04 Μαρ Ο Γκαίτε για τον Σοπενχάουερ: Με τους άλλους απλώς συζητούσα, ενώ μ’ εκείνον φιλοσοφούσα
Απρίλιος 1811
Ο Σοπεγχάουερ επισκέφτηκε τον Βήλαντ όταν εκείνος ήταν 78 χρονών. Ο Βήλαντ του συνέστησε να μην αρκεστεί στις σπουδές Φιλοσοφίας, καθώς δεν είχαν να του προσφέρουν πολλά.
Απάντηση: «Η ζωή είναι δύσκολη κι εγώ σκοπεύω να την περάσω στοχαστικά». Στο τέλος ο Βήλαντ τού είπε: «Ναι, μου φαίνεται πως έχετε δίκιο, νεαρέ μου, πως κάνατε σωστή επιλογή. Τώρα καταλαβαίνω το ποιόν σας. Συνεχίστε με τη Φιλοσοφία!».
Λίγο αργότερα, στη δεξίωσητου μέγα δούκα: ο Γκαίτε, ο Βήλαντ και η κυρία Σοπεγχάουερ (μητέρα του Άρθουρ)- η τελευταία έχαιρε ιδιαίτερης μεταχείρισης, αφού ως αστή μόνον κατ’ εξαίρεση της επιτρεπόταν να παρευρίσκεται. Εκείνο το απόγευμα, ο Γκαίτε ήταν κακόκεφος και «κλειστός», ανταλλάσσοντας μονάχα μερικές τυπικές κουβέντες με τη Γιοχάννα.
Ίσως να τον εκνεύριζε η σύγκριση ανάμεσα σ’ αυτήν και τη σύζυγό του, η οποία (ως πρώην ερωμένη και οικονόμος) δεν θα είχε ποτέ την άδεια να παραστεί στην αυλή. Τους πλησίασε τότε ο Βήλαντ και είπε: «Κυρία Σοπεγχάουερ, πρόσφατα έκανα μια πολύ ενδιαφέρουσα γνωριμία». «- Με ποιον;» «Με τον γιο σας. Ήθελα πάρα πολύ να τον γνωρίσω, και νομίζω από αυτόν θα πρέπει να περιμένουμε σπουδαία πράγματα στο μέλλον». Ο Γκαίτε φάνηκε τότε ακόμα πιο εκνευρισμένος, μιας και δεν είχε την καλύτερη άποψη για τον νεαρό Σοπεγχάουερ, που τον έβλεπε τακτικά στο σπίτι της μητέρας του, προτού καν εκείνος γράψει την Τετραπλή ρίζα του αποχρώντος λόγου]. […]
Η κυρία Σοπεγχάουερ έγραψε (;) στον γιο της για το συμβάν. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης στον Βήλαντ, ο Σοπεγχάουερ ξαναμίλησε μαζί του σχετικά με την πρόθεσή του να σπουδάσει Φιλοσοφία. Εν τέλει, ο Βήλαντ είπε: «Τώρα θα ξαναπάτε στο Γκέτινγκεν κι ύστερα στο Βερολίνο, για να φοιτήσετε εκεί άλλα δυο χρόνια. Και καλά θα κάνετε. Όμως, θα ζω άραγε εγώ όταν γυρίσετε από τις σπουδές σας;» – Σοπεγχάουερ: «Μα γιατί κύριε σύμβουλε να μην ζήσετε άλλα δυο χρόνια, αφού φαίνεστε μια χαρά». Βήλαντ: «Πράγματι αλλά ο άνθρωπος στα γηρατειά “μαζεύει”, κι άντε, τότε, να ζήσει καναδυό χρόνια παραπάνω». Το 1813 ο Βήλαντ πέθανε.
Ο Κ. Γκ. Μπαιρ [K. G. Bähr]” για την επίσκεψή του στον Σοπεγχάουερ στις 14 Μαΐου 1858.
Νοέμβριος 1813
Μου είχε διηγηθεί πως ο Γκαίτε επισκεπτόταν συχνά το σπίτι της μητέρας του, η οποία, όσο ζούσε στη Βαϊμάρη, συγκέντρωνε γύρω της όλη την αφρόκρεμα της τότε κοινωνίας, Ωστόσο, δεν είχε εκδηλώσει απ’ την αρχή κάποια ιδιαίτερη συμπάθεια προς τον -κατά 37 περίπου έτη νεότερό του- Άρθουρ. Άλλωστε κι εκείνος (ο Σοπεγχάουερ), φύση μελαγχολική, ήταν ιδιαίτερα κλειστός, αποφεύγοντας τη συναναστροφή με τους άλλους γι’ αυτό ο Γκαίτε, το 1819, τον περιέγραψε ως έναν «πολύ παρεξηγημένο νεαρό, που όμως ήταν δύσκολο να προσεγγίσει κανείς». Έτσι, λοιπόν, ο Σοπεγχάουερ αποτραβιόταν συχνά στη μονιά του γραφείου του, ενώ ο Γκαίτε, στο σαλόνι της μητέρας του, μάγευε τους πάντες, παρασύροντάς τους σε πνευματικές συζητήσεις. Μια μέρα, όμως, έχοντας περάσει λίγος καιρός απ’ όταν ο Σοπεγχάουερ ολοκλήρωσε και ταχυδρόμησε στον οικογενειακό τους φίλο τη διδακτορική του διατριβή για την Τετραπλή ρίζα του αποχρώντος Λόγου, μόλις εμφανίστηκε ο νεαρός διδάκτορας της φιλοσοφίας, ο Γκαίτε σηκώθηκε απότομα και, δίχως να πει λέξη, προχώρησε αποφασιστικά μέσ’ απ’ το πλήθος των παρευρισκόμενων, πλησίασε τον Άρθουρ και, σφίγγοντάς του το χέρι, τον επαίνεσε θερμά για την πραγματεία του, που τη θεωρούσε σημαντική. Τούτο στάθηκε η κύρια αφορμή για να συμπαθήσει τον νεαρό λόγιο. «Ναι, ναι» φαίνεται να είπε, επιδοκιμάζοντας την άποψη του Σοπεγχάουερ για τα Μαθηματικά, μ’ ένα τέτοιο ευκλείδειο αξίωμα μπορεί κανείς να την πατήσει: νομίζει πως κάτι κατέχει, μα πίσω απ’ αυτό δεν βρίσκεται τίποτα».
Παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας, ο Γκαίτε ενθάρρυνε τον Σοπεγχάουερ να διεξάγει μαζί του πειράματα πάνω στη χρωματολογία, την αγαπημένη τότε ασχολία του μεγάλου ποιητή.” Έκτοτε χτίστηκε μια σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στους δύο άντρες και για έξι μήνες διατηρούσαν στενές επαφές. Σύντομα, όμως, ο Γκαίτε ανακάλυψε πως είχε να κάνει με έναν πολύ ασυνήθιστο στοχαστή γι’ αυτό, λοιπόν, δεν ήθελε απλώς ν’ απολαμβάνει απερίσπαστος την παρέα του, παρά επιθυμούσε οι συναντήσεις τους να έχουν σοβαρό χαρακτήρα, καθώς, όπως ο ίδιος πίστευε, με τους άλλους απλώς συν ζητούσε, ενώ μ’ εκείνον, τον νεαρό δρ. Άρθουρ, φιλοσοφούσε. Πρότεινε, λοιπόν, στον Σοπεγχάουερ να μην τον επισκέπτεται απροειδοποίητα, αλλά μόνον ύστερα από ειδική πρόσκληση. Έτσι, όσο καιρό βρισκόταν στη Βαϊμάρη, συναντιόντουσαν ανελλιπώς μια φορά τη βδομάδα.
19/20 Απριλίου 1819
Λεπτομέρειες γι’ αυτή τη συνάντηση διηγήθηκε ο Σοπεγχάουερ στον Κ. Γκ. Μπαιρ [Κ. G. Bähr):
Ο Γκαίτε καθόταν στον κήπο και συζητούσε μ’ έναν κύριο, όταν, βλέποντας τον Σοπεγχάουερ, σοβάρεψε απότομα, δείχνοντας απέναντί του το ίδιο απόμακρος και τραχύς όπως σε τόσους άλλους περιπαθείς θαυμαστές που συνέρρεαν να τον δουν κι έφευγαν απογοητευμένοι. […]
Ο Σοπεγχάουερ είχε έρθει με την έντονη επιθυμία να χαιρετήσει αυτόν που εκτιμούσε βαθύτατα και τον είχε τιμήσει με τη συνεργασία του στην έρευνα της Οπτικής. Εκείνος, όμως, τον υποδέχτηκε ρωτώντας τον ψυχρά: «Πώς κι ήρθες έτσι απρόσκλητος στα καλά καθούμενα; Νόμιζα ότι ήσουν στην Ιταλία», και του ζήτησε να επιστρέψει σε καμιάν ώρα, διότι εκείνη τη στιγμή ήταν απασχολημένος. Προφανώς ο Γκαίτε δεν ήθελε να του συγχωρέσει την απρόσμενη εμφάνισή του, κι ο Σοπεγχάουερ αισθάνθηκε βαθιά προσβεβλημένος, μην μπορώντας να κρύψει τον πόνο του, όταν, μια ώρα αργότερα, ξαναγύρισε σ’ εκείνον. Ίσως τότε ο μεγάλος ποιητής και καρδιογνώστης να είδε επιτέλους καθαρά, να κατάλαβε και ν’ αναγνώρισε τη βαθιά ειλικρίνεια κι εντιμότητα του νεαρού του φίλου, που μια σφοδρή, γεμάτη πάθος επιθυμία τον έφερνε τώρα μπρος στο κατώφλι του. Ξέχασε λοιπόν τον τίτλο του μέντορα και τον αγκάλιασε. .
Arthur SCHOPENHAUER
ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ
ΟΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗ ΖΩΗ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΟΥ
Εκδόσεις PRINTA
Εικόνα: https://www.abebooks.com/art-prints/WIELAND-Christoph-Martin-1733-1813-Schriftsteller-1820/30289769778/bd