24 Δεκ Η ιστορία των καλικαντζάρων που έκλεψαν ένα νεωκόρο (CHARLES DICKENS) | Μέρος Α’
Σε μια παλιά πόλη με αβαείο, σε τούτα τα μέρη της επαρχίας, πριν από πάρα μα πάρα πολύ καιρό -τόσο πολύ, που η ιστορία πρέπει να είναι αληθινή επειδή οι προπάπποι μας την πίστευαν απόλυτα—, κάποιος Γκάμπριελ Γκραμπ διορίστηκε νεωκόρος και νεκροθάφτης στο κοιμητήριο της εκκλησίας. Επειδή κάποιος είναι νεκροθάφτης και περιβάλλεται συνεχώς από σύμβολα θνητότητας, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι κι ο ίδιος θα πρέπει να είναι κατηφής και μελαγχολικός· οι νεκροθάφτες είναι οι πιο κεφάτοι άνθρωποι του κόσμου, και κάποτε είχα την τιμή να γίνω φίλος με ένα μουγκό, ο οποίος εκτός της δουλειάς, στην προσωπική του ζωή, ήταν το ίδιο κωμικός και εύθυμος με οποιονδήποτε σφύριξε ποτέ κάποιο ανέμελο τραγούδι χωρίς καμιά έγνοια στο μυαλό του ή κατέβασε μονορούφι ένα ολόκληρο σκληρό ποτήρι γκρογκ. Όμως, παρ’ όλα αυτά τα παραδείγματα για το αντίθετο, ο Γκάμπριελ Γκραμπ ήταν ένα κακοδιάθετο, δύστροπο στραβόξυλο – ένας κατηφής και μοναχικός άνθρωπος, ο οποίος τα πήγαινε καλά μόνο με τον εαυτό του και με μια παλιά φιάλη σε ψάθινη θήκη που χωρούσε στη μεγάλη, βαθιά τσέπη του πανωφοριού του, και επιπλέον κοιτούσε όλα τα χαρωπά πρόσωπα που περνούσαν μπροστά του τόσο έντονα συνοφρυωμένος από κακία και μοχθηρία, που ήταν δύσκολο να τον συναντήσεις χωρίς να αισθανθείς δυσάρεστα.
Μια παραμονή Χριστουγέννων, λίγο πριν το σούρουπο, ο Γκάμπριελ φόρτωσε στον ώμο το φτυάρι του, άναψε το φανάρι του και κίνησε για το παλιό κοιμητήριο της εκκλησίας, γιατί έπρεπε να τελειώσει έναν τάφο μέχρι το επόμενο πρωί και, καθώς αισθανόταν πολύ πεσμένος, πίστευε ότι μπορεί να του έφτιαχνε το κέφι αν στρωνόταν αμέσως στη δουλειά. Όπως ανηφόριζε αργά στον παμπάλαιο δρόμο, είδε την ευχάριστη λάμψη από τις φωτιές που έκαιγαν μέσα από τα παλιά παράθυρα και άκουσε τα δυνατά γέλια και τις χαρούμενες φωνές εκείνων που ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από τα τζάκια και τις πυροστιές· παρατήρησε τη φούρια της προετοιμασίας για το γλέντι της επόμενης ημέρας και αμέσως μετά οσμίστηκε τις διάφορες δελεαστικές μυρωδιές, που έβγαιναν αχνιστές από τα παράθυρα της κουζίνας. Όλα αυτά ήταν σαν βέλη που μπήγονταν στην καρδιά του Γκάμπριελ Γκραμπ- και καθώς παρέες παιδιών έτρεχαν έξω από τα σπίτια, περνούσαν σκοντάφτοντας στην άλλη πλευρά του δρόμου και, πριν προλάβουν να χτυπήσουν την απέναντι πόρτα, έπεφταν πάνω σε πεντέξι κατσαρομάλληδες κατεργαράκους που μαζεύονταν γύρω τους για να ανεβούν επάνω όλοι μαζί και να περάσουν το απόγευμα παίζοντας με τα χριστουγεννιάτικα παιχνίδια τους, ο Γκάμπριελ χαμογέλασε βλοσυρά και έσφιξε περισσότερο το στειλιάρι του φτυαριού του, καθώς σκεφτόταν μαγουλάδες, οστρακιά, άφτρες, κοκίτη και πολλά άλλα παρήγορα πράγματα.
Ευδιάθετος πια, ο Γκάμπριελ συνέχισε το δρόμο του, απαντώντας με ένα σύντομο, βαρύθυμο γρύλισμα στις καλοπροαίρετες ευχές των γειτόνων που συναντούσε περιστασιακά, ώσπου έστριψε στο σκοτεινό δρομάκι που κατέληγε στο κοιμητήριο. Ο Γκάμπριελ ανυπομονούσε να φτάσει στο σκοτεινό δρομάκι, γιατί, σε γενικές γραμμές, ήταν ένα ωραίο, ζοφερό, καταθλιπτικό μέρος που απέφευγαν οι κάτοικοι της πόλης, εκτός αν ήταν ημέρα και ο ήλιος έλαμπε – γι’ αυτό και εκνευρίστηκε όταν άκουσε κάποιο χαμίνι να ξεφωνίζει ένα χαρούμενο χριστουγεννιάτικο τραγουδάκι μέσα σ’ εκείνο το άσυλο που λεγόταν Δρομάκι του Φέρετρου από την εποχή του παλιού αβαείου και των μονάχων με το ξυρισμένο κεφάλι. Καθώς ο Γκάμπριελ προχωρούσε και η φωνή πλησίαζε, ανακάλυψε ότι προερχόταν από ένα αγοράκι που βιαζόταν να προλάβει μια από τις παρέες στον παλιό δρόμο και τραγουδούσε για να κρατήσει συντροφιά στον εαυτό του, αλλά και να προετοιμαστεί για την περίσταση, σκούζοντας με όλη του τη δύναμη. Έτσι, λοιπόν, ο Γκάμπριελ περίμενε ώσπου να πλησιάσει το αγόρι και τότε το έσπρωξε σε μια γωνιά και το κοπάνησε στο κεφάλι πεντέξι φορές με το φανάρι, απλώς για να του μάθει να ελέγχει τον τόνο της φωνής του. Το αγόρι τού ξέφυγε και το βάλε στα πόδια, με τα χέρια στο κεφάλι, τραγουδώντας ένα εντελώς διαφορετικό τροπάριο, και ο Γκάμπριελ Γκραμ κάγχασε ευχαριστημένος και μπήκε στο κοιμητήριο της εκκλησίας, κλειδώνοντας την πύλη πίσω του.
Έβγαλε την κάπα του, ακούμπησε κάτω το φανάρι, μπήκε στον μισοτελειωμένο τάφο και έσκαψε για μια ώρα περίπου με πολλή όρεξη. Όμως, το χώμα ήταν σκληρό από τον πάγο και δεν ήταν εύκολο να σκάψεις με το φτυάρι · και παρόλο που είχε φεγγάρι, ήταν πολύ καινούριο και έριχνε ελάχιστο φως πάνω στον τάφο, που τον σκίαζε η εκκλησία. Σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση, αυτές οι δυσκολίες θα είχαν κάνει τον Γκάμπριελ Γκραμπ ιδιαίτερα κακοδιάθετο και δυστυχισμένο, αλλά ήταν τόσο ευχαριστημένος που είχε σταματήσει το τραγούδι του αγοριού, ώστε δεν πρόσεξε την ελάχιστη πρόοδο που είχε σημειώσει, και όταν τελείωσε τη δουλειά του εκείνη τη νύχτα έριξε μια ματιά στον τάφο βλοσυρός αλλά ικανοποιημένος, μάζεψε τα πράγματά του και μουρμούρισε:
Τι ωραίο που ’ναι τούτο δω το σπιτικό!
Μία τρύπα μες στο χώμα, όταν έρθει το κακό,
Μια πέτρα στο κεφάλι, και στα πόδια άλλη μια,
Θα μας φάνε τα σκουλήκια, θα μας πιούνε τα ζουμιά.
Από πάνω το χορτάρι και τριγύρω λάσπη υγρή.
Τι ωραίο σπιτικό μες στην αγιασμένη γη!
«Χο, χο!» γέλασε ο Γκάμπριελ Γκραμπ και κάθισε σε μια επίπεδη ταφόπλακα, που ήταν ένα από τα αγαπημένα του σημεία για ανάπαυση, και έβγαλε την παλαιική φιάλη του. « Ένα φέρετρο για τα Χριστούγεννα – ένα χριστουγεννιάτικο κουτί. Χο. χο, χο!»
«Χο, χο, χο!» επανέλαβε μια φωνή που ακούστηκε από κάπου κοντά πίσω του.
Εκεί που ήταν έτοιμος να φέρει τη φιάλη στα χείλη του, ο Γκάμπριελ σταμάτησε θορυβημένος και κοίταξε γύρω του. Ο πάτος του τάφου που βρισκόταν κοντά του ήταν γαλήνιος και ήσυχος, όπως και το κοιμητήριο της εκκλησίας κάτω από το χλωμό φως του φεγγαριού. Η κρύα πάχνη γυάλιζε πάνω ταφόπετρες και έλαμπε σαν μια σειρά πετράδια ανάμεσα στα πέτρινα γλυπτά της παλιάς εκκλησίας. Το χιόνι στο έδαφος ήταν σκληρό και αφράτο· στρωμένο πάνω στα πυκνά βουναλάκια του χώματος, έμοιαζε με ένα κάλυμμα τόσο λευκό και απλό, λες και από κάτω κείτονταν πτώματα σκεπασμένα μόνο με τα σάβανά τους. Ούτε το παραμικρό θρόισμα δεν έσπαγε τη βαθιά γαλήνη του πένθιμου σκηνικού. Τα πάντα έμοιαζαν να έχουν σιγήσει, έκανε κρύο και τίποτα δεν σάλευε.
«Ήταν η ηχώ», είπε ο Γκάμπριελ Γκραμπ, φέρνοντας πάλι τη φιάλη στα χείλη του.
«Όχι, δεν ήταν η ηχώ», είπε μια βαθιά φωνή.
Ο Γκάμπριελ πετάχτηκε όρθιος και έμεινε σαν στήλη άλατος, γεμάτος έκπληξη και τρόμο, γιατί το βλέμμα του έπεσε πάνω σε μια μορφή που του πάγωσε το αίμα.
Σε μια όρθια ταφόπλακα κοντά του, είδε καθισμένη μια παράξενη, απόκοσμη φιγούρα και κατάλαβε αμέσως ότι δεν ανήκε σε πλάσμα αυτού του κόσμου. Τα μακριά, αφύσικα πόδια του, που σίγουρα θα έφταναν μέχρι το έδαφος, ήταν σηκωμένα και σταυρωμένα με αλλόκοτο, αφύσικο τρόπο- τα ρωμαλέα του μπράτσα ήταν γυμνά και τα χέρια του στηρίζονταν στα γόνατά του. Το κοντό, στρογγυλό σώμα του ήταν τυλιγμένο σε μια στενή κάπα με διάσπαρτες μικρές σχισμές, και στην πλάτη του κρεμόταν ένας κοντός μανδύας, ο γιακάς ήταν κομμένος σε παράξενες γωνίες, σχηματίζοντας κάτι σαν περιλαίμιο ή φουλάρι, και τα παπούτσια του κατέληγαν σε μακριές, γυριστές, μυτερές άκρες. Στο κεφάλι του φορούσε ένα κωνικό καπέλο με φαρδύ γείσο, στολισμένο με ένα φτερό. Το καπέλο ήταν σκεπασμένο από την πάχνη, και ο καλικάντζαρος έμοιαζε σαν να καθόταν άνετα πάνω στην ίδια ταφόπετρα για διακόσια, τριακόσια χρόνια. Ήταν εντελώς ακίνητος- έβγαζε τη γλώσσα του χλευαστικά και χαμογελούσε στον Γκάμπριελ Γκραμπ με ένα μειδίαμα που μόνο σε καλικάντζαρο θα μπορούσε να ανήκει.
«Ε, λοιπόν, δεν ήταν η ηχώ», είπε ο καλικάντζαρος.
Ο Γκάμπριελ Γκραμπ είχε παραλύσει, ήταν ανίκανος να αρθρώσει λέξη.
«Τι κάνεις εδώ παραμονή Χριστουγέννων;» είπε αυστηρά ο καλικάντζαρος.
«Ήρθα να σκάψω έναν τάφο, κύριε», ψέλλισε ο Γκάμπριελ Γκραμπ.
«Ποιος τριγυρνάει σε τάφους και κοιμητήρια απόψε;» είπε ο
καλικάντζαρος.
«Ο Γκάμπριελ Γκραμπ! Ο Γκάμπριελ Γκραμπ!» ξεφώνισε μια χορωδία, που έμοιαζε να πλημμυρίζει τον περίβολο της εκκλησίας. Ο Γκάμπριελ κοίταξε γύρω του τρομαγμένος – δεν υπήρχε τίποτα.
«Τι έχεις μέσα σ’ αυτή τη φιάλη;» είπε ο καλικάντζαρος. «Ολλανδικό τζιν, κύριε», απάντησε ο νεωκόρος τρέμοντας περισσότερο από ποτέ- γιατί το είχε αγοράσει από λαθρέμπορους και φοβόταν μήπως ο συνομιλητής του ανήκε στην υπηρεσία δασμολόγησης των καλικαντζάρων.
«Ποιος πίνει ολλανδικό τζιν μόνος του, και μάλιστα στο κοιμητήριο της εκκλησίας απόψε;» είπε ο καλικάντζαρος.
«Ο Γκάμπριελ Γκραμπ! 0 Γκάμπριελ Γκραμπ!» αντήχησαν οι δυνατές φωνές.
Ο καλικάντζαρος λοξοκοίταξε μοχθηρά τον τρομαγμένο νεωκόρο και έπειτα ανέκραξε υψώνοντας τη φωνή του:
«Και ποιος, λοιπόν, είναι η λεία που δικαιούμαστε σύμφωνα με το νόμο;»
Σε αυτή την ερώτηση, η αόρατη χορωδία απάντησε με μια μελωδία που ακουγόταν σαν τις φωνές πολλών ψαλτών που τραγουδούσαν παράλληλα με το δυνατό ήχο του παλιού εκκλησιαστικού οργάνου- μια μελωδία που έδινε την εντύπωση στο νεωκόρο ότι γεννιόταν από το αεράκι και έσβηνε με το πέρασμά του- αλλά η επωδός της απάντησης ήταν η ίδια: «Ο Γκάμπριελ Γκραμπ! Ο Γκάμπριελ Γκραμπ!»
Ο καλικάντζαρος χαμογέλασε πιο πλατιά, και είπε: «Εσύ τι λες γι ’ αυτό, Γκάμπριελ;»
Του νεωκόρου του κόπηκε η ανάσα.
«Εσύ τι λες γι’ αυτό, Γκάμπριελ;» επανέλαβε ο καλικάντζαρος, τεντώνοντας τα πόδια του στον αέρα στις δυο μεριές της ταφόπετρας και κοιτάζοντας τις γυρισμένες άκρες των παπουτσιών του με τέτοια αυταρέσκεια, λες και παρατηρούσε το πιο κομψό ζευγάρι μπότες στην Οδό Μποντ.
«Είναι – είναι – πολύ παράξενο, κύριε», απάντησε ο νεωκόρος, μισοπεθαμένος από το φόβο του, ««πολύ παράξενο και πολύ ωραίο, αλλά πρέπει να επιστρέψω στη δουλειά μου και να τελειώσω, κύριε, αν έχετε την καλοσύνη».
«Δουλειά;» είπε ο καλικάντζαρος. «Ποια δουλειά;»
«Ο τάφος, κύριε, πρέπει να σκάψω τον τάφο», ψέλλισε ο νεωκόρος.
«Α, ο τάφος, λοιπόν, ε;» είπε ο καλικάντζαρος. «Ποιος σκάβει τάφους όταν όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι γιορτάζουν, και μάλιστα το απολαμβάνει κιόλας;»
Οι μυστηριώδεις φωνές απάντησαν και πάλι: «Ο Γκάμπριελ Γκραμπ! Ο Γκάμπριελ Γκραμπ!»
«Φοβάμαι πως οι φίλοι μου σε θέλουν, Γκάμπριελ», είπε ο καλικάντζαρος, πιέζοντας τη γλώσσα του στο μάγουλο -και ήταν πολύ εντυπωσιακή γλώσσα— «φοβάμαι πως οι φίλοι μου σε θέλουν, Γκάμπριελ», επανέλαβε ο καλικάντζαρος.
«Συμπαθάτε με, κύριε», αποκρίθηκε έντρομος ο νεωκόρος, «δεν νομίζω ότι είναι δυνατόν, κύριε- δεν με ξέρουν καν, κύριε- δεν νομίζω ότι οι κύριοι με έχουν ξαναδεί ποτέ τους, κύριε».
«Φυσικά και σ’ έχουν ξαναδεί», απάντησε ο καλικάντζαρος- «τον ξέρουμε αυτόν με το σκυθρωπό πρόσωπο και το βλοσυρό, κατσουφιασμένο ύφος, που προχωρούσε απόψε στο δρόμο κοιτώντας με κακία τα παιδιά και κρατούσε σφιχτά το φτυάρι του. Ξέρουμε ποιος ήταν αυτός που χτύπησε το αγόρι από ζήλια και επειδή το αγόρι ήταν χαρούμενο, ενώ αυτός όχι. Τον ξέρουμε, τον ξέρουμε».
Σε αυτό το σημείο, ο καλικάντζαρος ξέσπασε σε δυνατά, γέλια, που αντήχησαν είκοσι φορές δυνατότερα, και τεντώνοντας τα πόδια του στον αέρα στηρίχτηκε στο κεφάλι του ή μάλλον στην άκρη του κωνικού του καπέλου, στη στενή κόψη της ταφόπετρας, έκανε μια τούμπα με εξαιρετική ευκινησία και προσγειώθηκε ακριβώς μπροστά στα πόδια του νεωκόρου, στη στάση που παίρνουν συνήθως οι ράφτες στον πάγκο του μαγαζιού τους.
«Φο – φο — φοβάμαι πως πρέπει να σας αφήσω, κύριε», είπε ο νεωκόρος κι έκανε να φύγει.
«Να μας αφήσεις!» είπε ο καλικάντζαρος, «ο Γκάμπριελ Γκραμπ θα μας αφήσει. Χο, χο, χο!»
Ενώ ο καλικάντζαρος γελούσε, ο νεωκόρος πρόσεξε για μια στιγμή μια έντονη λάμψη μέσα από τα παράθυρα της εκκλησίας, λες και φωτιζόταν ολόκληρο το κτίριο· η λάμψη έσβησε, το εκκλησιαστικό όργανο αντήχησε δυνατά και ένας ολόκληρος στρατός από καλικάντζαρους πανομοιότυπους με τον αρχικό πλημμύρισε τον περίβολο της εκκλησίας- χωρίς να σταματήσουν ούτε στιγμή για να πάρουν ανάσα, άρχισαν να παίζουν βαρελάκια ανάμεσα στις ταφόπετρες, πηδώντας τις ψηλότερες απ’ αυτές ο ένας μετά τον άλλο με εκπληκτική σβελτάδα. Ο πρώτος καλικάντζαρος έκανε εντυπωσιακά άλματα, κανείς άλλος δεν τον έφτανε· ακόμα και μέσα στην τρομάρα του, ο νεωκόρος πρόσεξε ότι, ενώ οι φίλοι του πηδούσαν πάνω από τις ταφόπετρες που είχαν κανονικό μέγεθος, ο πρώτος περνούσε πάνω από τους οικογενειακούς τάφους και τα σιδερένια κιγκλιδώματα με φοβερή άνεση, λες και ήταν κολονάκια του δρόμου.
Κάποια στιγμή, το παιχνίδι φούντωσε για τα καλά- το όργανο έπαιζε όλο και πιο γρήγορα, και οι καλικάντζαροι πηδούσαν όλο και πιο σβέλτα, κουλουριάζονταν, έκαναν τούμπα στο έδαφος και εκτινάσσονταν πάνω από τις ταφόπετρες σαν μπάλες. Το κεφάλι του νεωκόρου στροβιλιζόταν από τις ταχύτατες κινήσεις τους, και τα γόνατά του λύγιζαν, καθώς τα φαντάσματα πετούσαν μπροστά στα μάτια του, όταν ξαφνικά ο αρχηγός των καλικαντζάρων όρμησε προς το μέρος του, τον άρπαξε από το γιακά και τον τράβηξε μαζί του μέσα στο χώμα.
Όταν ο Γκάμπριελ Γκραμπ κατάφερε να πάρει ανάσα, καθώς για μια στιγμή του είχε κοπεί η αναπνοή από την απότομη κάθοδο, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν σε ένα μέρος που έμοιαζε με τεράστιο σπήλαιο, κυκλωμένος από ένα τσούρμο καλικάντζαρους, άσχημους και σκυθρωπούς- στο κέντρο του χώρου, σε έναν υπερυψωμένο θρόνο, βρισκόταν ο φίλος του από το κοιμητήριο της εκκλησίας, και δίπλα του στεκόταν ο ίδιος ο Γκάμπριελ Γκραμπ, ανίκανος να κινηθεί.
«Κάνει κρύο απόψε», είπε ο αρχηγός των καλικαντζάρων, «πολύ κρύο. Φέρτε κάτι ζεστό να πιούμε».
Στο άκουσμα αυτής της διαταγής, πεντέξι πρόθυμοι καλικάντζαροι με ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο —εξαιτίας αυτού, ο Γκάμπριελ φαντάστηκε πως θα ήταν αυλοκόλακες- εξαφανίστηκαν βιαστικά και επέστρεψαν σχεδόν αμέσως κρατώντας ένα κύπελλο γεμάτο υγρή φωτιά* έπειτα, το έδωσαν στον αρχηγό.
«Α!» έκανε ο καλικάντζαρος, τα μάγουλα και ο λαιμός του
οποίου ήταν διάφανα, καθώς κατάπινε τη φωτιά. «Πράγματι αυτό σε ζεσταίνει: φέρτε μια κανάτα απ’ το ίδιο για τον κύριο Γκραμπ». ‘
Μάταια διαμαρτυρήθηκε ο άτυχος νεωκόρος ότι δεν συνήθιζε να πίνει ζεστά το βράδυ – ένας καλικάντζαρος τον ακινητοποίησε ενώ ένας άλλος του έχυσε το φλογερό υγρό στο λαρύγγι, και όλη η ομήγυρη έσκουξε από τα γέλια καθώς έβηξε και πνίγηκε- αφού κατάπιε το καυτό ποτό, σκούπισε τα δάκρυα που έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια του.
«Και τώρα»…
Ακολουθεί β’ μέρος
Μέρος Β’: https://www.lecturesbureau.gr/1/the-story-of-the-goblins-who-stole-a-sexton-part-b-1614b/
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΜΕ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/38984353002072662/?lp=true