30 Ιούν Ο ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ: ΛΟΓΟΣ Γ΄ Αγάπη (ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ)
Περδικόστηθη Τσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα
γλώσσα προσταγής,
που μιλώντας γιγαντεύεις
και τους κόσμους ξεπερνάς
και τ’ αστέρια σού φορούνε
μια κορόνα ξωτικιάς!
Σφίξε γύρω μου τη ζώνη
των αντρίκειω σου χεριών·
είμαι ο μάγος της αγάπης,
μάγισσα των αστεριών.
Μάθε με πώς να κατέχω
τα γραφτά θνητών κι εθνών,
πώς τ’ απόκρυφα των κύκλων
και των ουρανών·
πώς να φέρνω αναστημένους
σε καθρέφτες μαγικούς
τις πεντάμορφες του κόσμου
κι όλους τους καιρούς·
πώς, υπάκουους τους δαιμόνους,
τους λαούς των ξωτικών,
στους χρυσούς να δένω γύρους
των δαχτυλιδιών,
καθώς δένω και το Λόγο,
δαίμονα και ξωτικό,
στο χρυσό το δαχτυλίδι,
στο Ρυθμό·
πώς με βούλα σολομώντεια
να σφραγίζω και να κλειώ
τα μεγάλα τα τελώνια
σε γυαλί στενό,
και στη θάλασσα να ρίχνω
το γυαλί, και να γυρνά
μες στην άβυσσο το ό,τι είναι
με την άβυσσο γενιά.
(Έτσι κι άλλο ένα τελώνιο,
έτσι και η τρανή Ψυχή
στου κορμιού φυλακισμένη
το στενό γυαλί,
μες στη θάλασσα της Σκέψης
άθλια πεταχτή
ζει κι εκεί σα στην πατρίδα,
σάμπως μια άβυσσο κι αυτή).
Μάθε με όλα να διαβάζω
τα υπερκόσμια μυστικά
στο σκολειό της αγκαλιάς σου
μέσα στα φιλιά.
Κι όλα γύρω μου τα πάντα
παντογνώστρα σε μηνάν·
μόνο κάτι ακόμα λείπει…
νά με! Εγώ κι εσύ, το Παν!
Γιατί κάτι ξέρω, κάτι
να σου δώσω έχω κι εγώ·
άδεια στέκεται μια στάμνα
στο βαθύ μπροστά νερό,
και θα στη γιομίσω. Ξέρω
την πανώρια μουσική·
θα τη ζήσεις θεία μαζί μου
στο δικό μου το βιολί.
Σάρκα η μουσική θα γίνει
με την πλάστρα μας φωτιά,
κι από μας θα γεννηθούνε
τ’ αψεγάδιαστα παιδιά,
που όμοια τους θα σπείρουν κι άλλα,
κι ό,τι γύρω τους αχνό,
άρρωστο, άσκημο, θα ρέψει
στον αφανισμό.
Της χαράς θα λάμψει ο Νόμος
που προστάζει, βασιλιάς:
«φτάνει να είσαι από υγεία
κι από δύναμη· νικάς!»
Κι ο άνθρωπος μέσα στα θάμπη
της ακέριας νέας ζωής
θα είναι πάντα ή κυβερνήτης
ή τραγουδιστής.
Ω φωλιές! Ω αηδόνια! Πάνε
τ’ άμοιαστα και τα πεζά,
πέτρα ακύλιστη σκεπάζει
πεθαμένη τη Σκλαβιά.
Στερνοπαίδι αγάλια αγάλια
θα προβάλει και θα βγει
πλάσμα ακόμα πιο γιομάτο,
νόημα πιο βαθύ.
Κι ο Αρχοντάνθρωπος θα νά βγει
που η ρομφαία του κι αυτή
θα φαντάζει σαν κιθάρα
παναρμονική.
Κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης
ο ιδροκόπος δουλευτής
ο άπλερος που παραδέρνει
δούλος ή βασανιστής,
και ή βασανιστής ή δούλος,
αμολόητα και σκληρά
μύριους τύραννους γρικάει
μες στα σωθικά,
κι ο άνθρωπος ο βαριομοίρης
θα υψωθεί θριαμβευτής
σε μια γη πλατιά προφήτης
μιας πλατύτερης ψυχής.
Δε γνωρίζω από θρησκείες,
μήτε σκύβω σε θεούς,
γνωριμιά μου εσύ και πίστη!
Πήρα αράδα τους ναούς,
γύμνωσα το εικονοστάσι
βέβηλα και το βωμό,
λείψαν’ άγια, τίμια ξύλα,
κάθε πρόσφορο ιερό,
δισκοπότηρα, λαμπάδες,
όλα τ’ άγια της καρδιάς,
όλα σ’ τα ’ριξα σαν άνθια,
για να τα πατάς!
…Είπα, κι άκουσες, και γέρνεις…
Τρισαλιά μου, ω τρισαλιά,
στο σκολειό της αγκαλιάς σου
μ’ όλα τα φιλιά!
Περδικόστηθη Τσιγγάνα,
ω μαγεύτρα, που μιλείς
τα μεσάνυχτα προς τ’ άστρα
γλώσσα προσταγής!
Στα μεστά στα νικηφόρα
στήθια σου ήβρα μοναχά
της γυναίκας την απάτη
και της σάρκας τη σκλαβιά,
κι αχαμνή πλανεύτρα αγάπη
κι έν’ αρρωστημένο φως
και το λίγωμα που λιώνει
το κορμί του καθενός.
Μέσα μου κι αν να σαλεύει
άκουα κάτι σα φτερό,
με τ’ αντρίκεια σου τα χέρια
σύντριψες και το φτερό.
Ω που αγνάντια και μακριά μου
τα μεσάνυχτα μιλείς
προς τ’ αστέρια, προς τα πάντα,
γλώσσα προσταγής.
Κι όντας μες στην αγκαλιά σου
σφιχτοκλείς με ερωτική,
ω γυναίκα, εσύ, σαν όλες,
ψεύτρα, σκλάβα! Ποιά είσ’ εσύ; …
Κωστής Παλαμάς (1859-1943)