fbpx

ΔΡΑΠΕΤΑΙ (ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ) | Μέρος Β’

ΔΡΑΠΕΤΑΙ (ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ) | Μέρος Β’

ΔΙΑΣ
Το ξέρω πως τότε είπα πολλά μ’ αυτό το περιεχόμενο. Εσύ όμως πες μου τι έγινε μετά: πώς σε υποδέχτηκαν στην αρχή, τότε που πετώντας προσγειώθηκες ανάμεσά τους, και τι σου έχουν κάνει τώρα.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Εξόρμησα, πατέρα μου, όχι αμέσως στους Έλληνες, αλλά αυτό που μου φαινόταν το δυσκολότερο μέρος του έργου, το να εκπαιδεύσω δηλαδή και να διδάξω τους βαρβάρους, αυτό αποφάσισα να πραγματοποιήσω πρώτο. Το ελληνικό γένος το άφησα, ως ικανότερο να υποταχτεί ευκολότερα, όπως τουλάχιστον φανταζόμουν, και να δεχτεί γρηγορότερα το χαλινάρι μου και να μπει κάτω από το ζυγό μου. Κατέφτασα λοιπόν πρώτα στους Ινδούς, το μεγαλύτερο από τα έθνη που υπάρχουν στον κόσμο, και τους έπεισα χωρίς δυσκολία να κατέβουν από τους ελέφαντες και να κάνουν συντροφιά μαζί μου, με αποτέλεσμα μια ολόκληρη φυλή, οι Βραχμάνες, που συνορεύουν με τους Νεχραίους και τους Οξυδράκες, όλοι τους να ανήκουν στην παράταξή μου και να ζούνε σύμφωνα με τις απόψεις μου· τους τιμούν όλοι οι γείτονές τους, και πεθαίνουνε με έναν παράξενο τρόπο θανάτου.

ΔΙΑΣ
Εννοείς τους γυμνοσοφιστές. Έχω ακουστά και άλλα πράγματα γι’ αυτούς, αλλά και ότι ανεβαίνουν σε μια τεράστια φωτιά και καίγονται υπομονετικά, χωρίς να μεταβάλλουν καθόλου την εμφάνιση ή το κάθισμά τους.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
Έπειτα λοιπόν από τους Βραχμάνους πήγα αμέσως στην Αιθιοπία, μετά κατέβηκα στην Αίγυπτο και, αφού έκανα συντροφιά με τους ιερείς και τους προφήτες τους, και τους δίδαξα θεϊκά ζητήματα, έφυγα για την Βαβυλώνα, για να μυήσω τους Χαλδαίους και τους Μάγους, έπειτα από κει στη Σκυθία, έπειτα στη Θράκη, όπου με συντρόφεψαν ο Εύμολπος και ο Ορφέας, τους οποίους έστειλα προδρόμους μου στην Ελλάδα, τον έναν, τον Εύμολπο,για να τους μυήσει – γιατί είχε μάθει από μένα όλα τα θεϊκά ζητήματα – και τον άλλο για να τους εξοικειώσει μαζί μου, μαγεύοντάς τους με τη μουσική· κι εγώ ακολούθησα ξοπίσω τους.
Στην αρχή λοιπόν, αμέσως μόλις έφτασα οι Έλληνες ούτε με υποδέχτηκαν εγκάρδια ούτε με απέκλισαν εντελώς από τη ζωή τους. Σιγά σιγά όμως, κάνοντας παρέα μαζί τους, προσέλκυσα από το σύνολο επτά ως συντρόφους και μαθητές, κι έναν ακόμη από τη Σάμο, κι έναν από την Έφεσο, κι από τα Άβδηρα ακόμη έναν, πολύ λίγους συνολικά.
Μετά απ’ αυτούς προσκολλήθηκε επάνω μου – κι εγώ δεν ξέρω πως – η φυλή των σοφιστών, που ούτε νοιαζόταν να εμβαθύνει στις δικές μου ενασχολήσεις ούτε και απομακρυνόταν πολύ απ’ αυτές, αλλά ήταν σαν τη γενιά των Ιπποκενταύρων, κάτι σύνθετο και ανάμεικτο, που πλανιόταν ανάμεσα στην αγυρτεία και στη φιλοσοφία, χωρίς ούτε να είναι εντελώς παραδομένο στην άγνοια ούτε και να μπορεί να κοιτάξει σ’ εμάς με σταθερό βλέμμα, αλλά, όπως οι τσιμπλιασμένοι, μπόρεσαν με ελαττωματική τους όραση να δουν ένα ακαθόριστο και θαμπό ομοίωμά μας ή μερικές φορές κάποια σκιά. Εκείνοι όμως νόμιζαν πως έχουν κατανοήσει με ακρίβεια τα πάντα. Γι’ αυτό και εξαπλώθηκε μεταξύ τους η άχρηστη εκείνη και περιττή σοφία και, όπως αυτοί νόμιζαν, ακαταμάχητη, οι περίτεχνες και αδιέξοδες και παράδοξες απαντήσεις και οι δυσεπίλητες και δαιδαλώδεις ερωτήσεις. Έπειτα, επειδή οι δικοί μου σύντροφοι τους εμπόδιζαν και τους αντέκρουαν, άρχισαν να εξοργίζονται και να συσπειρώνονται εναντίον τους, και στο τέλος τους έσυραν στα δικαστήρια και τους παρέδωσαν να πιούν το κώνειο. Ίσως λοιπόν να έπρεπε τότε να φύγω αμέσως και να μην ανεχτώ άλλο τη συντροφιά τους. Ωστόσο ο Αντισθένης και ο Διογένης, και λίγο αργότερα ο Κράτης και αυτός εδώ ο Μένιππος, με έπεισαν να παρατείνω λίγο την παραμονή μου, πράγμα που μακάρι ποτέ να μην το έκανα· και δεν θα είχα πάθει τόσες συμφορές αργότερα.

 

 

Μέρος Α’: http://www.lecturesbureau.gr/1/runaway-part-a-1174/

 

 

Σάτιρα φιλοσοφίας
και φιλοσοφούντων
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΖΗΤΡΟΣ



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram