
07 Δεκ George Orwell – Βιογραφία
Τα πρώτα χρόνια
Ο Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ (αυτό ήταν το πραγματικό όνομα του Τζωρτζ Όργουελ) γεννήθηκε στο Μοτιχάρι της Βρετανοκρατούμενης Ινδίας το 1903, γιος κατώτερου διοικητικού υπαλλήλου. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Αγγλία το 1911.
Ο προπάππους του, Τσαρλς Μπλαιρ, ήταν εύπορος εισοδηματίας από το Ντόρσετ και γαιοκτήμονας φυτειών στην Τζαμάικα, σύζυγος της Λαίδης Μαίρυ Φέην, θυγατέρας του Τόμας Φέην, 8ου Κόμη του Ουέστμορλαντ.
Ο παππούς του, Τόμας Ρίτσαρντ Άρθουρ Μπλαιρ, ήταν κληρικός.
Αν και οι τίτλοι ευγενείας κληροδοτήθηκαν στις επόμενες γενεές, δε συνέβη το ίδιο και με την οικονομική ευμάρεια. Ο ίδιος ο Έρικ Μπλαιρ περιέγραφε την οικογένειά του ως «κατώτερο μέρος της ανώτερης και μεσαίας τάξης».Ο πατέρας του, Ρίτσαρντ Ουόλμσλεϋ Μπλαιρ, εργάστηκε στην Ινδική Δημόσια Υπηρεσία, στο Τμήμα Οπίου. Η μητέρα του, Άιντα Μέιμπελ Μπλαιρ (το γένος Λιμουζέν), μεγάλωσε στο Μαουλαμίνε της Βιρμανίας, όπου ο Γάλλος πατέρας της είχε αναμιχθεί σε κερδοσκοπικές δραστηριότητες. Ο Έρικ είχε δύο αδελφές, την Μάρτζορι, πέντε χρόνια μεγαλύτερή του, και την Έιβριλ, πέντε χρόνια μικρότερή του. Όταν ήταν ενός έτους, η μητέρα του τον πήγε μαζί με τη μεγαλύτερη αδερφή του στην Αγγλία.
Το 1904 η Άιντα Μπλαιρ εγκαταστάθηκε με τα παιδιά της στο Χένλεϋ-ον-Τεμζ στο Όξφορντσιρ. Ο Έρικ μεγάλωσε στη συντροφιά της μητέρας του και των αδερφών του και πέρα από μία σύντομη επίσκεψη το καλοκαίρι του 1907, δεν ξαναείδε τον πατέρα του Ρίτσαρντ Μπλαιρ μέχρι το 1912. Στο ημερολόγιο που διατηρούσε η μητέρα του από το 1905, η ίδια αναφέρεται σε ανατροφή με έντονη κοινωνική δραστηριότητα και καλλιτεχνικές ανησυχίες.
Η οικογένεια μετακόμισε στο Σίπλεϊκ πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ο Έρικ έπιασε φιλίες με την οικογένεια Μπάντικομ, ειδικά με την κόρη τους, την Τζασίντα. Όταν πρωτοσυναντήθηκαν, στεκόταν ανάποδα με το κεφάλι του σε ένα χωράφι. Όταν τον ρώτησε γιατί, απάντησε «Σε προσέχουν πιο εύκολα αν στέκεσαι κατακόρυφα στο κεφάλι σου, παρά κανονικά». Η Τζασίντα και ο Έρικ διάβαζαν και έγραφαν ποίηση και ονειρεύονταν να γίνουν διάσημοι συγγραφείς. Είπε ότι μπορεί να έγραφε ένα βιβλίο στο ύφος της Σύγχρονης Ουτοπίας του Χ. Τζ. Ουέλς. Σε αυτή τη χρονική περίοδο, διασκέδαζε ψαρεύοντας, κυνηγώντας και παρατηρώντας πουλιά με τα αδέρφια της Τζασίντα.
Όταν έγινε 5 ετών, ο Έρικ πήγε μαθητής στο σχολείο της γυναικείας μονής του Χένλεϋ-ον-Τεμζ, όπου φοιτούσε και η αδερφή του Μάρτζορι. Επρόκειτο για ρωμαιοκαθολική μονή που λειτουργούσαν Γαλλίδες Ουρσουλίνες μοναχές, οι οποίες είχαν εξοριστεί από τη Γαλλία αφότου είχε απαγορευτεί η θρησκευτική εκπαίδευση το 1903.
Η μητέρα του ήθελε να λάβει μόρφωση σε ιδιωτικό σχολείο, αλλά δεν μπορούσαν να πληρώσουν τα δίδακτρα και χρειαζόταν να κερδίσει υποτροφία. Ο αδερφός της Άιντα Μπλαιρ, Σαρλ Λιμουζέν, συνέστησε το Σχολείο του Αγίου Κυπριανού, στο Ήστμπορν, στο Ανατολικό Σάσσεξ. Ο Λιμουζέν, που ήταν επαγγελματίας παίκτης του γκολφ, γνώριζε τόσο το σχολείο όσο και το διευθυντή του, μέσω της Βασιλικής Λέσχης Γκολφ του Ήστμπορν, όπου είχε κερδίσει αρκετές διοργανώσεις, το 1903 και το 1904. Ο διευθυντής ανάλαβε να βοηθήσει τον Μπλαιρ να κερδίσει την υποτροφία και σύναψε μία ιδιωτική οικονομική συμφωνία με τους γονείς του για να πληρώσουν μόνο τα μισά δίδακτρα. Το Σεπτέμβριο του 1911 ο Έρικ εγγράφηκε στο σχολείο του Αγίου Κυπριανού, όπου παρακολουθούσε μαθήματα για τα επόμενα πέντε χρόνια, επιστρέφοντας στο σπίτι μόνο κατά τις διακοπές. Δε γνώριζε τίποτε για τα μειωμένα δίδακτρα αν και αντελήφθη ότι προερχόταν από φτωχή οικογένεια.
Ο Μπλαιρ μισούσε το σχολείο και πολλά χρόνια αργότερα έγραψε το δοκίμιο «Έτσι, έτσι ήταν οι χαρές» (“Such, Such Were the Joys”), που εκδόθηκε μετά θάνατον, με θέμα τα χρόνια του εκεί. Στου Αγ. Κυπριανού όμως ο Μπλαιρ συνάντησε και τον Σίριλ Κόνολι, που αργότερα έγινε αξιοσημείωτος συγγραφέας και, ως επιμελητής του περιοδικού Χοράιζον (Horizon), δημοσίευσε πολλά δοκίμια του Όργουελ.
Ο Μπλαιρ έγραψε δύο ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Χένλεϋ εντ Σάουθ Όξφορντσαϊρ Στάνταρ, ως μέρος σχολικών εργασιών στις 2 Οκτωβρίου 1914 και στις 21 Ιουλίου 1916. Ήρθε δεύτερος μετά τον Κόνολι στη διεκδίκηση του Βραβείου Ιστορίας Χάροου, δέχθηκε εύφημο μνεία για την εργασία του από τον εξωτερικό σχολικό αξιολογητή και τελικά κέρδισε υποτροφίες για τα κολλέγια Ουέλινγκτον και Ήτον.
Τον Ιανουάριο του 1917 ο Μπλαιρ, έγινε δεκτός στο Ουέλινγκτον, όπου και μαθήτευσε κατά το εαρινό εξάμηνο. Το Μάιο του 1917 διατέθηκε ακαδημαϊκή θέση για υπότροφους στο Ήτον. Σπούδασε στο Ήτον έως τον Δεκέμβριο του 1921, οπότε και έφυγε σε ηλικία 18,5 ετών.
Ο Όργουελ ανέφερε στην παιδική του φίλη Τζασίντα Μπάντικομ ότι το Ουέλλινγτον ήταν «άθλιο», αλλά ότι στο Ήτον ένιωθε «ευτυχισμένος και σε πνευματική εγρήγορση». Βασικός καθηγητής του ήταν ο Α.Σ.Φ. Γκάου, ακαδημαϊκός επισκέπτης από το Κολλέγιο Τρίνιτυ του Καίμπριτζ, που του έδινε και επαγγελματικές συμβουλές.
Ο Μπλαιρ διδάχτηκε Γαλλικά από τον Άλντους Χάξλεϋ. Ο Στήβεν Ράνσιμαν, που ήταν μαζί με τον Μπλαιρ στο Ήτον, παρατήρησε ότι ο Όργουελ και οι σύγχρονοί του εκτιμούσαν το λογοτεχνικό ταλέντο του Χάξλεϋ. Ο Κόνολι ακολούθησε τον Μπλαιρ στο Ήτον, αλλά επειδή σπούδαζαν σε διαφορετικά έτη, δε σχετίζονταν.
Οι ακαδημαϊκές επιδόσεις του Μπλαιρ υποδηλώνουν ότι αμελούσε τις σπουδές του. Οι γονείς του δεν είχαν τους οικονομικούς πόρους να τον στείλουν στο πανεπιστήμιο, χωρίς άλλη υποτροφία, συμπεραίνοντας από τις φτωχές του επιδόσεις, ότι δεν θα μπορούσε να κερδίσει μία ακόμη. Ο Ράνσιμαν επεσήμανε τη ρομαντική αντίληψη που έτρεφε για την Ανατολή και η οικογένειά του αποφάσισε ότι ο Μπλαιρ θα έπρεπε να καταταγεί στην Αυτοκρατορική Αστυνομία, πρόδρομο της Ινδικής Αστυνομίας. Για αυτό έπρεπε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις.
Εκείνη την περίοδο ο πατέρας του είχε αποσυρθεί στο Σάουθγουολντ του Σάφολκ. Ο Μπλαιρ γράφτηκε σε προπαρασκευαστικό σχολείο στο Κραίγκχερστ και «ξεσκόνισε» τους κλασικούς, τα Αγγλικά και την Ιστορία. Ο Μπλαιρ πέρασε στις εξετάσεις, ερχόμενος 7ος ανάμεσα σε 29 επιτυχόντες.
Αστυνομικός στην Μπούρμα
Το μέρος όπου γεννήθηκε ο Όργουελ, στο Μοτιχάρι της Ινδίας.
Η γιαγιά του Μπλαιρ από τη μεριά της μητέρας του ζούσε στο Μουλμέιν, οπότε ο ίδιος επέλεξε να τοποθετηθεί στην Μπούρμα (Βιρμανία). Το 1922, επιβαίνοντας στο ατμόπλοιο Χερεφορντσίρ (S/S Herefordshire), έπλευσε μέσω της Διώρυγας του Σουέζ και της Κεϋλάνης προς την Βιρμανία για να ενταχθεί στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία.
Το 1922 διορίστηκε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ’ όπου παραιτήθηκε έξι χρόνια μετά, αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση, την οποία οι ντόπιοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ. Ένα μήνα αργότερα, έφτασε στο Ρανγκούν και ταξίδεψε στην Αστυνομική σχολή στο Μάνταλεϋ. Μετά από μία σύντομη θητεία στο Μαίμιο, έναν βασικό σταθμό στους λόφους της Βιρμανίας, τοποθετήθηκε στο μεθοριακό φυλάκιο της Μυαούνγκμυα στο δέλτα του ποταμού Ιρραουάντυ στις αρχές του 1924.
Δουλεύοντας ως αυτοκρατορικός αστυνομικός έγινε ιδιαίτερα υπεύθυνος, ενώ οι περισσότεροι από τους συνομήλικούς του ήταν ακόμα στο πανεπιστήμιο στην Αγγλία. Όταν τοποθετήθηκε ανατολικότερα στο Δέλτα του Τουάντε ως υποπεριφερειακός αξιωματικός, ήταν υπεύθυνος για την ασφάλεια περίπου 200.000 ανθρώπων. Στο τέλος του 1924, πήρε προαγωγή ως βοηθός επιθεωρητή περιφέρειας και τοποθετήθηκε στο Σύριαμ κοντά στο Ρανγκούν. Εκεί βρισκόταν το διυλιστήριο της εταιρίας πετρελαίου της Βιρμανίας. Όμως η πόλη ήταν κοντά στο Ρανγκούν, ένα κοσμοπολίτικο λιμάνι και ο Μπλαιρ πήγαινε στην πόλη όσο πιο συχνά μπορούσε, «για να ξεφυλλίσει βιβλία στο βιβλιοπωλείο, να φάει καλομαγειρεμένο φαγητό και να ξεφύγει απο την βαρετή ρουτίνα της αστυνομικής ζώης». Τον Σεπτέμβριο του 1925 πήγε στο Ινσέιν, την έδρα της φυλακής του Ινσέιν και τη δεύτερη μεγαλύτερη φυλακή της Βιρμανίας. Εκεί, έκανε μεγάλες συζητήσεις για κάθε πιθανό θέμα με την Ελάιζα Μαρία Λάνγκφορντ-Ρέυ (που αργότερα παντρεύτηκε τον Κάζι Λέντουπ Ντόρτζυ). Αυτή εντόπισε πάνω του την «αίσθηση της απόλυτης εντιμότητας στις παραμικρές λεπτομέρειες».
Τον Απρίλιο του 1926 μετακόμησε στο Μουλμέιν, όπου ζούσε η γιαγιά του (από την πλευρά της μητέρας του). Στο τέλος του ίδιου έτους, τοποθετήθηκε στην Καθά, στην Άνω Βιρμανία, όπου προσβλήθηκε από δάγκειο πυρετό το 1927. Πήρε αναρρωτική άδεια και πήγε στην Αγγλία τον Ιούλιο. Τον Σεπτέμβριο του 1927 ενώ έκανε διακοπές μαζί με την οικογένειά του στην Κορνουάλη, επανεκτίμησε τη ζωή του. Αποφασίζει να μην επιστρέψει στη Βιρμανία, να παραιτηθεί από την Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία και να γίνει συγγραφέας. Άντλησε από τις εμπειρίες του ως αστυνομικός στη Βιρμανία για το μυθιστόρημα Μέρες της Μπούρμα (1934) και για τα δοκίμια Ένας απαγχονισμός (1931) και Πυροβολώντας έναν ελέφαντα (1936).
Στην Βιρμανία, ο Μπλαιρ είχε αποκτήσει την φήμη του παρία. Περνούσε πολύ χρόνο μοναχός του, διαβάζοντας ή αναζητώντας δραστηριότητες, όπως εκκλησιασμό στην εθνοτική κοινότητα των Καρέν. Ένας συνάδελφός του, ο Ρότζερ Μπήντον, θυμόταν (σε εκπομπή του BBC το 1969), ότι «ο Μπλαιρ μάθαινε γρήγορα την τοπική γλώσσα και πριν φύγει από τη Βιρμανία, μπορούσε να μιλήσει με Βιρμανούς ιερείς σε άπταιστα Βιρμανικά».
Λονδίνο και Παρίσι
Έκτοτε έζησε για καιρό φτωχική ζωή στο Παρίσι και το Λονδίνο, αλλάζοντας περιστασιακά επαγγέλματα και συναναστρεφόμενος με περιθωριακούς. Επρόκειτο για μια συνειδητή από μέρους του απόρριψη του αστικού τρόπου ζωής, που συνοδεύτηκε από την πολιτική του ωρίμανση. Ο ίδιος χαρακτήριζε τον εαυτό του «συντηρητικό αναρχικό».
Στην Αγγλία εγκαταστάθηκε στο σπίτι της οικογένειας στο Σάουθγουολντ. Εκεί συνάντησε και τους παλιούς τους φίλους. Επίσης επισκέφτηκε τον παλιό του δάσκαλο, Γκάου, στο Καίμπριτζ, ώστε να του ζητήσει συμβουλές για το πώς να γίνει συγγραφέας.
Αρχές φθινοπώρου του 1927, μετακόμισε στο Λονδίνο. Η Ρουθ Πίττερ, μία ποιήτρια και οικογενειακή φίλη, τον βοήθησε να βρει κατάλυμα. Μέχρι το τέλος του 1927 εγκαταστάθηκε στην οδό Πορτομπέλλο. Η συμμετοχή της Πίττερ στη μετακόμιση θα τον βοηθούσε να ανέβει στην εκτίμηση της μητέρας του. Η Πίττερ συμπαθούσε το γράψιμο του Μπλαιρ, εντόπιζε αδυναμίες στην ποίησή του και τον συμβούλευε να γράψει για όσα ήξερε.
Το 1935 γνώρισε την Βρετανή ποιήτρια Αϊλίν Ο’Σόνεσι. Η σχέση τους κατέληξε σε γάμο το 1936, που κράτησε μέχρι τον θάνατο της ποιήτριας το 1945. Τον Ιούνιο του 1944, οι δυο τους υιοθέτησαν ένα ορφανό αγόρι, τον Ρίτσαρντ Μπλαιρ, ο οποίος κληρονόμησε αργότερα τα συγγραφικά δικαιώματα για τα έργα του Μπλαιρ/Όργουελ.
Τα βιβλία του Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου (1933), Μέρες της Μπούρμα (1934), Η κόρη του παπά (1935) και Ο δρόμος προς την αποβάθρα του Γουίγκαν (1937), δίνουν το χρονικό της περιόδου αυτής και καταγράφουν την εξέλιξη των ιδεών του.
Ισπανικός Εμφύλιος
Από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του ήταν η συμμετοχή του στον Ισπανικό Εμφύλιο. Στρατευμένος αρχικά στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε και τραυματίστηκε όντας μέλος της ταξιαρχίας «Λένιν» του POUM, ενώ συγκρούστηκε αργότερα με το σταλινικό Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας τον Μάιο του 1937. Στο βιβλίο του Πεθαίνοντας στην Καταλωνία (1938) αποτύπωσε μοναδικά τις εμπειρίες και τη δράση του.
Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Με την έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τοποθετήθηκε διευθυντής της Ινδικής Υπηρεσίας του BBC, απ’ όπου αποχώρησε το 1943. Εν συνεχεία, ως λογοτεχνικός συντάκτης στην εφημερίδα Tribune, διαμόρφωσε πολιτικές θέσεις με σοσιαλιστική κατεύθυνση, διαφοροποιημένος ωστόσο από την επίσημη γραμμή των Εργατικών. Στην περίοδο αυτή ανήκουν μερικά από τα καλύτερα δοκίμιά του.
Τελευταία χρόνια και θάνατος
Η Φάρμα των Ζώων, πρώτη έκδοση του 1945.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του έγραψε τα δύο βιβλία που του χάρισαν τη μεγάλη του φήμη. Το 1944 ολοκλήρωσε τη Φάρμα των Ζώων, πολιτική αλληγορία εμπνευσμένη από τη Ρωσική Επανάσταση και τη σταλινική περίοδο της ΕΣΣΔ. Το βιβλίο τον έκανε πλούσιο και διάσημο. Το 1949 κυκλοφόρησε το τελευταίο του έργο, το περίφημο 1984. Με τη δράση τοποθετημένη στο μελλοντικό τότε έτος 1984, σκιαγραφεί το ολοκληρωτικό αστυνομικό κράτος, όπου τα πάντα εξελίσσονται υπό την παρακολούθηση του Μεγάλου Αδελφού.
Παρότι ο Όργουελ ήταν αριστερών πολιτικών πεποιθήσεων, η απέχθεια του απέναντι σε όλες τις μορφές ολοκληρωτισμού (και ιδιαίτερα απέναντι στον σταλινισμό), ήταν ευδιάκριτη. Φοβούμενος ότι μέλη του βρετανικού Εργατικού Κόμματος τρέφουν φιλοσοβιετικά αισθήματα ή παρακινούμενος από αισθήματα για νεαρή που δούλευε για τις μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, κατέθεσε στο Τμήμα Ερευνών Πληροφοριών, παρακλάδι του Υπουργείου Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, λίστα με 38 (ή 135) ονόματα στα οποία συμπεριλαμβανόταν επιφανείς προσωπικότητες όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν.
Μετά τον θάνατο της Αϊλίν το 1945, ο Όργουελ περιέπεσε σε περίοδο μοναξιάς. Τον Δεκέμβριο του 1947, οι γιατροί διέγνωσαν πως έπασχε από φυματίωση. Η κατάσταση της υγείας του χειροτέρεψε πολύ έντονα. Τον Οκτώριο του 1949, ενώ ήταν βαριά άρρωστος, νυμφεύθηκε την Σόνια Μπρονέλ, γραμματέα του φίλου του Σίριλ Κόνολι.
Ο Τζορτζ Όργουελ πέθανε από πνευμονική αιμορραγία στο Νοσοκομείο του Γιουνιβέρσιτι Κόλετζ του Λονδίνου τον Ιανουάριο του 1950, σε ηλικία 46 ετών. Λίγο πριν τον θάνατό του, ο λογοτέχνης απαγόρευσε ρητά τη συγγραφή της βιογραφίας του, κάτι που τελικά δεν τηρήθηκε από τους πολυάριθμους βιογράφους του.
Το 1958 η χήρα του Σόνια, σε συνεργασία με τον Ίαν Άνγκους, επιμελήθηκε και εξέδωσε σε τέσσερις ογκώδεις τόμους το σύνολο σχεδόν των δοκιμίων, άρθρων, βιβλιοκρισιών, επιστολών και ημερολογίων που κρατούσε κατά καιρούς ο Όργουελ.
Πηγή: WIKIPEDIA
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/838936236853999302/