ κανείς γι’ αυτή την απρέπεια της Στέλλας.
Ο Χρηστάκης Ζαμάνος δέχτηκε έντρομος τις απειλές του Βιολάντη και πολύ γρήγορα του έδωσε το γράμμα της Στέλλας, αφού ούτως ή άλλως δεν είχε ποτέ αγαπήσει την κοπέλα. Ο Παναγής Βιολάντης διαβάζοντας το γράμμα της Στέλλας εξοργίστηκε ακόμη περισσότερο με την ανοησία της κόρης του:
«Τ’ είναι τούτα που μου κάνεις μωρή; εφώναξε ο Παναγής έξω φρενών∙ τι ντροπές είναι τούτες που μόβαλες στο κούτελό μου;… “Είμαι δική σου;”! Πώς έγραψες εσύ τέτοιο πράμα; Τίνος είσαι, μωρή; Ποιον ερώτησες να σου πει τίνος είσαι; Με ποιο δικαίωμα δόθηκες στον ξένον άνθρωπο; Ποιος σου είπε πως ορίζεις τον εαυτό σου; Πώς σου πέρασε από το νου, πως μπορείς να δώσεις και το νύχι σου, χωρίς να θέλω εγώ;… Δε μιλείς, μωρή;… Ε, τι είναι τούτα;».
Η οργή του Παναγή Βιολάντη ήταν πολύ έντονη, κυρίως γιατί σκεφτόταν την προσβολή που θα του γινόταν, αν μάθαιναν οι άνθρωποι του νησιού πως η κόρη του ξέπεσε σε τέτοιο σημείο, ώστε να στέλνει ερωτικά γράμματα σ’ έναν φτωχό υπάλληλο.
«Κι εχύθηκε πάνω της, και την άρπαξε από το λαιμό, και της τον έσφιξε να την πνίξει, κι έπειτα την άρχισε γροθιές, και την εκτυπούσε όπου έφθανε, στους ώμους, στο στήθος, στο κεφάλι, και την εκτυπούσε αλύπητα, με λύσσα, να την τελειώσει, να την ξεκάμει, όπως μόνον ένας πατέρας μπορεί να χτυπά την κόρη του… Και ως να τον εμεθούσε περισσότερο κάθε χτύπημα, ως να τον εφρένιαζε η αντίσταση της στερεάς σαρκός -γιατί άλλη δεν έκαμνε η κακομοίρα εκείνη- ο δαρμός του δεν εφαίνετο να έχει τελειωμό, και η φυσική εξάντληση, που μόνη θα τον εσταματούσε, αργούσε ακόμη πολύ.»
Ο Παναγής δεν λυπόταν καθόλου την κόρη του, που την έβλεπε ως «ξένο κρέας», όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο αφηγητής, και δεν τον ενδιέφερε ακόμη κι αν πέθαινε:
«Ν’ αρρωστήσει και να πεθάνει, να πάει στο διάολο, αυτό παρακαλώ το Θεό μου. Ναι, να πεθάνει! Αυτό και μόνο μπορεί να τη σώσει από την ατιμία της και από την ντροπή της! Κοπέλα που αποδιαντράπηκε να γράψει σ’ έναν ξένο “είμαι δική σου”, δεν μπορεί άλλο να ζήσει στο σπίτι μου. Και αν δεν πεθάνει μονάχη της, θα την ξεκάμω εγώ, με τα χέρια μου!».
Όσο η Στέλλα συνέχιζε να επιμένει στον έρωτά της για το Χρηστάκη Ζαμάνο τόσο περισσότερο εξοργιζόταν ο πατέρας της και τη χτυπούσε καθημερινά. Κι όταν η μητέρα της άφησε να εννοηθεί στον Παναγή πως η Στέλλα σκεφτόταν ακόμη και να φύγει από το σπίτι -κάτι που θα αποτελούσε ανήκουστη ατιμία για την οικογένειά τους- ο Παναγής Βιολάντης την έκλεισε σε μια σοφίτα. Έπαψε να τη χτυπά, αλλά πλέον της έδινε μόνο λίγο ψωμί και νερό, ίσα για να επιβιώσει, και κάθε φορά τη ρωτούσε αν είχε μετανιώσει. Η Στέλλα επέμενε στην απόφασή της, μα σιγά-σιγά από τον καημό της άρχισε να αρρωσταίνει. Σταμάτησε να τρώει το ψωμί και αναζητούσε μόνο το νερό για να δροσίσει το σώμα της που έκαιγε από τον πυρετό. Πολύ σύντομα εξασθένησε τόσο, που όταν ο πατέρας της ανέβηκε στη σοφίτα για να την ενημερώσει με άφθονη χαιρεκακία πως ο Ζαμάνος θα παντρευόταν μια άλλη, τη βρήκε νεκρή.
Η Στέλλα Βιολάντη πέθανε από τη στεναχώρια της, χωρίς ποτέ να μάθει την αλήθεια για το Χρηστάκη Ζαμάνο και για την κοπέλα που σκόπευε να παντρευτεί. Όπως γράφει ο αφηγητής «πέθανε με τη γλυκιά πλάνη πως κάποιος την είχε αγαπήσει».
Γρηγόριος Ξενόπουλος
Εικόνα: https://www.tameteora.gr/wp-content/uploads/2015/11/theatro-stella_violanth.jpg