fbpx

Το γράμμα (Τσέχωφ) | Μέρος Α’

Το γράμμα (Τσέχωφ) | Μέρος Α’

Πρόκειται για την ιστορία που εντυπωσίασε ιδιαίτερα τον Τσαϊκόφσκι και τον έκανε να επισκεφθεί τον Τσέχοφ για να του εκφράσει την εκτίμησή του.

 

Ο αρχιδιάκονος πατήρ Φιόντορ Ορλόφ, ένας επιβλητικός, ευτραφής άντρας πενήντα περίπου ετών, όπως πάντα σοβαρός και αυστηρός, με τη συνηθισμένη έκφραση αξιοπρέπειας που ποτέ δεν έφευγε από το πρόσωπό του, αλλά κουρασμένος όσο δεν έπαιρνε άλλο, πήγαινε πέρα δώθε μέσα στη μικρή του σάλα και σκεφτόταν επίμονα ένα και μόνο πράγμα: πότε επιτέλους θα φύγει ο επισκέπτης του; H σκέψη αυτή τον τυραννούσε και δεν τον άφηνε ούτε λεπτό. O επισκέπτης του, ο πατήρ Αναστάσι, ιερέας σε ένα χωριό κοντά στην πόλη, είχε έρθει πριν από τρεις ώρες στο σπίτι του για μια υπόθεσή του ιδιαίτερα δυσάρεστη και ενοχλητική, παρακάθισε για την επίσκεψη και τώρα, με τον αγκώνα του ακουμπισμένο πάνω σ’ ένα χοντρό κατάστιχο, καθόταν στη γωνιά πίσω από ένα στρογγυλό τραπεζάκι και, κατά τα φαινόμενα, δεν σκεφτόταν να φύγει, έστω κι αν κόντευε εννιά το βράδυ.
Δεν ξέρουν όλοι να σωπαίνουν την κατάλληλη στιγμή και την κατάλληλη στιγμή να φεύγουν. Συχνά συμβαίνει ακόμα και καλοαναθρεμμένοι άνθρωποι του κόσμου να μην αντιλαμβάνονται ότι n παρουσία τους προκαλεί στον κουρασμένο ή απασχολημένο οικοδεσπότη μια αίσθηση παρόμοια προς την απέχθεια, και πόσο πιεστικά κρύβεται και συγκαλύπτεται το αίσθημα αυτό. O Αναστάσι έβλεπε θαυμάσια και καταλάβαινε ότι η παρουσία του ήταν φορτική και άκαιρη, ότι ο αρχιδιάκονος, που είχε τελέσει μια νυχτερινή λειτουργία και το μεσημέρι μια μεγάλης διάρκειας λειτουργία, είναι κουρασμένος και θέλει να ησυχάσει. Ανά πάσα στιγμή ήταν έτοιμος να σηκωθεί και να φύγει, αλλά δεν σηκωνόταν, εξακολουθούσε να κάθεται, και θαρρείς πως κάτι περίμενε. Ήταν ένας γέροντας 65 ετών, γερασμένος πρόωρα, κοκαλιάρης και καμπουριασμένος, με ένα γεροντίστικο, σκούρο, αδυνατισμένο πρόσωπο, με κόκκινα βλέφαρα και ράχη μακριά και στενή σαν του ψαριού. Φορούσε ένα κομψό, ανοιχτόχρωμο μοβ ράσο, που όμως του έπεφτε πολύ φαρδύ (του το είχε κάνει δώρο η χήρα ενός νεαρού ιερέα που πέθανε πρόσφατα), ένα τσόχινο καφτάνι με φαρδιά δερμάτινη ζώνη και άγαρμπες μπότες, οι διαστάσεις και το χρώμα των οποίων πρόδιναν ότι ο πατήρ Αναστάσι κυκλοφορούσε χωρίς γαλότσες. Παρά το αξίωμά του και τη σεβάσμια ηλικία του, τα κόκκινα θολά μάτια του, το γκρίζο κοτσάκι με την πράσινη απόχρωση στον αυχένα του, οι φαρδιές ωμοπλάτες στην αδύνατη ράχη του, εξέφραζαν κάτι θλιβερό, βασανισμένο και ταπεινωμένο… Σώπαινε, δεν σάλευε και έβηχε με τέτοια προσοχή, σαν να φοβόταν μήπως η παρουσία του γίνει αισθητή από τους ήχους του βήχα του.
O γέρος είχε έρθει να δει τον αρχιδιάκονο για μια υπόθεσή του. Πάνε δυο μήνες που του απαγόρευσαν να τελεί λειτουργίες αν προηγουμένως δεν του έδιναν άδεια προς τούτο, και διέταξαν ανάκριση εις βάρος του. Του αποδίδονταν πολλές αμαρτίες. Μεθούσε, δεν είχε καλές σχέσεις με κληρικούς και λαϊκούς, ήταν αμελής ως προς τις καταγραφές του στο ληξιαρχείο και στα λογιστικά βιβλία της εκκλησίας – αυτές ήταν οι επίσημες κατηγορίες που του απέδιδαν- εκτός τούτου όμως, εδώ και πολύ καιρό κυκλοφορούσαν φήμες ότι τελούσε επ’ αμοιβή απαγορευμένους γάμους και πουλούσε πιστοποιητικά νηστείας σε δημοσίους υπαλλήλους και αξιωματούχους που έρχονταν από την πόλη. Οι φήμες αυτές κυκλοφορούσαν ακόμα πιο επίμονα, αφού μάλιστα ήταν φτωχός και είχε παιδιά τα οποία ζούσαν όλα με δικές του δαπάνες και ήταν εξίσου αποτυχημένα με τον ίδιο. Οι γιοι του ήταν αμόρφωτοι, κακομαθημένοι και τεμπέλιαζαν άνεργοι, ενώ οι άσχημες κόρες του δεν έβρισκαν συζύγους.
Μην αντέχοντας να είναι ειλικρινής, ο αρχιδιάκονος πηγαινοερχόταν από τη μα γωνία στην άλλη, σώπαινε ή μιλούσε με υπαινιγμούς.
«Δηλαδή, απόψε δεν θα πάτε στο σπίτι σας;» ρώτησε σταματώντας κοντά σ’ ένα σκοτεινό παράθυρο και βάζοντας το μικρό του δάχτυλο μέσα στο κλουβί με το κοιμισμένο καναρίνι που τα φτερά του είχαν φουσκώσει.
O πατήρ Αναστάσι αναρίγησε, ξερόβηξε προσεκτικά και είπε μιλώντας γρήγορα:
«Σπίτι; Δεν θα πάω, Φιόντορ Ιλίτς. Το ξέρετε κι εσείς ότι δεν μπορώ να λειτουργώ, άρα τι να κάνω εκεί; Επίτηδες έφυγα, για να μην κοιτώ στα μάτια τους ανθρώπους. Το ξέρετε ότι είναι ντροπή να μην μπορείς να λειτουργήσεις. Άλλωστε έχω δουλειά εδώ, Φιόντορ Ιλίτς. Αύριο, αφού διακόψω για λίγο τη νηστεία, θέλω να κάνω μια σοβαρή συζήτηση με τον εκκλησιαστικό ανακριτή».
«Α, έτσι…» χασμουρήθηκε ο αρχιδιάκονος. «Και που μένετε;»
«Στο σπίτι του Ζιάφκιν».
Ο πατήρ Αναστάσι θυμήθηκε ξαφνικά ότι σε δυο ώρες ο αρχιδιάκονος θα έπρεπε να τελέσει τον όρθρο του Πάσχα και τόσο πολύ ντράπηκε για τη δυσάρεστη, ενοχλητική παρουσία του, ώστε αποφάσισε να φύγει αμέσως και να αφήσει τον εξαντλημένο άνθρωπο να ξεκουραστεί. Και ο γέροντας σηκώθηκε να φύγει, αλλά προτού αρχίσει τους χαιρετισμούς, ξερόβηξε για ένα λεπτό και εξεταστικά, με την ίδια πάντα έκφραση απροσδιόριστης προσμονής, κοίταξε τη ράχη του αρχιδιακόνου. Στην όψη του τρεμόπαιζαν η ντροπή, η δειλία και το θλιβερό, βεβιασμένο γέλιο, αυτό με το οποίο γελούν άνθρωποι που δεν σέβονται τον εαυτό τους. Κούνησε αποφασιστικά το χέρι του και είπε με βραχνή, κουδουνιστή φωνή:
«Πατέρα Φιόντορ, κάντε μέχρι τέλους το ψυχικό, πείτε να μου δώσουν για αποχαιρετισμό… ένα ποτηράκι βότκα!»
«Δεν είναι ώρα τώρα να πιείτε βότκα» είπε αυστηρά ο αρχιδιάκονος. «Θα έπρεπε να ντρέπεστε».

 

 

 

 

Μέρος Β’: http://www.lecturesbureau.gr/1/the-letter-part-b/
Μέρος Γ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/the-letter-part-c/
Μέρος Δ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/the-letter-part-d/

 

 

 

 
Ο απρόβλεπτος κύριος Τσέχοφ

Εισαγωγή-Ανθολόγηση-Μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου

 

Εικόνα: Άντων Τσέχοφ, από τον Alexander Utkin (http://utkin1.ru/en/node/22)



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram