fbpx

Το γράμμα (Τσέχωφ) | Μέρος Β’

Το γράμμα (Τσέχωφ) | Μέρος Β’

O πατήρ Αναστάσι σάστισε ακόμα περισσότερο, έβαλε τα γέλια και, λησμονώντας την απόφασή του να γυρίσει στο σπίτι του, σωριάστηκε σε μια καρέκλα. O αρχιδιάκονος κοίταξε το ταραγμένο, συγχυσμένο πρόσωπό του, το σκυφτό κορμί του, και άρχισε να λυπάται τον γέροντα.
«Ο Θεός θα δώσει να πιούμε αύριο» είπε θέλοντας να απαλύνει την αυστηρή του άρνηση. «Όλα είναι καλά όταν γίνονται στην ώρα τους».
Ο αρχιδιάκονος πίστευε στην αναμόρφωση των ανθρώπων, αλλά τώρα που μέσα του φούντωσε το αίσθημα του οίκτου τού φάνηκε ότι αυτός ο κυνηγημένος, καχεκτικός, φορτωμένος με αμαρτίες και αδυναμίες γέροντας, ήταν αμετάκλητα χαμένος, ότι σ’ ολόκληρη τη γη δεν υπήρχε δύναμη ικανή να τον κάνει να ορθώσει ξανά τη ράχη του, να δώσει στο βλέμμα του διαύγεια, να συγκρατήσει το δυσάρεστο, δειλό γέλιο με το οποίο γελούσε επίτηδες, θέλοντας να απαλύνει κάπως την απωθητική εντύπωση που προκαλούσε στους ανθρώπους.
Ο πατήρ Φιόντορ δεν έβρισκε πια τον γέροντα ένοχο και φαύλο, αλλά ταπεινωμένο, θιγμένο, δυστυχή. Θυμήθηκε ο αρχιδιάκονος την παπαδιά του, τα εννιά παιδιά του, το βρόμικο φτωχικό πατάρι για τον ύπνο στο σπίτι του Ζιάφκιν, θυμήθηκε -άγνωστο γιατί- εκείνους τους ανθρώπους που χαίρονται βλέποντας μεθυσμένους ιερείς και αξιωματούχους που κατηγορούνται για διάφορα, και σκέφτηκε ότι το καλύτερο που θα μπορούσε να κάνει τώρα ο πατήρ Αναστάσι θα ήταν να πεθάνει το συντομότερο δυνατόν, να φύγει για πάντα απ’ αυτόν τον κόσμο.
Ακούστηκαν βήματα.
«Πατήρ Φιόντορ, δεν αναπαύεστε;» ρώτησε από το χολ μια μπάσα φωνή.
«Όχι, διάκονε, πέρνα μέσα».
Στη σάλα μπήκε ο συνυπηρετών με τον Ορλόφ διάκος Λιουμπίμοφ, ένας γέροντας, με φαλάκρα σε όλο το βρέγμα του κρανίου του, αλλά ακόμα γερός, μαυρομάλλης και με παχιά, κατάμαυρα σαν Γεωργιανού φρύδια. Έκανε μια υπόκλιση στον Αναστάσι και κάθισε.
«Tι καλό έχεις να μας πεις;» ρώτησε ο αρχιδιάκονος.
« Τι καλό να έχω;» αποκρίθηκε ο διάκονος και, αφού σώπασε για λίγο, συνέχισε μ’ ένα χαμόγελο: «Μικρά παιδιά – μικρός καημός, μεγάλα παιδιά – μεγάλος καημός. Εδώ έγινε μια τέτοια ιστορία, που δεν μπορώ να συνέλθω. Σκέτη κωμωδία».
Σώπασε για λίγο ακόμα, χαμογέλασε πλατιά και είπε: «Σήμερα γύρισε από το Χάρκοβο ο Νικολάι Ματβέιτς. Μου είπε για τον Πιοτρ μου. Πήγε, λέει, δυο φορές να τον δει».
«Και τι σου είπε λοιπόν;»
«Με αναστάτωσε, καλή του ώρα. Αυτός ήθελε να με κάνει να χαρώ, αλλά μόλις το ξανασκέφτηκα βλέπω ότι δεν έχω και πολλά για να χαρώ. Μάλλον να θλίβομαι θα πρέπει, κι όχι να χαίρομαι… O Πετρούσκα σου, μου λέει, ζει περίφημα, τώρα πια δεν τον φτάνεις με τίποτα. E, δόξα τω Θεώ, του λέω εγώ. Έφαγα στο σπίτι του, μου λέει αυτός, και είδα με λεπτομέρειες πώς ζει. Ζει, μου λέει, σαν αριστοκράτης, καλύτερα δεν γίνεται. Εγώ, ως γνωστόν, είμαι περίεργος, και ρωτάω: Και στο γεύμα τι σας έβγαλαν; Στην αρχή, μου λέει, μια σούπα που έμοιαζε με ψαρόσουπα, έπειτα γλώσσα με αρακά, κι έπειτα, μου λέει, γαλοπούλα ψητή. Μα είναι για νηστεία η γαλοπούλα; Ωραία, λέω, χαίρομαι. Γαλοπούλα τη Μεγάλη Σαρακοστή; E;»
«Δεν με εκπλήσσει τίποτα» έκανε ο αρχιδιάκονος, μισοκλείνοντας κοροϊδευτικά τα μάτια του.
Και βάζοντας τα μεγάλα δάχτυλα των χεριών του μέσα από τη ζώνη του, τεντώθηκε, και με τον ίδιο τόνο με τον οποίο συνήθιζε να κάνει τα κηρύγματά του ή να εξηγεί στους μαθητές του σχολείου της περιοχής τον νόμο του Θεού είπε:
«Οι άνθρωποι που δεν τηρούν τις νηστείες διαιρούνται σε δυο ξεχωριστές κατηγορίες: οι μεν δεν τις τηρούν επειδή είναι επιπόλαιοι, οι δε επειδή δεν πιστεύουν. O Πιοτρ σου δεν τις τηρεί επειδή δεν πιστεύει. Μάλιστα».
O διάκονος κοίταξε δειλά το αυστηρό πρόσωπο του πατρός Φιόντορ και είπε:
«Έχουμε κι άλλα παρακάτω… Πιάσανε την κουβέντα, αρχίσανε να λένε γι’ αυτό και για κείνο, και βγαίνει κάτι ακόμα: ο άπιστος κανακάρης μου συζεί με κάποια κυρία, με τη γυναίκα ενός άλλου. Μένει μαζί του στο διαμέρισμα, σε θέση συζύγου και οικοδέσποινας, κερνάει τσάι, υποδέχεται τους επισκέπτες και τα λοιπά, σαν να είναι στεφανωμένη μαζί του. Πάνε τρία χρόνια που τραβολογιέται μ’ αυτήν την όχεντρα. Σκέτη κωμωδία. Τρία χρόνια ζουν μαζί κι από παιδιά τίποτα».
«Άρα ζουν σεμνά!» έβαλε τα γέλια ο πατήρ Αναστάσι βήχοντας βραχνά. «Υπάρχουν παιδιά, πατέρα διάκονε, υπάρχουν, αλλά δεν τα κρατάνε στο σπίτι! Τα στέλνουν στα ορφανοτροφεία! Χε χε χε…» (Και ο Αναστάσι άρχισε πάλι να βήχει.)
«Μην επεμβαίνετε, πάτερ Αναστάσι» είπε αυστηρά ο αρχιδιάκονος.
«Τον ρωτάει, που λέτε, ο Νικολάι Ματβέιτς ποια είναι αυτή η κυρία που σερβίρει σούπα» συνεχίζει ο διάκονος κοιτώντας σκυθρωπός το καμπουριασμένο κορμί του Αναστάσι. «Η γυναίκα μου, του αποκρίνεται αυτός. Και τότε αυτός τον ρωτάει: Πάει καιρός που στεφανωθήκατε; Κι ο Πιοτρ τού απαντάει: Στεφανωθήκαμε στο ζαχαροπλαστείο τοΙ] Κουλίκοφ».
Τα μάτια του αρχιδιακόνου άστραψαν οργισμένα και οι κρόταφοί του έγιναν κατακόκκινοι. Εκτός του ότι ήταν αμαρτωλός, ο Πιοτρ τού ήταν αντιπαθής και ως άνθρωπος γενικά. Ο πατήρ Φιόντορ, κατά το κοινώς λεγόμενο, τον είχε άχτι. Τον θυμόταν από τότε που ήταν ακόμη μαθητής του γυμνασίου, τον θυμόταν ολοκάθαρα, επειδή και τότε δεν του φαινόταν φυσιολογικός. Σαν γυμνασιόπαιδο ο Πετρούσα ντρεπόταν να τον βοηθήσει στο ιερό, θύμωνε αν του μιλούσαν στον ενικό όταν έμπαινε σ’ ένα δωμάτιο, δεν έκανε τον σταυρό του και, το πιο αξιομνημόνευτο, του άρεσε να μιλά πολύ και με πάθος, και κατά την άποψη του πατρός Φιόντορ, η πολυλογία είναι ανάρμοστη και επιβλαβής για τα παιδιά. Εκτός αυτού, ο Πετρούσα αντιμετώπιζε περιφρονητικά και επικριτικά το ψάρεμα, του οποίου ένθερμοι λάτρεις ήταν ο αρχιδιάκονος και ο διάκονος. Ως φοιτητής τέλος, ο Πιοτρ δεν πήγαινε καθόλου στην εκκλησία, κοιμόταν ως το μεσημέρι, κοιτούσε αφ’ υψηλού τους άλλους και, με ιδιαίτερο ζήλο, έθιγε κάποια ευαίσθητα, ανεπίτρεπτα ζητήματα. «Tι θες λοιπόν;» ρώτησε ο αρχιδιάκονος πλησιάζοντας τον διάκονο και κοιτώντας τον θυμωμένος.
«Tι θες λοιπόν; Πάντα το ήξερα και ήμουν σίγουρος ότι από τον Πιοτρ σου δεν θα προκύψει τίποτα καλό! Σ’ το έλεγα και σ’ το λέω. Ό,τι έσπειρες τώρα θέρισέ το! Θέρισέ το!»

 

 

Μέρος Α’: http://www.lecturesbureau.gr/1/the-letter-part-a/
Μέρος Γ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/the-letter-part-c/
Μέρος Δ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/the-letter-part-d/

 

 

 

Ο απρόβλεπτος κύριος Τσέχοφ

Εισαγωγή-Ανθολόγηση-Μετάφραση Σταυρούλα Αργυροπούλου

 

Εικόνα: Άντων Τσέχοφ, από τον Alexander Utkin (http://utkin1.ru/en/node/22)



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram