fbpx

ΑΦΕΝΤΗΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΣ (LEO TOLSTOY) | Μέρος Β’

ΑΦΕΝΤΗΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΣ (LEO TOLSTOY) | Μέρος Β’

Από τη στιγμή που ο Νικήτα βολεύτηκε μέσα στη λακκούβα πίσω από το έλκηθρο, δεν κουνήθηκε καθόλου. Σαν όλους τους ανθρώπους που ζουν κοντά στη φύση και γνωρίζουν τι θα πει ανάγκη, ήταν υπομονετικός και μπορούσε να περιμένει για ώρες ολόκληρες, ακόμη και μέρες, χωρίς ανησυχεί αλλά και χωρίς να νευριάζει. Άκουγε το αφεντικό του που τον φώναζε, αλλά δεν του απαντούσε γιατί δεν ήθελε να κουνηθεί από τη θέση του και να μιλήσει. Παρ’ όλο που αισθανόταν ακόμη ζεστός από το τσάι που είχε πιεί και από τις κινήσεις που έκανε παλεύοντας στα χιόνια, ήξερε πολύ καλά πως αυτή η ζεστασιά δεν θα κρατούσε για πολύ και πως δεν θα μπορούσε να ξαναζεσταθεί περπατώντας γιατί ήταν αποκαμωμένος όπως ακριβώς ένα άλογο που σταματάει καταμεσής του δρόμου και δεν μπορεί να συνεχίσει παρά το μαστίγωμα του αφέντη, ο οποίος μόνο τότε καταλαβαίνει πως πρέπει να το ταΐσει καλά για να μπορέσει να δουλέψει. Το ένα πόδι του είχε κιόλας παγώσει, καθώς η μπότα που φορούσε είχε τρυπήσει, ενώ δεν αισθανόταν πλέον ούτε το μεγάλο δάκτυλό του. Πέρα απ’ αυτό είχε αρχίσει να νιώθει όλο το κορμί του να κυριεύεται απ’ την παγωνιά. Ξαφνικά πέρασε απ’ το μυαλό του η σκέψη πως ήταν πολύ πιθανό να πεθάνει εκείνη τη βραδιά, αλλά αυτό δεν του φάνηκε ούτε τόσο δυσάρεστο ούτε τόσο τρομερό. Κι αυτό γιατί ολάκερη η ζωή του δεν έμοιαζε καθόλου με ένα αδιάκοπο πανηγύρι, αλλά αντίθετα με έναν συνεχή αγώνα για εργασία, ο οποίος δεν είχε τελειωμό και είχε αρχίσει πλέον να τον κουράζει. Κι ακόμα δεν τον φόβιζε η σκέψη αυτή, γιατί υπηρετώντας μια ζωή αφεντάδες σαν τον Βασίλι Αντρέιτς, ήξερε πως δεν εξαρτιόταν μόνο από εκείνους αλλά και από τον μεγάλο Αφέντη. Εκείνον που τον έστειλε σ’ αυτόν τον κόσμο και ήταν βέβαιος πως όταν πέθαινε θα παρέμενε στη δική του εξουσία και δεν θα τον αδικούσε.

«Είναι κρίμα ν’ αφήνει κανείς όλα αυτά που έχει ζήσει, όλα αυτά που έχει συνηθίσει. Μα και τι να γίνει; Θα συνηθίσεις και στα καινούρια. Και οι αμαρτίες;», αναλογίστηκε ο Νικήτα σκεπτόμενος τα μεθύσια που είχε κάνει, τα χρήματα που είχε σκορπίσει στο ποτό, τη βία που ασκούσε στη γυναίκα του και τις βρισιές που ξεστόμιζε. Θυμήθηκε ακόμα που δεν πήγαινε στην εκκλησία, που δεν τηρούσε τις νηστείες και όλα όσα έκαναν τον παπά να τον μαλώνει όταν πήγαινε να εξομολογηθεί. «Και βέβαια έχω αμαρτίες! Και τι μ’ αυτό; Εγώ φταίω; Έτσι μ’ έκανε ο Θεός. Αμαρτίες… Ας είναι!».

Αυτά σκεφτόταν αρχικά για εκείνο που μπορούσε να συμβεί αυτή την νύχτα. Μα ύστερα δεν ξαναγύρισε σ’ αυτές τις σκέψεις και παραδόθηκε σ’ εκείνες τις αναμνήσεις που έρχονται από μόνες τους στο μυαλό. Πότε θυμόταν τον ερχομό της Μάρφας, τα μεθύσια των εργατών και τη δική αποχή από το ποτό. Πότε πάλι θυμόταν τη σημερινή περιπλάνηση, το σπιτικό του Τάρας και τις συζητήσεις για την μοιρασιά, πότε τον Μουχόρτι που τώρα θα κρύωνε λιγότερο καθώς τον σκέπασε με μια κουρελού και πότε το αφεντικό του που έκανε το έλκηθρο να τρίζει καθώς στριφογύριζε για να βολευτεί καλύτερα μέσα σ’ αυτό.

«Κι αυτός θα μετάνιωσε τώρα που ξεκίνησε με τέτοιον καιρό», σκεφτόταν ο Νικήτα. «Ύστερα από τόση περιουσία που έχει και τόση καλοπέραση, δεν θέλει να πεθάνει. Όχι σαν εμένα τον φουκαρά!». Όλες αυτές οι σκέψεις άρχισαν σιγά σιγά να μπερδεύονται στο μυαλό του και αποκοιμήθηκε.

Όταν όμως ο Βασίλι Αντρέιτς, καθώς ανέβαινε στο άλογο, τράνταξε το έλκηθρο και αυτό έγειρε στο πλάι, τον χτύπησε και ο Νικήτα ξύπνησε, σηκώθηκε με κόπο όρθιος και τίναξε το χιόνι από πάνω του. Μια παγωνιά τον διαπέρασε σαν κατάλαβε
τι πήγαινε να κάνει το αφεντικό του. Ο Νικήτα του φώναξε να του αφήσει την κουρελού γιατί δεν θα τη χρειαζόταν πια το άλογο. Ο Βασίλι Αντρέιτς δεν σταμάτησε και σε λίγο εξαφανίστηκε στο πυκνό χιόνι.

Σαν έμεινε μόνος ο Νικήτα σκέφτηκε τι μπορούσε να κάνει τώρα. Δεν είχε πια τις δυνάμεις να περπατήσει μέχρι να βρει κάποια καλύβα. Ούτε μπορούσε να κάτσει στην παλιά του θέση καθώς η γούβα είχε γεμίσει χιόνι. Μέσα στο έλκηθρο, δεν υπήρχε περίπτωση να ζεσταθεί αφού δεν είχε κάτι για να σκεπαστεί. Η πατατούκα και το κοντογούνι δεν τον ζέσταιναν πια καθόλου. Ξεπάγιαζε, λες κι είχε απομείνει μονάχα με την πουκαμίσα, και τον έπιασε τρόμος.

Θεέ μου! Είπε φωναχτά και ένα συναίσθημα πως δεν είναι μόνος, πως κάποιος τον άκουγε και δεν θα τον εγκαταλείψει, τον ανακούφισε. Αναστέναξε βαθιά και χωρίς να βγάλει την τσόχα απ’ το κεφάλι του, ανέβηκε στο έλκηθρο και ξάπλωσε στη θέση που κειτόταν το αφεντικό του.

Μα και στο έλκηθρο δεν μπορούσε να ζεσταθεί. Στην αρχή έτρεμε, ύστερα το τρεμούλιασμα σταμάτησε κι ο Νικήτα άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν πέθαινε ή αν αποκοιμιόταν, ωστόσο ένιωθε το ίδιο έτοιμος και για τα δύο.

 

 

Μέρος Α’: https://www.lecturesbureau.gr/1/master-and-man-part-a-2699a/

 

 

ΑΦΕΝΤΗΣ και ΔΟΥΛΟΣ
Λέων Τολστόι
Εκδόσεις ΕΝΤΥΠΟΣ

Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/473792823304789738/



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram