17 Σεπ ΑΦΕΝΤΗΣ ΚΑΙ ΔΟΥΛΟΣ (LEO TOLSTOY) | Μέρος Α’
Αφού πήρε ό,τι ήθελε ο Νικήτα, πήγε πίσω απ’ το έλκηθρο, έσκαψε μια λακκούβα στο χιόνι, τη γέμισε με άχυρο κι ύστερα, αφού φόρεσε το σκουφί του, τυλίχτηκε σφιχτά με την πατατούκα του, κάθισε στο άχυρο και κουκουλώθηκε με την τσόχα που τον προστάτευε από τον αέρα και το χιόνι. Ο Βασίλι Αντρέιτς κούνησε περιφρονητικά το κεφάλι βλέποντας τα καμώματα του Νικήτα, γιατί γενικά ό,τι κι αν έκαναν οι μουζίκοι τους έβρισκε πάντα ανόητους και αγράμματους. Τέλος προσπάθησε κι ο ίδιος να βολευτεί για την νύχτα μέσα στο έλκηθρο. Άπλωσε πρώτα το σανό που είχε μείνει στο έλκηθρο κάτω απ’ τα πλευρά του. Έχωσε τα χέρια στα μανίκια της γούνας κι ακούμπησε το κεφάλι σε μια γωνιά για να προφυλαχτεί απ’ τον αέρα.
Δεν του ερχόταν ύπνος. Παρέμενε ξαπλωμένος και σκεφτόταν. Πάντα ο ίδιος συλλογισμός περιτριγύριζε στο μυαλό του. Αυτό που αποτελούσε τον μοναδικό σκοπό, το νόημα, τη χαρά και την περηφάνια της ζωής του. Πόσα, δηλαδή, χρήματα είχε κερδίσει και πόσα ακόμη μπορούσε να βγάλει. Πόσα είχαν κερδίσει άλλοι, διάφοροι γνωστοί του, πόσα είχαν τώρα, πώς πλούτισαν κι ακόμα αν κι αυτός μπορούσε να γίνει όμοιός τους. Η αγορά του δάσους του Γοριάτσκινο είχε τεράστια σημασία γι’ αυτόν. Ήλπιζε να κερδίσει απ’ το δασάκι τουλάχιστον δέκα χιλιάδες ρούβλια. Με αυτές τις σκέψεις, άρχισε να λογαριάζει την αξία του δάσους, που το είχε δει το φθινόπωρο κι είχε μετρήσει ένα προς ένα όλα τα δέντρα σε μια έκταση 20 περίπου στρεμμάτων (2 ντεσιατίνες). «Οι βελανιδιές θα πάνε για βάσεις στα έλκηθρα, ενώ κάτι μπορεί να γίνει και με τα μικρά κούτσουρα. Όσο για τα καυσόξυλα θα βγάλει γύρω στα τριάντα κυβικά η κάθε ντεσιατίνα», υπολόγιζε συνεχίζοντας «Δηλαδή, μ’ άλλα λόγια, μου αποφέρει περίπου διακόσια είκοσι πέντε ρούβλια η κάθε ντεσιατίνα. Όλο το δάσος είναι πενήντα έξι ντεσιατίνες, άρα βγάζω πενήντα έξι και πενήντα έξι κατοστάρικα κι ακόμα πενήντα έξι και πενήντα έξι δεκάρικα καθώς και πενήντα έξι τάληρα».
Ο Βασίλι Αντρέιτς έβλεπε πως το κέρδος του θα ξεπερνούσε τις δώδεκα χιλιάδες ρούβλια, δεν μπορούσε όμως να τα υπολογίσει ακριβώς χωρίς το αριθμητήρι του. «Πάντως δεν του δίνω δέκα χιλιάδες. Το πολύ πολύ οκτώ και να μην χρεώσει τα ξέφωτα… Αν χρειαστεί, ίσως λαδώσω τον τοπογράφο με ένα – ενάμισι κατοστάρικο και μου βγάλει μέχρι 5 ντεσιατίνες το ξέφωτο. Με οκτώ θα το πουλήσει, θα του δώσω τρεις χιλιάδες καπάρο», σκεφτόταν χαϊδεύοντας με το μπράτσο του το πορτοφόλι στην εσωτερική τσέπη της γούνας. «Πώς περάσαμε όμως τη στροφή χωρίς να το καταλάβουμε… Εδώ κάπου θα ‘πρεπε να ‘ναι το δάσος και η καλύβα του δασοφύλακα. Θα ‘πρεπε να ακούγονταν σκυλιά να γαβγίζουν… τα καταραμένα! Όταν τα χρειάζεσαι, δεν υπάρχουν». Σήκωσε τον γιακά της γούνας από τα αυτιά του κι αφουγκράστηκε. Άκουσε μονάχα το σφύριγμα του ανέμου, το μαντήλι που παράδερνε στο ξύλο του τιμονιού και το μαστίγωμα του χιονιού στην μπροστινή πλευρά του ελκήθρου. Κι έτσι κουκουλώθηκε ξανά.
«Αν το ‘ξερα θα ‘μενα στο Γρίσκινο. Δεν πειράζει, θα φτάσουμε αύριο. Μόνο που έχασα μια μέρα. Αλλά με τέτοιο καιρό ούτε κι οι έμποροι θα ξεκινούσαν», σκέφτηκε και θυμήθηκε πως στις 9 του μήνα έπρεπε να εισπράξει χρήματα και από τον χασάπη. «Είχε πει πως θα τα φέρει ο ίδιος. Εγώ τώρα θα λείπω κι η γυναίκα μου δεν θα καταφέρει να του τα πάρει. Μα κι αυτή… τι αμόρφωτη που είναι! Δεν μπορεί να φερθεί σαν φυσιολογικός άνθρωπος», συλλογίστηκε όταν θυμήθηκε πόσο αδέξια είχε συμπεριφερθεί η γυναίκα του στον αστυνόμο που τους επισκέφτηκε χτες στο σπίτι για την γιορτή. «Τί τα θες; Γυναίκα είναι! Σάμπως είδε και τίποτα στη ζωή της; Άραγε όσο ζούσαν κι οι γέροι μου, ζωή ήταν αυτό που είχαμε; Ένα παλιό σπίτι κι ένα καπηλειό ήταν όλη μας η περιουσία… αλλά εγώ κοίτα τι κατάφερα μέσα σε δεκαπέντε χρόνια. Το μπακάλικο, τα δύο καπηλειά, ο μύλος και οι αποθήκες, άσε τα δύο κτήματα που νοικιάζω και φυσικά το σπίτι με το κατώι και την σιδερένια σκεπή», κόμπασε με περηφάνια. «Πού να φανταστούν τέτοια μεγαλεία οι γέροι. Ποιος είναι ξακουστός σ’ ολόκληρη την περιοχή; Ο Μπρεχούνοβ! Και γιατί αυτό; Επειδή προσέχω πάντα τη δουλειά μου, μοχθώ και δεν μοιάζω με τους άλλους που τεμπελιάζουν ή κάθονται και διασκεδάζουν. Εγώ ξαγρυπνώ! Χιονοθύελλα, ξεχιονοθύελλα εγώ είμαι στον δρόμο. Γι’ αυτό προκόβω. Όλοι αυτοί νομίζουν πως τα χρήματα έρχονται έτσι, εύκολα. Μα όχι! Πρέπει να κοπιάσεις, να στύψεις το μυαλό σου, να περνάς τις νύχτες σου, όπως τώρα, στον κάμπο ξάγρυπνος. Να στριφογυρίζεις ώρες και νύχτες ολόκληρες στο μαξιλάρι σου δίχως να σου ‘ρχεται ύπνος. Όλοι περιμένουν την τύχη… Οι Μιρόνοφ έγιναν εκατομμυριούχοι. Πώς; Με δουλειά, με κόπο. Τότε θα σε βοηθήσει κι ο Θεός. Φτάνει μονάχα να έχεις την υγειά σου!».
Κι η σκέψη πως μπορούσε να γίνει κι αυτός εκατομμυριούχος σαν τον Μιρόνοφ, που ξεκίνησε απ’ το τίποτα, αναστάτωσε τόσο πολύ τον Βασίλι Αντρέιτς που ένιωσε την ανάγκη να κουβεντιάσει με κάποιον. Μα δεν είχε κανέναν…… Αν είχαν καταφέρει να φτάσουν στο Γοριάτσκινο θα κουβέντιαζε με τον νεαρό κτηματία και θα τον είχε καταφέρει εύκολα. «Τι καιρός κι αυτός; Θα μας έχει σκεπάσει το χιόνι μέχρι το πρωί», συλλογίστηκε καθώς άκουγε τον αέρα να λυσσομανάει και να μαστιγώνει το χιόνι στο έλκηθρο. Ανασηκώθηκε. Μέσα στο λευκό σκοτάδι ξεχώριζε μονάχα το μαύρο κεφάλι του Μουχόρτι, η ράχη του που ήταν σκεπασμένη με την κουρελού, η οποία παράδερνε στον αέρα, και ελάχιστα η δεμένη κόμπο ουρά του. Παντού τριγύρω βασίλευε το ίδιο μονότονο λευκό σκοτάδι που ανασάλευε και εκεί που κάπου έλεγες πως θα ξανοίξει, εκείνο γινόταν ακόμα πιο ζοφερό.
«Κρίμα που άκουσα τον Νικήτα. Έπρεπε να προχωρήσουμε. Κάπου θα ‘χαμε φτάσει. Τουλάχιστον να γυρίζαμε πίσω στο Γρίσκινο και να περνούσαμε την νύχτα στου Τάρας. Τώρα κάτσε εδώ όλη την νύχτα… Τι σκεφτόμουν πριν: Α, πως ο Θεός ανταμείβει τους κόπους των ανθρώπων. Σωστά! Ας καπνίσω….».
Ανακάθισε, έβγαλε την ταμπακιέρα και ξάπλωσε μπρούμυτα κουκουλωμένος με τη γούνα αλλά κι εκεί ο άνεμος κατόρθωνε να εισχωρήσει και να σβήνει το ένα σπίρτο μετά το άλλο. Μετά από πολλές προσπάθειες κατάφερε να ανάψει το τσιγάρο κάτι που του ‘φερε μεγάλη χαρά. Παρ’ όλο που το τσιγάρο το κάπνισε πιο πολύ ο αέρας, ακόμα κι αυτές οι δυο-τρεις ρουφηξιές – που μπόρεσε να κάνει τον ευχαρίστησαν πολύ. Ξάπλωσε πάλι όπως πριν, τυλιγμένος στη γούνα, και αφού βυθίστηκε ξανά σε αναμνήσεις και ονειροπολήσεις ξεχάστηκε κι αποκοιμήθηκε.
Ξάφνου όμως αισθάνθηκε κάτι να τον σκουντά και ξύπνησε. Άραγε ήταν ο Μουχόρτι που τράβηξε απότομα το άχυρο από κάτω του ή κάτι μέσα του τον ανατάραξε; Είχε ξυπνήσει πλέον για τα καλά κι η καρδιά του χτυπούσε τόσο δυνατά και τόσο γρήγορα που του φαινόταν πως τρανταζόταν ολόκληρο το έλκηθρο. Άνοιξε τα μάτια του. Γύρω του όλα παρέμεναν ίδια, παρά μόνο φαίνονταν λίγο πιο φωτεινά.
«Χαράζει», σκέφτηκε. «Σε λίγο θα ξημερώσει». Αμέσως όμως κατάλαβε ότι είχε βγει το φεγγάρι. Ανασηκώθηκε κι έριξε μια ματιά στο άλογο. Ο Μουχόρτι παρέμενε ασάλευτος με τη ράχη πάντα γυρισμένη στον αέρα. Η κουρελού του είχε αναδιπλωθεί και είχε σκεπαστεί με χιόνι, το υπόσαγμα είχε γείρει στο πλάι και το χιονισμένο κεφάλι με τη χαίτη που ανέμιζε, φαινόταν τώρα πιο καθαρά. Ο Βασίλι Αντρέιτς έσκυψε και κοίταξε πίσω απ’ το έλκηθρο. Ο Νικήτα καθόταν ακίνητος μέσα στη γούβα στην ίδια στάση σαν πρωτοκάθισε. Η τσόχα που τον σκέπαζε και τα πόδια του είχαν σκεπαστεί απ’ το χιόνι.
«Θα ξεπαγιάσει τούτος. Μα, είναι ρούχα αυτά που φοράει; Κοίτα να δεις που θα βρώ και τον μπελά μου μ’ αυτόν. Ανόητος λαουτζίκος, αγράμματος», σκέφτηκε ο Βασίλι Αντρέιτς και προς στιγμήν έκανε να πάρει την κουρελού απ’ το άλογο και να σκεπάσει μ’ αυτήν τον μουζίκο. Μα το κρύο ήταν τόσο τσουχτερό που δεν έπαιρνε απόφαση να σηκωθεί κι έπειτα φοβόταν μήπως ξεπαγιάσει και το άλογο. «Τι ήθελα να τον πάρω μαζί μου! Όλα από την ανοησία της!», συλλογίστηκε καθώς θυμήθηκε την άχαρη γυναίκα του. Ξάπλωσε πάλι στο έλκηθρο. «Κάπως έτσι πέρασε κάποτε κι ο θείος μου μία ολόκληρη νύχτα στα χιόνια και δεν έπαθε τίποτα», αναλογίστηκε. «Ναι, μα ο Σεβαστιάν δεν γλίτωσε», θυμήθηκε ένα άλλο περιστατικό, «τον ξέθαψαν παγωμένο. Αν έμενα στο Γρίσκινο, δεν θα τα τραβούσα τώρα όλα αυτά……. Κι αφού τύλιξε σφιχτά τη γούνα γύρω του, έτσι ώστε να
είναι ζεστός παντού και στο λαιμό και στα χέρια και στα πόδια, έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να ξανακοιμηθεί. Όσο κι αν πίεσε τον εαυτό του δεν τα κατάφερε. Το αντίθετο μάλιστα, αισθανόταν ολότελα ξύπνιος και ζωηρός. Άρχισε πάλι λοιπόν να λογαριάζει τα κέρδη του, πόσα χρήματα του χρωστούσαν και άρχισε να καυχιέται και να περηφανεύεται. Τώρα όμως οι σκέψεις του διακόπτονταν κάθε τόσο από ένα αίσθημα φόβου και ολοένα μετάνιωνε περισσότερο που δεν διανυκτέρευσε στο Γρίσκινο.
«Θα ‘μουν τώρα πλαγιασμένος μες στη ζεστασιά», συλλογιζόταν μετανιωμένος πικρά. Γύριζε και ξαναγύριζε πασχίζοντας να βολευτεί και να βρει ένα απάγκιο. Ό,τι κι αν έκανε όμως δεν ένιωθε καθόλου βολικά. Και πάλι ανασηκωνόταν, άλλαζε θέση, τύλιγε τα πόδια μέσα στη γούνα, έκλεινε τα μάτια και παρέμενε για λίγο ακίνητος. Όμως αμέσως τα πόδια του, τα οποία ήταν σφιγμένα μέσα στις μπότες, άρχιζαν να πονούν ή ένιωθε τον παγωμένο αέρα να χώνεται μέσα στη γούνα, με αποτέλεσμα να χάνει τον ύπνο του και να κυριεύεται πάλι από διάφορες σκέψεις. «Τι καλά που θα ‘ταν να ‘μουν ξαπλωμένος στο Γρίσκινο», έλεγε και ξανάλεγε και πάλι ανασηκωνόταν, στριφογύριζε και κουκουλωνόταν με τη γούνα.
Κάποια στιγμή του φάνηκε ότι άκουσε από μακριά να λαλούν κοκόρια, χάρηκε και αφουγκράστηκε. Όσο όμως κι αν τέντωνε τ’ αυτιά του, δεν άκουσε τίποτα, εκτός από το βουητό του αέρα που σφύριζε ανάμεσα από τα όρθια ξύλα του τιμονιού. Ο Νικήτα όπως είχε πλαγιάσει από την αρχή στη γούβα, έτσι έμεινε ασάλευτος δίχως ν’ απαντήσει στον Βασίλι Αντρέιτς που κανά δυο φορές που του μίλησε. «Ούτε που τον νοιάζει καθόλου, θα κοιμάται σίγουρα», συλλογιζόταν ο Βασίλι Αντρέιτς ρίχνοντας μια ματιά στον σκεπασμένο από χιόνι Νικήτα. Κάπου είκοσι φορές ανασηκώθηκε και ξανάπεσε ο Βασίλι Αντρέιτς, καθώς η νύχτα ήταν ατέλειωτη. «Τώρα πια κοντεύει να ξημερώσει», σκέφτηκε κάποια στιγμή καθώς κοίταζε γύρω του. «Για να δω τι ώρα είναι, θα πουντιάσω, όμως αν ξεκουμπώσω το γιλέκο για να βρω το ρολόι, θα πάρω κουράγιο αν δω να χαράζει, θα ξεζέψουμε και το άλογο…».
Κατά βάθος ο Βασίλι Αντρέιτς ήξερε πως αργούσε να ξημερώσει. Άρχισε όμως όλο και πιο πολύ να φοβάται και να δειλιάζει κι ήθελε να βεβαιωθεί για την ώρα για να ξεγελάσει τον εαυτό του. Ξεκούμπωσε προσεκτικά τις κόπιτσες της γούνας, και χώνοντας το χέρι στον κόρφο ψαχούλεψε για να φτάσει στο γιλέκο του. Με κόπο, έβγαλε το ασημένιο ρολόι του στολισμένο με λουλούδια από σμάλτο, θέλησε να δει την ώρα, μα δεν ξεχώριζε τίποτα στο σκοτάδι. Ξανάπεσε μπρούμυτα, όπως όταν προσπαθούσε να ανάψει το τσιγάρο κι έβγαλε τα σπίρτα ψαχούλεψε στο κουτί και διάλεξε ένα σπίρτο με χοντρό κεφάλι φωσφόρου που άναψε με τη πρώτη. Φέρνοντας το ρολόι μπροστά στη φλόγα, μπόρεσε επιτέλους να δει, αλλά δεν πίστευε στα μάτια του. Δώδεκα και δέκα ήταν μονάχα…
«Ατέλειωτη αυτή η νύχτα», σκέφτηκε ο Βασίλι Αντρέιτς νιώθοντας ένα ρίγος να τον διαπερνά. Κουμπώθηκε πάλι και ζάρωσε στη γωνιά του έλκηθρου περιμένοντας καρτερικά. Ξάφνου, ανάμεσα στη μονότονη βουή του αέρα άκουσε κάποιο καινούριο ζωντανό ήχο. Ο ήχος δυνάμωσε, κι αφού ξεχώρισε λίγο καθαρά, έσβησε, δεν υπήρχε αμφιβολία κάποιος λύκος ήταν. Κι ήταν τόσο κοντά που μπορούσε κανείς απ’ το μούγκρισμά του να καταλάβει τη κίνηση που έκαναν οι μασέλες του. Ο Βασίλι Αντρέιτς έριξε πίσω τον γιακά της γούνας κι άκουγε προσεκτικά. Ο Μουχόρτι άκουγε κι αυτός, κουνώντας τ’ αυτιά του, κι όταν ο λύκος σώπασε, χτύπησε τα πόδια του και χλιμίντρισε απειλητικά. Ύστερα απ’ αυτό ο Βασίλι Αντρέιτς όχι μόνο δεν μπορούσε να κοιμηθεί αλλά ούτε και να ησυχάσει. Όσο κι αν ήθελε να σκέφτεται τους λογαριασμούς, τις δουλειές, τη φήμη, την υπόληψη που του ‘χε ο κόσμος και τα πλούτη του, ο φόβος τον κυρίευε όλο και περισσότερο. «Δεν πάει στα κομμάτια και το δάσος! Δόξα τω Θεώ, δεν μου λείπουν οι δουλειές», έλεγε μέσα του. «Λένε πως οι μεθυσμένοι παγώνουν πιο γρήγορα κι εγώ το έτσουξα αρκετά».
Εκείνη τη στιγμή αισθάνθηκε πως έτρεμε, δίχως να μπορεί να καταλάβει αν το τρεμούλιασμα ήταν από την παγωνιά ή τον φόβο. Δοκίμασε να μείνει ξαπλωμένος μα δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε να μείνει ασάλευτος, ήθελε να σηκωθεί να κάνει κάτι, να ξεγελάσει τον φόβο που φούντωνε μέσα του. Τον φόβο που δεν μπορούσε να κατανικήσει. Έβγαλε πάλι τα τσιγάρα και τα σπίρτα, το σπιρτόκουτο είχε μόνο τρία σπίρτα – και αυτά χαλασμένα που δεν άναβαν.
– Να σε πάρει ο διάβολος! έβρισε και πέταξε μακριά το τσαλακωμένο τσιγάρο. Θέλησε να πετάξει και το σπιρτόκουτο, αλλά μετάνιωσε και το έβαλε στην τσέπη. Ένιωθε τέτοια ανησυχία που δεν μπορούσε να μείνει στην ίδια θέση. Κατέβηκε απ’ το έλκηθρο και γυρνώντας την πλάτη στον αέρα έσφιξε γερά τη ζώνη του.
«Δεν μένω ξαπλωμένος να περιμένω τον θάνατο! Θα καβαλήσω το άλογο και θα τραβήξω μπροστά», πέρασε ξαφνικά απ’ το μυαλό του. «Αυτός εδώ», σκέφτηκε για τον Νικήτα, «είτε ζει είτε πεθαίνει το ίδιο κάνει. Ζωή είναι αυτή που έχει; Εγώ όμως έχω τα μέσα και πρέπει να τα χαρώ».
Κι αφού έλυσε τον Μουχόρτι, ο Βασίλι Αντρέιτς πέρασε τα γκέμια στον λαιμό του αλόγου κι έκανε να ανέβει. Η γούνα όμως και οι μπότες του ήταν τόσο βαριές που δεν τα κατάφερε. Ανέβηκε στο έλκηθρο για να καβαλήσει από κει, αλλά αυτό έγειρε κάτω απ’ το βάρος με αποτέλεσμα να μην μπορέσει και πάλι. Τέλος, δοκίμασε για τρίτη φορά· τράβηξε τον Μουχόρτι κοντά στο έλκηθρο, ανέβηκε σ’ αυτό προσεκτικά και κατάφερε να πέσει με την κοιλιά του στη ράχη του αλόγου. Αφού έμεινε έτσι για λίγο, σύρθηκε κάμποσο, πέρασε το να πόδι πάνω απ’ τα καπούλια του ζώου και ανακάθισε στηρίζοντας τις μπότες του στα λουριά του σαμαριού. Το τράνταγμα που έκανε το έλκηθρο ξύπνησε τον Νικήτα που ανασηκώθηκε και, όπως φάνηκε στον Βασίλι Αντρέιτς, κάτι μουρμούρισε.
Λέγε ό,τι θέλεις, βλάκα. Τι θέλεις δηλαδή; Να ψοφήσω εδώ: Φώναξε ο Βασίλι Αντρέιτς και σφίγγοντας με τα γόνατα τις άκρες της γούνας που ανέμιζαν, πίεσε το άλογο να τρέξει και το οδήγησε κατά κει που λογάριαζε πως θα ήταν το δάσος και η καλύβα του δασοφύλακα.
Ακολουθεί β’ μέρος
ΑΦΕΝΤΗΣ και ΔΟΥΛΟΣ
Λέων Τολστόι
Εκδόσεις ΕΝΤΥΠΟΣ