
05 Μάι Johann Sebastian Bach (ELIZABETH LUNDAY)
Ίσως δεν είναι περίεργο που ο πατέρας του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ ήταν μουσικός – συχνά, στα γερμανικά χωριά, οι γιοι ακολουθούσαν το επάγγελμα των πατεράδων τους. Όμως το γεγονός ότι ο παππούς και ο προπάππους, καθώς και πολλοί θείοι, πρώτα και δεύτερα εξαδέλφια και ανιψιοί του Μπαχ ήταν επίσης μουσικοί, είναι εντυπωσιακό. Η οικογένεια ήταν άρρηκτα δεμένη με τη μουσική του τόπου, ώστε όταν το 1693 προέκυψε ένα κενό σε κάποια αυλική ορχήστρα, δόθηκε εντολή να βρεθεί, όχι ένας βιολιστής ή οργανίστας, αλλά ένας “Μπαχ”.
Ο Μπαχ, με τη σειρά του, κληροδότησε τη μουσική του σταδιοδρομία σε τέσσερις γιους, ένα γαμπρό κι έναν εγγονό. Επίσης κληροδότησε στις επόμενες γενιές έναν απίστευτο όγκο μουσικής. Για χρόνια, ο Μπαχ έγραφε μια καντάτα την εβδομάδα, καθώς και κονσέρτα, κανόνες, συμφωνίες, σονάτες, πρελούδια και παρτίτες. Πρόκειται για τον άνθρωπο που έγραψε την Τέχνη της φούγκας, που αποτελείται από 16 κομμάτια, ως απλή διανοητική άσκηση.
Η ζωή του Μπαχ δεν είχε κάτι δραματικό ή ακραίο. Δεν περιόδευσε, δεν έπαιξε για μεγάλο κοινά, δεν άφησε τη γωνιά του στη νότια Γερμανία. Πρόλαβε, βέβαια, να παντρευτεί δύο γυναίκες και να κάνει είκοσι παιδιά, γενικά όμως η ζωή του ήταν γεμάτη διδασκαλία, διεύθυνση και σύνθεση.
Για το παιδί που γεννήθηκε το 1685 στη γερμανική κωμόπολη Άιζεναχ, εξίσου αναπόφευκτο με τη μουσική του σταδιοδρομία ήταν το όνομα «Γιόχαν». Ο πατέρας του, ο παππούς του, επτά θείοι και τέσσερις από τους πέντε αδελφούς του έφεραν το ίδιο όνομα. Υπήρχε ακόμη και μια αδελφή του που λεγόταν Γιοχάνα κι άλλος ένας αδελφός που βαπτίσθηκε Γιοχάνες.
Η ήρεμη και χαρούμενη παιδική ηλικία του Μπαχ τελείωσε το 1694 όταν η μητέρα του, η Ελίζαμπετ, πέθανε ξαφνικά. Ο πατέρας του την ακολούθησε μέσα σε λιγότερο από ένα χρόνο. Ο Σεμπάστιαν πήγε να μείνει με τον αδελφά του Γιόχαν Κρίστοφ στην πόλη Όρντρουφ. Ο αδελφός του ήταν οργανίστας και είχε δάσκαλο τον Γιόχαν Πάχελμπελ (συνθέτη του Κανόνα σε Ρε Μείζονα).
Η σχέση των δύο αδελφών είχε προβλήματα.Ο Σεμπάστιαν ήθελε να μελετήσει κάποια κομμάτια που είχε δώσει ο Πάχελμπελ στον Κρίστοφ, εκείνος όμως τα φύλαγε κλειδωμένα σε μια ντουλάπα. Ο Σεμπάστιαν βρήκε τρόπο να περνά το χέρι του από μια χαραμάδα στην πόρτα της ντουλάπας και να βγάζει το χειρόγραφο. Κάθε νύχτα έπαιρνε τη μουσική κι αντέγραφε κρυφά τις παρτιτούρες στο φως του φεγγαριού. Αυτό συνεχίστηκε για έξι μήνες, μέχρι που ο αδελφός του το κατάλαβε, βρήκε πιο ασφαλή κρυψώνα και πήρε τα αντίγραφα του Σεμπάστιαν.
ΟΡΓΙΣΜΕΝΟΣ ΝΕΟΣ
Το 1702 ο Μπαχ έπιασε την πρώτη του δουλειά ως οργανίστας στην πόλη του Αρνσταντ.’Έπρεπε να διευθύνει μια χορωδία και μια ορχήστρα με πολλά μέλη μεγαλύτερα σε ηλικία από τον ίδιο — πράγμα ενίοτε δύσκολο. Ένας 23χρονος μουσικός καβγάδισε με τον 18χρονο Μπαχ στην κεντρική πλατεία, επειδή ο Μπαχ τον είχε αποκαλέσει Zίpplefagottίst («κατσικο-φαγκοτίστα»).
Μετά το Άρνσταντ, ο Μπαχ πήγε στο Μίλχαουζεν κι έπειτα στη Βαϊμάρη, πάντοτε ως οργανίστας και μαέστρος. Στο μεταξύ, παντρεύτηκε τη Μαρία Μπάρμπαρα Μπαχ, δεύτερη εξαδέλφη του, με την οποία έκανε επτά παιδιά. Γνωστός για την εκκεντρικότητά του, κάποτε ζήτησε άδεια τεσσάρων εβδομάδων και έλειψε τέσσερις μήνες. Μια άλλη φορά πέταξε την περούκα του σ’ έναν οργανίστα και του είπε ότι κάνει μόνο για τσαγκάρης. Όταν του προσφέρθηκε μια καλή θέση στην Αυλή του Ανχαλτ-Κέτεν το 1717, έκανε τόση φασαρία στη Βαϊμάρη για να τον διώξουν πρόωρα ώστε οι προσβεβλημένοι επίσημοι τον έστειλαν στη φυλακή για τέσσερις εβδομάδες. ‘Όμως δεν ήταν τύπος που κλαιγόταν: χρησιμοποίησε αυτόν τον χρόνο για να συνθέσει το πρώτο μέρος του έργου του το Καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο.
ΑΝΤΙΣΤΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΞΟΟΤΗΤΕΣ
Στο Κέτεν ο Μπαχ ωρίμασε ως συνθέτης. Το αγαπημένο του ύφος ήταν το κοντραπούντο, που κυριαρχούσε κατά την περίοδο του μπαρόκ. Στο κοντραπούντο αντί να χρησιμοποιείται η αρμονία για να στηρίξει τη μελωδία, έχουμε δύο μελωδίες που παίζονται μαζί, η μία πάνω από την άλλη, σε αντίστιξη. Το κοντραπούντο ανέπτυξε ένα περίπλοκο σύνολο θεωριών, καθώς και αυστηρά καθορισμένες μορφές σύνθεσης. Ο Μπαχ κατάφερε να συνδυάσει μαθηματική ακρίβεια και εκπληκτική εφευρετικότητα.
Η ζωή του στο Κέτεν κατέρρευσε όταν, επιστρέφοντας από ένα μικρό ταξίδι, έμαθε ότι η γυναίκα του είχε πεθάνει ξαφνικά. Και πάλι, βέβαια, δεν κλαψούρισε ιδιαίτερα: μέσα σ’ ένα χρόνο ερωτεύτηκε μια σοπράνο δεκαεπτά χρόνια νεότερή του, την Άννα Μαγκνταλένα Βίλκε. Αφού της έδωσε βασική θέση στην αυλική χορωδία και μισθό τριπλάσιο από εκείνο των οργανοπαικτών έπειτα την παντρεύτηκε. Όταν η Αυλή του Άνχαλτ-Κέτεν βρέθηκε σε οικονομική κρίση, οι Μπαχ αποφάσισαν ότι ήταν ώρα να φύγουν.
Έφτασαν στη Λειψία, όπου ο Μπαχ έγινε πρωτοψάλτης στην εκκλησία του Αγίου Θωμά. Έτσι άρχισε η πιο δημιουργική περίοδος της ζωής του. Ξεπετούσε μια καντάτα την εβδομάδα κι τελικά ολοκλήρωσε πέντε πλήρεις κύκλους εκκλησιαστικής μουσικής – πρόκειται για φωνητικά έργα για κάθε Κυριακή του χρόνου. Επίσης συνέθεσε τα Κατά Ματθαίον Πάθη, τα Κατά Ιωάννην Πάθη και το Ορατόριο των Χριστουγέννων.
Μια άλλη ανάθεση λέγεται ότι προήλθε από τον Κόμη Χέρμαν φον Κέιζερλινγκ, που υπέφερε από αϋπνίες. Ο Κέιζερλινγκ ζήτησε από τον πιανίστα του, τον Γιόχαν Γκότλιμπ Γκόλντμπεργκ, παλιό μαθητή του Μπαχ, να του παίζει κάτι για να τον βοηθάει να κοιμηθεί, οπότε ο Μπαχ τού πρόσφερε τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ.
Ωραία ιστορία – αν και μάλλον ψευδής. Ο Γκόλντμπεργκ εκείνο τον καιρό ήταν μόλις δεκατεσσάρων ετών και οι Παραλλαγές δεν πολυπροσφέρονται για χαλάρωση. Το πιο πιθανό είναι ότι ο Μπαχ συνέθεσε το έργο ως άσκηση στο κοντραπούντο και ο Γκόλντμπεργκ ήταν ένας από τους πρώτους του ερμηνευτές. Οι ειδικοί θεωρούν τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ ως το αριστούργημα του Μπαχ για πιάνο.
Ο Μπαχ παρέμεινε στη Λειψία για το υπόλοιπο της ζωής του, αν και η παραγωγή του σταδιακά μειώθηκε. Δεν έπαψε να καβγαδίζει με τα αφεντικά του – μια διένεξη για το ποιος θα επέλεγε τους ύμνους για την κυριακάτικη λειτουργία τράβηξε τρία χρόνια. Το 1749, το δημοτικό συμβούλιο της Λειψίας άρχισε τις ακροάσεις για το διάδοχό του, παρ’ότι ο Μπαχ ήταν ακόμη ολοζώντανος και μάλλον δυσαρεστημένος που ο θάνατός του αναμενόταν με τόση ανυπομονησία.
Πλέον, ο Μπαχ θεωρείτο αναχρονιστικός και η ακρίβεια και η αυστηρότητα του κοντραπούντο ήταν ξεπερασμένες. Όμως ο επίμονος συνθέτης συνέχισε. Στην Τέχνη της φούγκας διερεύνησε τις δυνατότητες μιας μόνης μελωδικής γραμμής συνθέτοντας μάλιστα ένα θέμα βασισμένο στις νότες «Β – Α- C – H» (δηλαδή σι ματζόρε, λα, ντο, σι ύφεση).
Η φούγκα «BACH» τελειώνει απότομα: υποτίθεται ότι ο Μπαχ πέθανε ενώ την έγραφε. Η αλήθεια είναι πιο περίπλοκη. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1740, ο συνθέτης άρχισε να χάνει την όρασή του. Την άνοιξη του 1750 κατέφυγε στον «διάσημο οφθαλμίατρο» (δηλαδή μέγα τσαρλατάνο) δρα Τζον Τέιλορ για να του κάνει εγχείριση. ΟΤέιλορ δεν είχε μεγαλύτερη επιτυχία με τον Μπαχ απ’ όσο με τον Χέντελ: για λίγο ανέκτησε πλήρως την όρασή του, αλλά κατόπιν τυφλώθηκε εντελώς. Ο Μπαχ βασανίστηκε για λίγες εβδομάδες ώσπου έπαθε εγκεφαλικό και πέθανε στις 28 Ιουλίου.
Η μουσική του Μπαχ φαινόταν ότι θα πέθαινε μαζί του. Ελάχιστα έργα του τυπώθηκαν όσο ζούσε και τα υπόλοιπα παρέμειναν καταχωνιασμένα σε εκκλησιαστικές βιβλιοθήκες. Αυτό που τον έσωσε από τη λήθη ήταν ένα αντίγραφο χειρόγραφης παρτιτούρα με τα Κατά Ματθαίον Πάθη που έλαβε ο Φέλιξ Μέντελσον ως δώρο στα γενέθλιά του, όταν έγινε 14 ετών. Η γιαγιά του είχε αποκτήσει το πρωτότυπο από το δάσκαλο πιάνου του Μέντελσον, τον Καρλ Φρίντριχ Ζέλτερ, ο οποίος ισχυριζόταν ότι είχε βρει την παρτιτούρα σ’ ένα τυροπωλείο, όπου τη χρησιμοποιούσαν για να τυλίγουν βούτυρο. Οι περισσότεροι ιστορικοί της μουσικής θεωρούν ανακριβείς τους ισχυρισμούς του Ζέλτερ και πιστεύουν ότι απλώς είχε αποκτήσει την παρτιτούρα από έναν παλιό μαθητή του Μπαχ.
Όπως και να ‘χει, ο νεαρός Μέντελσον συγκλονίστηκε και το 1829, στα 19 του χρόνια, οργάνωσε την εκτέλεση του έργου στο Βερολίνο. Δεν μπόρεσε να μην παρέμβει στη μουσική, που τη μείωσε από τρεις σε δύο ώρες αντικατέστησε ένα όργανο με πιάνο και υποβάθμισε τον μπαρόκ χαρακτήρα του έργου. Ο Μπαχ θα απεχθανόταν το οργιώδες και ρομαντικό έργο του Μέντελσον Κατά Ματθαίον Πάθη, αλλά το κοινό στο Βερολίνο εντυπωσιάστηκε. Αμέσως άρχισε το κυνήγι για άλλα κρυμμένα έργα του Μπαχ κι έκτοτε ο συνθέτης είναι από τους πλέον δημοφιλείς παγκοσμίως. Και να σκεφθεί κανείς ότι ποτέ δεν ταξίδεψε έξω από τη γερμανική επαρχία του.
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΜΟΥΣΟΥΡΓΩΝ
ELIZABETH LUNDAY
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΩΡΑ