
07 Φεβ Ο Ληρ αρχίζει λίγο ν’ αντιλαμβάνεται τι στ’ αλήθεια συνέβαινε όταν οι αυλοκόλακες του έλεγαν μόνο αυτά που ήθελε ν’ ακούσει (WILLIAM SHAKESPEARE)
Ποιος είναι αυτός ο γέρος που δεν μπορεί καθόλου να κοιτάξει μέσα του ούτε να δει τα προβλήματα των υπηκόων του. Τόσα χρόνια έχει εξουσία επάνω τους αλλά αγνοεί ακόμα και την ύπαρξή τους. Οι υπήκοοι είναι κατά τεκμήριο υπάκουοι, πειθήνιοι, πειθαναγκάζονται να δεχτούν ακόμη και πράγματα που τους τυραννούν και δυσκολεύουν το βίο τους. Αλλά και άνθρωποι πνευματικά υγιείς, σώφρονες που έχουν συνείδηση και νοιάζονται για τη χώρα τους και την ευημερία της διστάζουν να αντισταθούν απέναντι σε ψυχολογικά εκφυλισμένους ηγεμόνες που έχουν απολέσει τον έλεγχο του εαυτού τους και παλιμπαιδίζουν.
Αυτό ακριβώς είχε πάθει ο ξεροκέφαλος βασιλιάς όταν αποφάσισε – αφού ήρθε στην ηλικία που οι εργαζόμενοι βγαίνουν στη σύνταξη – να μοιράσει το βασίλειό του στις τρεις θυγατέρες του την Κορδέλια, τη Γονερίλη και τη Ρεγάνη.
Αλλά για να είναι εντάξει κι αυτές απέναντί του έπρεπε να επιδοθούν σε κολακείες και εγκώμια απέναντι στον αγαπημένο τους πατέρα και κύριό τους κι ας βρήκαν πολύ φθηνή την απαίτηση αυτή, παράδοξη και ανισόρροπη. Γιατί ο πατέρας δεν ζητούσε την αγάπη και την τρυφερότητα που θα εδικαιούτο κάθε γέρος πατέρας που αποσύρεται, αλλά μια ψεύτικη χορωδία Σειρήνων ή την εκβιασμένη επιδοκιμασία από τις τρεις Χάριτες , οι οποίες δε φαίνεται να είχαν σχέση με τις κακομαθημένες κόρες του βασιλιά που δεν τους είχε δώσει και την καλύτερη ανατροφή. Ίσως να ταίριαζαν καλύτερα στις τρεις Μοίρες που ο Ησίοδος στη Θεογονία αποδίδει την καταγωγή τους στη Νύχτα.
Πείτε μου κόρες, ποια να πούμε από τις τρεις
[τώρα που απεκδύομαι κάθε αρχή,
κτήσεις, συμφέροντα και κρατικές φροντίδες],
ποια μ’ αγαπάει πιο πολύ από τις τρεις σας,
ώστε κι εγώ γενναιόδωρα ν’ απλώσω
την αφθονία μου, εκεί όπου η φύση
τη δικαιούται επαξίως; [7]
Όταν η αγαπημένη κόρη του Ληρ, η πιο ειλικρινής, με αρχές -που για κανέναν λόγο δεν είναι διατεθειμένη να τις παραβεί – η Κορδέλια αρνείται να παίξει αυτόν ρόλο σ’ αυτό το φθηνό παιχνίδι, τα πράγματα γίνονται σοβαρά. Η άρνηση της ανυπάκουης, ανυπότακτης κόρης που του λέει: «Σας αγαπάω όσο πρέπει,/ ούτε πιο λίγο ούτε πιο πολύ», αυτός γίνεται έξαλλος, την καταριέται και την αποκληρώνει.
ΛΗΡ: Πώς, τόσο νέα και τόσο αναίσθητη;
ΚΟΡΔΕΛΙΑ: Αφέντη, νέα κι αληθινή.
ΛΗΡ: Καλά λοιπόν για προίκα πάρε την αλήθεια σου
Εκείνη τη στιγμή ο Κεντ παραβιάζει το πρωτόκολλο και διακόπτει τον Ληρ:
Τι θέλεις, γέρο;
Θέλεις το χρέος να σωπάσει από φόβο,
Όταν το κράτος προσκυνά την κολακεία;
Οφείλει η τιμή να είναι ξάστερη,
όταν μωραίνεται η βασιλεία.
Κράτα την εξουσία σου, χαλίνωσε λιγάκι
τη βία με την κρίση σου.
Οι άλλες δύο κόρες βαθιά υποκρίτριες και συμφεροντολόγες υπερακοντίζουν η μία την άλλη σε υποταγή και αφοσίωση, και φυσικά μοιράζονται στα δύο και το μερίδιο της Κορδέλιας κι ολόκληρο το βασίλειο.
Η διαμαρτυρία του Κεντ παρά το γεγονός ότι τόλμησε να εκφράσει αυτό που όλοι έβλεπαν αλλά σιωπούσαν, πρόσβαλε τον Ληρ, μετά μάλιστα την άρνηση της αγαπημένης Κορδέλιας να δώσει γην και ύδωρ, παραφρονεί.
«Είναι το κατάντημα της ηλικίας», παραδέχεται η Ρεγάνη, «κι ωστόσο πάντα ισχνή ήταν η αυτογνωσία του».
«Και στην ακμή του όταν ήταν, πάλι απερίσκεπτα φερόταν», συμφωνεί μαζί της η Γονερίλη.
Οι δύο αδελφές φοβούνται ακόμα και μετά την εκχώρηση του βασιλείου σ’ αυτές μήπως ο γέρος ξεσπάσει πάνω τους και νιώθουν απροστάτευτες.
«Μαζί με όλα τα ελαττώματά του, όσα ο χρόνος εγκατέστησε στη φύση του, να περιμένουμε λοιπόν και τα ξεσπάσματα και τις παραξενιές που μας επιφυλάσσουν τα ασταθή και χολωμένα γηρατειά του». Έτσι η Γονερίλη κι η Ρεγάνη παίρνουν τα μέτρα τους αφού τίποτα άλλο δεν τις απασχολεί παρά μόνο ο εαυτός τους και για καλό και για κακό διαλύουν τον μικρό στρατό που έχει διατηρήσει για την προστασία του ο τέως βασιλιάς που του έχει σαλέψει και φοβάται και τον ίσκιο του.
Η κατάσταση στην οποία οφείλει πλέον να προσαρμοστεί είναι πρωτόγνωρη γιατί ως τώρα περιστοιχιζόταν από υποταγμένους υπηκόους οι οποίοι δεν του έλεγαν ποτέ όχι και ικανοποιούσαν όποια επιθυμία εξέφραζε. Μη μπορώντας να ζήσει σ’ αυτή τη νέα συνθήκη ζητά άσυλο στις ευεργετημένες κόρες του, αλλά εκείνες τον διώχνουν.
Η Κορδέλια παντρεύεται το Βασιλιά της Γαλλίας.
Δεν μένει τίποτα άλλο πια στον Ληρ παρά ο δρόμος, η αστεγία, η μοναξιά. Προσπαθεί να συνειδητοποιήσει τι έφταιξε γι αυτή του την κατάσταση αλλά του είναι αδύνατον να συνέλθει.
Παρέα με τον Τρελό που δε φοβάται να του πει την αλήθεια, τον Γκλόστερ και τους γιούς του περιφέρεται σε διάφορα καταλύματα αλλά και κάτω από τον θυμωμένο ουρανό που βρέχει ραγδαία το λευκό αλλά καθόλου σοφό κεφάλι του.
«Ο αστόλιστος άνθρωπος δεν είναι τίποτ’ άλλο, παρά ένα κακόμοιρο, γυμνό, διχαλωτό ζώο σαν και σένα…», λέει ο Ληρ στον Τρελό κι εκείνος απαντά: «Παρακαλώ, μπάρμπα ησύχασε. Αυτή είναι άνοστη νύχτα για κολύμπι. – Τώρα μια μικρή φωτιά στον αγριότοπο θα ‘ταν σαν την καρδιά ενού γέρου φιλήδονου – μια μικρή σπίθα κι όλο το άλλο σώμα κρύο. – Κοίταξε, μια φωτιά που περπατάει κι έρχεται εδώ».
«Ο Τρελός, ένας σκωπτικός ψυχαγωγός – το ισοδύναμο ενός σημερινού σατιρικού σχολιαστή μιας μεταμεσονύχτιας τηλεοπτικής εκπομπής -, στον οποίο οι κοινωνικές συμβάσεις επιτρέπουν να ξεστομίζει λόγια που σε άλλες περιπτώσεις θα επέσυραν λογοκρισία ή τιμωρία».
«Τώρα είμαι καλύτερος από σένα», λέει ο Τρελός στον Ληρ, «Είμαι τρελός κι εσύ δεν είσαι τίποτα».
Αυτόν τον ελευθερόστομο «τρελό» ήθελαν να εξαφανίσουν η Γονερίλη κι η Ρεγάνη και τον αποκαλούσαν «έκλυτο».
Ο Ληρ αρχίζει λίγο ν’ αντιλαμβάνεται τι στ’ αλήθεια συνέβαινε όταν οι αυλοκόλακες του έλεγαν μόνο αυτά που ήθελε ν’ ακούσει: «Κι όταν κάποτε μούλιασα στη βροχή και μ’ έκανε ο αέρας να παραμιλάω, όταν ο ουρανός δεν μ’ άκουγε και συνέχισε ν’ αστράφτει και να βροντά… Μου έλεγαν πως είμαι το παν. Ψέματα. Δεν είμαι άτρωτος στα κρυοπαγήματα».
Τώρα ο περιπλανώμενος Ληρ καθώς τον μαστιγώνει η σφοδρή βροχή αποτολμά την κρίσιμη ερώτηση:
Εσείς οι άθλιοι της γης, όπου κι αν είστε,
φτωχοί, γυμνοί, στην καταιγίδα που σας δέρνει
αδιάκοπα κι αλύπητα, τι να σας κάνουν
κεφάλια άσκεπα, πλευρά σκελετωμένα,
και τρύπια ράκη στον αυθαίρετο καιρό; .
Τώρα που μοιράζεται μαζί τους παρόμοια μοίρα καταλαβαίνει πώς ζούσε ο φτωχός και περιφρονημένος λαός του που τότε που κρατούσε το σκήπτρο του ήταν αόρατος γι αυτόν.
William Shakespeare
Αρθογράφος Κωνσταντίνος Γιαννόπουλος
ΠΗΓΗ : strovilos.gr
EIKONA : Geoffrey Rush as King Lear
pinterest.com/pin/114630753005506015/