fbpx

Ας αποφασίσουμε να ζήσουμε μια μέρα, να ζήσουμε στ’ αλήθεια. (HENRY D. THOREAU)

Ας αποφασίσουμε να ζήσουμε μια μέρα, να ζήσουμε στ’ αλήθεια. (HENRY D. THOREAU)

Είμαστε σαν τους πυγμαίους που πολεμούν με τα λελέκια το ένα λάθος πάνω στο άλλο, το ένα πλήγμα μετά το άλλο. Ακόμα και οι υψηλότερες αρετές μας προέρχονται από μια άχρηστη και καθόλου αναπόφευκτη αθλιότητα. Οι ζωές μας χαραμίζονται στις λεπτομέρειες.
Ένας τίμιος άνθρωπος δε χρειάζεται να ξέρει να μετράει παραπάνω από τα δέκα του δάχτυλα. Άντε, σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να προσθέσει και τα δέκα δάχτυλα των ποδιών του, κι αυτό του φτάνει. Απλότητα, απλότητα, απλότητα! Φροντίστε, λέω, να είναι οι υποθέσεις σας δυο, το πολύ τρεις, και όχι εκατό ή χίλιες. Αντί για ένα εκατομμύριο μετρήστε μισή ντουζίνα και περιορίστε τους λογαριασμούς σας. Καταμεσής σ’ αυτό το φουρτουνιασμένο πέλαγο της πολιτισμένης ζωής, τόσα πολλά είναι τα σύννεφα και οι καταιγίδες, οι ξέρες και τα χίλια μύρια πράγματα που έχει να σκεφτεί ο άνθρωπος, ώστε πρέπει να ζει – αν δηλαδή δεν καταποντιστεί, αν δε βρεθεί στον πάτο χωρίς να καταφέρει να πιάσει λιμάνι – με διαρκείς υπολογισμούς κι εκείνος που τελικά θα τα καταφέρνει δεν μπορεί παρά να είναι δεινός λογιστής. Απλουστεύετε, απλουστεύετε. Αντί για τρία γεύματα την ημέρα, αν μπορείτε τρώτε μόνο ένα- αντί για εκατό πιάτα, πέντε- και μειώστε ανάλογα και όλα τα άλλα.
Γιατί θα πρέπει να ζούμε τις ζωές μας τόσο βιαστικά και τόσο σπάταλα; Είναι λες και είμαστε αποφασισμένοι να λιμοκτονήσουμε πριν καν πεινάσουμε. Ο λαός λέει πως μια βελονιά, αν γίνει έγκαιρα, κάνει για εννιά, κι έτσι κάνει χίλιες βελονιές σήμερα για να γλιτώσει εννιά αύριο.

«Σταματήστε! Κράτει! Γιατί κάνετε πως τρέχετε τόσο γρήγορα, ενώ στην πραγματικότητα σέρνεστε πιο αργά κι από τα σαλιγκάρια;»

Τα ψεύδη και οι αυταπάτες περνιούνται για τις πιο ατράνταχτες αλήθειες, ενώ η πραγματικότητα αντιμετωπίζεται σαν παραμύθι. Αν οι άνθρωποι ασχολούνταν σταθερά με ό,τι είναι πραγματικό και δεν επέτρεπαν στους εαυτούς τους να παρασύρονται σε πλάνες, η ζωή, για να τη συγκρίνουμε με κάτι που γνωρίζουμε, θα έμοιαζε με παραμύθι, με διήγηση μέσα από τις Χίλιες και μια νύχτες. Αν δείχναμε σεβασμό μονάχα σε ό,τι είναι αναπόφευκτο και του αναγνωρίζαμε το δικαίωμα να υπάρχει, οι δρόμοι θ’ αντηχούσαν από μουσική και ποίηση. Σε στιγμές ανάπαυλας και σύνεσης αντιλαμβανόμαστε πως μονάχα τα μεγάλα και αξιέπαινα πράγματα έχουν μόνιμη και απόλυτη ταυτότητα – πως οι ασήμαντοι φόβοι και οι ασήμαντες ηδονές δεν είναι παρά σκιές της πραγματικότητας. Αυτή είναι μια συνειδητοποίηση που πάντοτε μας ενθουσιάζει και μας εξυψώνει. Κλείνοντας τα μάτια και βυθιζόμενοι στον ύπνο, και επιτρέποντας στους εαυτούς τους να ξεγελιούνται από τις εντυπώσεις, οι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο χτίζουν την καθημερινή, μονότονη ζωή τους πάνω σε θεμέλια ψευδαισθήσεων. Τα παιδιά, που στα παιχνίδια τους παίζουν τη ζωή, μπορούν και διακρίνουν τους αληθινούς νόμους και συσχετισμούς της πιο καθαρά από τους μεγάλους, οι οποίοι, ενώ αποτυγχάνουν να ζήσουν άξια τη ζωή τους, νομίζουν ότι τους κάνει πιο σοφούς η εμπειρία τους – δηλαδή η αποτυχία τους. Σ’ ένα ινδουιστικό βιβλίο διάβασα ότι «ήταν κάποτε ο γιος ενός βασιλιά, ο οποίος, έχοντας εκδιωχθεί σε βρεφική ηλικία από την πόλη του, ανατράφηκε από ένα δασοκόμο. Έως ότου ενηλικιώθηκε, πίστευε ότι ανήκε στη βάρβαρη φυλή με την οποία είχε περάσει όλα αυτά τα χρόνια της ζωής του. Όταν όμως ένας από τους υπουργούς του πατέρα του τον βρήκε και του αποκάλυψε την πραγματική του ταυτότητα, ο τρόπος που αντιλαμβανόταν τον εαυτό του άλλαξε και κατάλαβε ότι ήταν πρίγκιπας.
Έτσι και η ψυχή», συνεχίζει ο Ινδός φιλόσοφος, «εξαιτίας των περιστάσεων στις οποίες τυχαίνει να βρίσκεται, παρεξηγεί τον ίδιο της το χαρακτήρα, ώσπου κάποιος άγιος δάσκαλος της αποκαλύπτει την αλήθεια και τότε αντιλαμβάνεται πως είναι η ίδια Βράχμα».

Ας περάσουμε μια μέρα με τρόπο τόσο απλό και άμεσο όσο η ίδια η Φύση κι ας μην αφήσουμε το κάθε καρυδότσουφλο ή κουνούπι που έτυχε να βρεθεί μπροστά μας να μας βγάλει από την πορεία μας. Ας σηκωθούμε νωρίς και γρήγορα, ας πάρουμε το πρωινό μας ήρεμα, ατάραχα. Ας έρθουν παρέες κι ας φύγουν, ας χτυπήσουν οι καμπάνες κι ας κλάψουν τα παιδιά – ας αποφασίσουμε να ζήσουμε μια μέρα, να ζήσουμε στ’ αλήθεια. Γιατί δηλαδή θα πρέπει να αφεθούμε να μας παρασύρει το ρέμα; Ας μην πανικοβληθούμε, ας μην αφήσουμε να μας καταπιεί η τρομερή αυτή δίνη που ονομάζεται «γεύμα» και εντοπίζεται στις ξέρες του μεσημεριού. Προσπεράστε τον κίνδυνο αυτό και θα έχετε σωθεί, αφού η διαδρομή από εκεί και πέρα θα είναι κατηφορική. Πλεύστε γύρω από τον κίνδυνο, με τις αισθήσεις σας σε εγρήγορση, με τη ζωντάνια του πρωινού, κοιτάζοντας από την άλλη, καθώς είστε δεμένοι στο κατάρτι σαν τον Οδυσσέα. Αν σφυρίξει η μηχανή, αφήστε τη να σφυρίζει μέχρι να βραχνιάσει. Αν χτυπήσει η καμπάνα, γιατί πρέπει σώνει και καλά να τρέξουμε αμέσως; Ας καθίσουμε πρώτα να στοχαστούμε πάνω στη μουσική που βγάζει. Ας βρούμε πρώτα γερό πάτημα, ας βυθίσουμε τα πόδια μας μέσα στη λάσπη της κοινής γνώμης, της προκατάληψης, της παράδοσης, της ψευδαίσθησης και της επίφασης, μέσα σ’ αυτές τις προσχώσεις που σκεπάζουν ολόκληρο τον πλανήτη, από το Παρίσι και το Λονδίνο ως τη Νέα Υόρκη, τη Βοστόνη και το Κόνκορντ,που σκεπάζουν εκκλησία και κράτος, ποίηση, φιλοσοφία και θρησκεία, ώσπου να βρούμε το στέρεο πυθμένα, το πετρώδες έδαφος που θα μπορούμε να αποκαλέσουμε πραγματικότητα και να πούμε: αυτή είναι, δε χωράει καμία αμφιβολία. Κι έπειτα ας ξεκινήσουμε, αφού θα έχουμε ένα point d’ appui που θα βρίσκεται πέρα από πλημμύρα, παγετό ή φωτιά, έναν τόπο όπου θα μπορεί κανείς να χτίσει έναν τοίχο, να ιδρύσει ένα κράτος ή τουλάχιστον να στηρίξει με ασφάλεια το στύλο μιας λάμπας, ή ίσως ένα εργαλείο μέτρησης, όχι το νειλόμετρο των αρχαίων Αιγυπτίων αλλά ένα «πραγματικόμετρο», έτσι που οι μελλοντικές γενιές να μάθουν πόσο μεγάλες ήταν κάποιες εποχές οι πλημμύρες από ψεύδη και επιφάσεις. Αν σταθείτε μπροστά από ένα γεγονός και το κοιτάξετε καταπρόσωπο, θα δείτε
τον ήλιο να αστράφτει και στις δύο του επιφάνειες, σαν να ‘ταν γιαταγάνι και θα νιώσετε τη γλυκιά του κόψη να σας διαπερνά την καρδιά και το μεδούλι, έτσι που θα μπορείτε να τελευτήσετε ευτυχισμένοι το θνητό σας βίο. Στη ζωή ή στο θάνατο, αυτό που λαχταράμε
είναι μονάχα η πραγματικότητα. Αν στ’ αλήθεια πεθαίνουμε, ας ακούσουμε λοιπόν τον επιθανάτιο ρόγχο στα λαρύγγια μας κι ας νιώσουμε το κρύο να μουδιάζει τα άκρα μας. Αν ζούμε, ας κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε.
Ο χρόνος δεν είναι παρά ένα ρυάκι στο οποίο πηγαίνω να ψαρέψω. Πίνω το νερό του* καθώς όμως πίνω, βλέπω την άμμο στο βυθό και διαπιστώνω πόσο ρηχό είναι. Τα λιγοστά του νερά περνούν και φεύγουν, όμως η αιωνιότητα μένει. Θέλω να πιω κι άλλο- θέλω να ψαρέψω στον ουρανό, με το χαλικοστρωμένο του βυθό γεμάτο αστέρια. Δεν ξέρω να μετράω μέχρι το ένα. Δεν ξέρω ποιο είναι το πρώτο γράμμα του αλφάβητου. Όλη μου τη ζωή μετανιώνω που δεν ήμουν ποτέ τόσο σοφός όσο τη μέρα που γεννήθηκα. Η διάνοια μοιάζει με νυστέρι: ανοίγει δρόμο και φτάνει στην καρδιά των πραγμάτων. Δεν επιθυμώ να εργαστώ περισσότερο με τα χέρια μου απ’ όσο είναι απαραίτητο. Το κεφάλι μου είναι χέρια μαζί και πόδια. Νιώθω πως ό,τι καλύτερο έχω βρίσκεται συγκεντρωμένο εκεί. Το ένστικτο μου λέει πως το κεφάλι μου είναι ένα όργανο για να σκάβω λαγούμια, όπως κάποια πλάσματα χρησιμοποιούν το μουσούδι και τα μπροστινά τους πόδια. Έτσι κι εγώ με το κεφάλι μου θα σκάψω λαγούμι, θα ανοίξω δρόμο μέσα από αυτούς τους λόφους. Έχω την αίσθηση ότι η πιο πλούσια φλέβα βρίσκεται κάπου εδώ γύρω- σ’ αυτό το συμπέρασμα με οδηγεί το μαγικό μου ραβδί και οι αναθυμιάσεις που βλέπω να υψώνονται. Εδώ, λοιπόν, θα αρχίσω να σκάβω.

 

 

 

 

W A L D Ε Ν
ή
Η ζωή στο δάσος
HENRY D. THOREAU
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΕΔΡΟΣ
Εικόνα: http://marietacris.blogspot.gr/



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram