10 Σεπ ΣΧΙΖΟΦΡΕΝΕΙΑ Ή ΨΥΧΩΣΙΚΗ ΣΥΝΔΡΟΜΗ | Μέρος Β’
Ηλικιακά Όρια Εμφάνισης της Σχιζοφρένειας
Γενικότερα η σχιζοφρένεια πρωτοεκδηλώνεται κατά μέσο όρο μεταξύ του 15ου και του 25ου έτους της ηλικίας με τους άνδρες να εμφανίζουν την πάθηση πρωιμότερα από τις γυναίκες. Η εμφάνισή της μετά το 45ο έτος είναι μάλλον σπάνια.
Αιτιολογία της Σχιζοφρένειας
Οι παράγοντες που αποτελούν γενεσιουργά αίτια της σχιζοφρένειας καθώς και οι τρόποι με τους οποίους αυτή εκδηλώνεται παραμένουν ασαφείς. Η επιστημονική κοινότητα δεν έχει καταλήξει σε κοινά και οριστικά συμπεράσματα για την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας (σχέσης δηλαδή αιτίας και αποτελέσματος) ανάμεσα στην κληρονομικότητα και την εμφάνιση της πάθησης, ενώ στη συζήτηση εμπλέκονται τόσο βιολογικοί όσο και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες που ενοχοποιούνται επίσης για την εμφάνισή της, χωρίς απαραίτητα τη διαμεσολάβηση κληρονομικών παραγόντων. Ο ρόλος που διαδραματίζει η κατάχρηση ουσιών έχει πλέον φανεί με ασφάλεια ότι αποτελεί ανεξάρτητο και σημαντικό γενεσιουργό αίτιο της ασθένειας.
Γενετικοί παράγοντες
Η ύπαρξη ενός κληρονομούμενου βιολογικού υπόβαθρου που δικαιολογεί την εμφάνιση της πάθησης αποτελούσε και εξακολουθεί συχνά να θεωρείται η επικρατούσα άποψη στις απόπειρες εξήγησης της εκδήλωσης της σχιζοφρένειας. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, αυξάνονται οι έρευνες που δεν επιβεβαιώνουν αδιάκριτα τη μονιστική και σχεδόν απλοϊκή αυτή πεποίθηση.
Παλαιότερες έρευνες είχαν αφήσει να διαφανεί ότι η αιματοσυγγένεια αποτελούσε ισχυρό δείκτη που υποδείκνυε πολύ μεγάλο ποσοστό πιθανότητας εκδήλωσης σχιζοφρένειας εντός της οικογένειας. Άλλες έρευνες έχουν πλέον αμφισβητήσει την απόλυτη εγκυρότητα αυτής της προσέγγισης. Οι μελέτες μονοζυγωτικών και διζυγωτικών διδύμων (δηλαδή αυτών που μοιράζονταν το ίδιο ακριβώς γενετικό υλικό και εκείνων που δεν είχαν ταυτόσημο γενετικό προφίλ) φανέρωσαν ότι τα μονοζυγωτικά δίδυμα παρουσίαζαν όντως πιο αυξημένο ποσοστό εμφάνισης της νόσου σε σύγκριση με τα διζυγωτικά δίδυμα.
Βιοχημικοί και Βιολογικοί Παράγοντες
Η συμπτωματολογία της σχιζοφρένειας σχετίζεται άμεσα με τη δράση συγκεκριμένων νευροβιολογικών διεργασιών του εγκεφάλου στους οποίους κυριαρχεί η ποσότητα, παραγωγή και αλληλεπίδραση νευροδιαβιβαστών (ουσιών που εξασφαλίζουν τη μεταβίβαση σημάτων στο νευρικό σύστημα). Πιο συγκεκριμένα οι νευροδιαβιβαστές που έχουν ενοχοποιηθεί είναι η ντοπαμίνη, το γλουταμινικό οξύ, η σεροτονίνη, η νορεπινεφρίνη, κ.ά. Οι συγκεκριμένοι νευροδιαβιβαστές αποτελούν ορισμένους από τους βασικότερους παράγοντες μεταβίβασης και επεξεργασίας πληροφοριών στον εγκέφαλο. Όταν παρουσιάζονται ανισορροπίες στην ποσότητα και στον τρόπο δράσης τους η εγκεφαλική λειτουργία επηρεάζεται με τρόπους που συναντάμε και στη σχιζοφρένεια. Ο νευροδιαβιβαστής που έχει ενοχοποιηθεί περισσότερο από τους υπόλοιπους για την ανάπτυξη της νόσου είναι η ντοπαμίνη — ιδιαίτερα όταν η παρουσία της είναι αυξημένη. Αν και τα φάρμακα που λειτουργούν ως αναστολείς της πρόσληψης της ντοπαμίνης στους υποδοχείς των νευρωνικών συνάψεων φαίνεται να έχουν θετικό αποτέλεσμα στην καταπολέμηση των συμπτωμάτων της πάθησης, η άποψη ότι αποτελεί τον αποκλειστικό παράγοντα που την εξηγεί θεωρείται πλέον ξεπερασμένη. Πέρα από τη δυσλειτουργία στη δράση των διάφορων νευρομδιαβιβαστών έχουν εντοπιστεί και άλλες εγκεφαλικές ανωμαλίες στις οποίες έχει αποδοθεί αιτιακός ρόλος για την εκδήλωση της σχιζοφρένειας. Αυτοί περιλαμβάνουν τόσο μορφοδομικές εγκεφαλικές ανωμαλίες όσο και λειτουργικές διαφορές σε σχέση με τους εγκεφάλους φυσιολογικών ατόμων. Οι πλέον σύγχρονες νευροαπεικονιστικές μέθοδοι αλλά και η μεταθανάτια εξέταση ανατομικών λεπτομερειών του εγκεφάλου έχουν δείξει σημαντικές διαφορές όπως διογκωμένες εγκεφαλικές αρτηρίες ή διαφορές στη λειτουργία του κροταφομετωπιαίου λοβού που σχετίζονται αμφότερα με λειτουργίες όπως η εκτελεστική λειτουργία (η ικανότητα του ατόμου να αντιλαμβάνεται τις πληροφορίες που συλλέγει από το περιβάλλον και να τις χειρίζεται με σκοπό τη λήψη κατάλληλων αποφάσεων), η προσοχή, ή κριτική ικανότητα, η αντίληψη, κ.ά. Διαφορές έχουν εντοπιστεί επίσης και στο βάρος του εγκεφάλου ατόμων που πάσχουν από σχιζοφρένεια. Αυτό όμως που παραμένει ασαφές είναι αν οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι γενετικές (κληρονομικές δηλαδή) ή επιγενετικές (αν δηλαδή αναπτύσσονται υπό την επίδραση περιβαλλοντικών ή χημικών παραγόντων κατά τη διάρκεια της κύησης ή μετά τη γέννηση του ατόμου ή ακόμη αν προκύπτουν σταδιακά εξαιτίας της εκδήλωσης της ίδιας της νόσου).
Επιπλέον παράγοντες που έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου είναι οι περιγεννητικοί. Επιπλοκές που συμβαίνουν κατά την κύηση όπως η αιμορραγία, η προεκλαμψία, ο διαβήτης της κύησης, επιπλοκές κατά τον τοκετό, όπως η ασφυξία και υποξία του εμβρύου, η άκαιρη καισαρική τομή, η ατονία της μήτρας που συνδέονται με την ανάπτυξη του εγκεφάλου του παιδιού αλλά και άλλες διαταραχές όπως οι συγγενείς δυσπλασίες, η μικρή περίμετρος της κεφαλής του νεογέννητου, τα προβλήματα σίτισης της μητέρας κατά την κύηση, η αιματολογική ασυμβατότητα των γονέων και οι επιπλοκές κατά τη γέννα έχουν όλα συσχετιστεί με την εμφάνιση της πάθησης.
Άλλες μελέτες βρίσκουν συσχετίσεις με τον ιό της γρίπης κατά τη διάρκεια των πρώτων 6 μηνών της κύησης. Ως προς αυτό, δεν φαίνεται να είναι τυχαίο το εκ πρώτης όψεως παράδοξο στατιστικό εύρημα ότι τα παιδιά που έχουν γεννηθεί κατά τους χειμερινούς μήνες παρουσιάζουν από 5-15% μεγαλύτερες πιθανότητες να νοσήσουν απ’ ό,τι τα παιδιά που δεν έχουν γεννηθεί την ίδια εποχή. Είναι πιθανό η έκθεση της μητέρας στον ιό της γρίπης κατά το δεύτερο τρίμηνο (χειμερινό) της κύησης να σχετίζεται με τη στατιστική αυτή παραδοξότητα. Άλλοι ιοί που έχουν συνδεθεί με τη σχιζοφρένεια και πιθανώς επηρεάζουν τα έμβρυα κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων μηνών της κύησης, είναι ο έρπης ζωστήρας, οι λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, η ιλαρά, η παρωτίτιδα και η πολιομυελίτιδα.
Όπως προαναφέρθηκε η απουσία επαρκούς σίτισης της μητέρας κατά την κύηση ενοχοποιείται επίσης σε σχέση με την εκδήλωση σχιζοφρένειας στο παιδί. Ελλείψεις σε βιταμίνη Β9, λιπαρά οξέα (ω-3 και ω-6), βιταμίνη Α, πρωτεΐνες, αλλά και χαμηλή θερμιδική πρόσληψη σε συνδυασμό με παράγοντες όπως το στρες επιδρούν επιβαρυντικά στον εγκέφαλο του εμβρύου ιδιαίτερα κατά τα πρώτα στάδια της νευροανάπτυξής του.
Ψυχοκοινωνικοί και Ψυχοβιολογικοί Παράγοντες
Ερευνες έχουν δείξει ότι τα ποσοστά εμφάνισης σχιζοφρένειας σε άτομα που ανήκουν στα χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα είναι υψηλότερα. Οι αιτιολογίες που έχουν προταθεί για αυτά τα στατιστικά ευρήματα επικεντρώνονται στα υψηλότερα ποσοστά στρες που βιώνονται από τα άτομα που ανήκουν στις συγκεκριμένες τάξεις. Τέτοιου είδους στρεσογόνοι παράγοντες μπορεί να επηρεάζουν αρνητικά άτομα που έχουν ήδη προδιάθεση καθώς μάλιστα έχει φανεί ότι πριν από την εκδήλωση της σχιζοφρένειας προηγείται συνήθως ένα οξύ στρεσογόνο επεισόδιο. Πρέπει να σημειωθεί ότι ενδέχεται εν προκειμένω να έχει υποεκτιμηθεί η συμβολή, των καθημερινών στρεσογόνων παραγόντων που αν και δεν εμφανίζονται με ιδιαίτερη οξύτητα, παρουσιάζονται σταθεροί και ίσως συμβάλλουν στην εκδήλωση ψυχωσικών επεισοδίων.
Μακροπρόθεσμοι στρεσογόνοι παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο εκκίνησης της νόσου. Μία τέτοια μακροχρόνια πηγή στρες αποτελεί η ίδια η οικογένεια του πάσχοντος και το οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο μεγαλώνει. Βασικό ρόλο σε αυτό παίζει η σχέση μητέρας-παιδιού. Έχει παρατηρηθεί ότι όταν η επικοινωνιακή σχέση παρουσιάζει αντιφατικότητα και λογική ασυμβατότητα τότε μπορεί να προκύψει παθογένεια. Τα αλληλοσυγκρουόμενα μηνύματα από μία φαινομενικά αυτοθυσιαστική, αλλά στην στην πραγματικότητα, ψυχρή, εγωκεντρική και δεσποτική μητέρα —η επονομαζόμενη και σχιζοφρενογενής (π.χ. πρέπει να τρως όλο το φαγητό σου, αλλά θα χοντρύνεις αν το φας όλο)— μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση στο παιδί που προσπαθώντας να επιλύσει την ασυμφωνία καταλήγει σε αδιέξοδο στην απόπειρά του να ερμηνεύσει το περιβάλλον. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη χαοτική συμπεριφορά, τον σχηματισμό αντιφατικών γνωσιών και εν τέλει σχιζοφρενικής συμπεριφοράς (θεωρία του διπλού δεσμού). Άλλους βασικούς παράγοντες στην παθογένεση της σχιζοφρένειας συνιστούν και οι δυσλειτουργικές σχέσεις των γονέων που κατηγοριοποιούνται σε δύο ομάδες: το «συζυγικό σχίσμα» και το «έκτροπο ζεύγος». Στην πρώτη περίπτωση κυρίαρχο στοιχείο είναι η αντιπαλότητα και ο έντονος ανταγωνισμός των γονέων ενώ στη δεύτερη είναι η κυριαρχία του ενός γονέα επί του άλλου με αποτέλεσμα την αλλοίωση της προσωπικότητας του ενός εκ των δύο χωρίς η επιθετικότητα να γίνεται εμφανής ή χωρίς να επαπειλείται διάλυση της οικογένειας. Αν και αμφότερες οι θεωρίες έχουν λογική βάση δεν επιβεβαιώνονται από άλλα δεδομένα. Μία τελευταία απόπειρα ψυχοβιολογικής αυτή της φοράς απόπειρας ερμηνείας της σχιζοφρένειας είναι η αλληλεπίδραση βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων που συμβάλλουν από κοινού στο ξέσπασμα της νόσου. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία η βιολογική προδιάθεση δεν επαρκεί για την εκδήλωση της σχιζοφρένειας αν δεν συντρέχουν και περιβαλλοντικοί παράγοντες: το στρες δημιουργείται από καταστάσεις που ασκούν έντονη επίδραση στο άτομο και στον οργανισμό σε κρίσιμα αναπτυξιακά του στάδια και επιβαρύνουν την ικανότητα του παιδιού και του εφήβου που έχει ήδη τη βιολογική προδιάθεση να ανταποκριθεί στις καθημερινές ανάγκες του περιβάλλοντος.
Σχιζοφρένεια και Κατάχρηση Ουσιών
Πέρα από τα γενεσιουργά αίτια της σχιζοφρένειας υπάρχουν και χημικοί παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν τόσο την έναρξη όσο και την έξαρση της νόσου. Εκτός από τους ψυχολογικούς παράγοντες βαρύνοντα ρόλο μπορεί να διαδραματίσει και η κατάχρηση ψυχοδραστικών ουσιών στις οποίες περιλαμβάνονται κατά κύριο λόγο η ινδική κάνναβη, η κοκαΐνη, η ηρωΐνη, οι αμφεταμίνες (π.χ. ecstasy), ενώ κατά καιρούς έχει ενοχοποιηθεί και το αλκοόλ ως εκλυτικός παράγοντας. Αν και οι μελετητές παραμένουν διχασμένοι ως προς τον ρόλο αυτών των ουσιών —προξενούν δηλαδή τη σχιζοφρένεια ή λειτουργούν απλώς ως εκλυτικοί παράγοντες;— υπάρχουν ενδείξεις ότι άτομα που κάνουν εντατική χρήση κάνναβης ήδη από το 18ο έτος της ηλικίας τους είναι πιθανότερο να εμφανίσουν σχιζοφρένεια εντός των επόμενων 15 ετών. Η ποσότητα επίσης της ουσίας που λαμβάνεται αυξάνει τον κίνδυνο σχιζοφρένειας. Γενικότερα φαίνεται ότι οι πιθανότητες ανάπτυξης της πάθησης μεταξύ χρηστών που κάνουν αυξημένη χρήση κάνναβης από νεαρή ηλικία είναι διπλάσιος σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Πρέπει ωστόσο να παρατηρηθεί ότι μεγάλο ποσοστό σχιζοφρενών κάνει κατάχρηση ψυχοδραστικών ουσιών γενικότερα.
Μέρος Α’: https://www.lecturesbureau.gr/1/schizophrenia-or-psychotic-support-part-a2692a/
Πηγή: https://psychikifrontida.gr/
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/4855512067995759/