fbpx

­Ὁ­ρι­σμέ­νες συμ­φο­ρές, μᾶς λέ­ει ο Θουκυδίδης, “συμ­βαί­νουν καί θά συμ­βαί­νουν πάν­το­τε, ὅ­σο ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ἴδια

­Ὁ­ρι­σμέ­νες συμ­φο­ρές, μᾶς λέ­ει ο Θουκυδίδης, “συμ­βαί­νουν καί θά συμ­βαί­νουν πάν­το­τε, ὅ­σο ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ἴδια

Ο Πε­λο­πον­νη­σια­κός πό­λε­μος, κα­τά τόν Θου­κυ­δί­δη, ὑ­πῆρ­ξε ὁ με­γα­λύ­τε­ρος καί ση­μαν­τι­κό­τε­ρος ἀ­πό τους προ­η­γού­με­νους, ἀφοῦ τά Τρω­ι­κά τά δι­έ­κρι­νε ἡ διά­ρκεια ἀλ­λά καί ἡ χα­λα­ρό­τη­τα, καί τά Περ­σι­κά οὐ­σι­α­στι­κά κρίθη­καν ἀ­πό δύ­ο πε­ζο­μα­χί­ες καί δύ­ο ναυ­μα­χί­ε­ς. Ἀν­τί­θε­τα, στόν Πε­λο­πον­νη­σια­κό πό­λε­μο καί οἱ ἀν­τί­πα­λες δυ­νά­μεις δι­έ­θε­ταν τά τε­λει­ό­τε­ρα πο­λε­μι­κά μέ­σα πού εἶ­χαν ἕ­ως τό­τε χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ, ἀλ­λά καί πῆ­ραν μέ­ρος σ’ αὐ­τόν σχε­δόν ὅλοι οἱ Ἕλ­λη­νες ὡς πό­λεις-κρά­τη κα­θώς καί με­γά­λο μέ­ρος τῶν βαρ­βά­ρων. Μέ δύ­ο λό­για, γιά τόν Θου­κυ­δί­δη καί τήν ἐ­πο­χή του ἦ­ταν ἕ­νας παγ­κό­σμιος πό­λε­μος, ἀ­φοῦ ἡ ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα πα­ρου­σί­α­ζε σέ μι­κρο­γρα­φί­α ἕ­να κό­σμο πο­λι­τι­κά ἀ­νά­λο­γο μέ τή νε­ό­τε­ρη Εὐ­ρώ­πη, ἕ­νας πό­λε­μος πού κρά­τη­σε 27 ὁ­λό­κλη­ρα χρό­νια καί πρό­σφε­ρε ἕ­να ἰ­δε­α­τό πρό­τυ­πο πο­λε­μι­κῆς δρά­σης κρα­τῶν πού τά συμ­φέ­ροντά τους ἀλ­λη­λο­συγ­κρού­ον­ταν καί δέ­χον­ταν μό­νο πρό­σκαι­ρους δι­πλω­μα­τι­κούς συν­δυα­σμούς.

Ὅ­ταν ὁ Θου­κυ­δί­δης ἀ­πο­φά­σι­σε νά ἐ­ξι­στο­ρή­σει τόν Πε­λο­πον­νη­σια­κό πό­λε­μο, πί­στευ­ε ἀ­κρά­δαν­τα στή χρη­σι­μό­τη­τα τοῦ ἔρ­γου του γιά τίς ἑ­πό­με­νες γε­νε­ές. ­Ἄλ­λω­στε ὁ ­ἴ­διος τό δη­λώ­νει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: «Και ­ἴ­σως ἡ ἔλ­λει­ψη τοῦ μυ­θι­κοῦ στοι­χεί­ου ἀ­πό τό ἔρ­γο μου θά τό κά­νει νά φα­νεῖ στ’ αὐ­τιά λι­γό­τε­ρο εὐ­χά­ρι­στο. Ὅ­σοι ὁμως θά θε­λήσουν νά γνω­ρί­σουν μέ ἀ­κρί­βεια καί αὐ­τά πού ἔ­γι­ναν καί ὅσα, σύμ­φω­να μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, θά γί­νουν πά­λι στό μέλ­λον τέ­τοι­α ἤ πα­ρα­πλή­σια, θά μο­ΰ εἶ­ναι ἀρκε­το ἄν θε­ω­ρή­σουν ὠ­φέ­λι­μα αὐ­τά πού γρά­φω. Τό ἔρ­γο μου εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἕ­να ἀ­πό­χτη­μα παν­το­τι­νό, πα­ρά ἕ­να εὐ­χά­ρι­στο ἀ­νά­γνω­σμα τῆς στιγ­μῆ­ς».

Ἡ ἀ­να­φο­ρά, πού κά­νει πιό πά­νω ὁ Θου­κυ­δί­δης στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, εἶ­ναι ἡ πρώ­τη στή σει­ρά μέ­σα στήν ἱ­στο­ρί­α του, ὄχι ὁ­μως καί ἡ μο­να­δι­κή. Καί πιό κά­τω, στό τρί­το βι­βλί­ο τῆς ἱ­στο­ρί­ας του, ὅταν ἐ­ξι­στο­ρεῖΐ τά Κερ­κυρα­ϊ­κά, μι­λών­τας γιά τίς συ­νέ­πει­ες τοῦ πο­λέ­μου, τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Θου­κυ­δί­δης χα­ρα­κτη­ρί­ζει «βί­αι­ο δι­δά­σκα­λο», γρά­φει με­τα­ξύ ἄλ­λων: «Καί ἐ­πέ­πε­σε πολ­λά καί χα­λε­πά κα­τά στά­σιν ταῖϊς πό­λε­σι, γι­γνό­με­να μέν καί αἰ­εί ἐ­σό­μενα, ἕ­ως ἄν ἡ αὐ­τή φύ­σις ἀν­θρώ­πων ᾖ·­··» Μέ ἄλ­λα λό­για, αὐ­τό πού βγαί­νει ὡς πί­στη τοῦ Θου­κυ­δί­δη, ἀ­πό τά δυ­ό χω­ρί­α του πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, εἶ­ναι ὅτι οἱ ἄν­θρω­ποι ἀν­τι­δροῦν πα­ρό­μοι­α κά­τω ἀ­πό πα­ρό­μοι­ες συν­θῆ­κες καί ὅτι αὐ­τό συμ­βαί­νει καί θά συμ­βαί­νει ὅ­σο ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ἀ­με­τά­βλη­τη.

Σ’ αὐ­τή τήν πί­στη στη­ρί­ζε­ται ὁ δι­δα­κτι­κός καί προ­γνω­στι­κός χα­ρα­κτή­ρας τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Θου­κυ­δί­δη, ὁ ὁ­ποῖ­ος φαί­νε­ται πώς θε­ω­ροῦ­σε τόν πό­λε­μο ὡς ἀρ­ρώ­στια τοῦ κοι­νω­νι­κοῦ καί πο­λι­τι­κοῦ σώ­μα­τος, ἐ­πη­ρε­α­σμέ­νος ἴσως καί ἀ­πό τό σύγ­χρο­νό του ἰα­τρό ­Ἱπ­πο­κρά­τη καί τίς ἰ­α­τρι­κές τοῦ προ­γνώ­σει­ς. Ὅ­πως δη­λα­δή ἕ­νας για­τρός μέ τή βο­ή­θεια τῆς συσ­σω­ρευ­μέ­νης ἐ­πι­στη­μο­νι­κῆς γνώ­σης μπο­ρεῖ ὄ­χι μό­νο νά βρεῖ τήν αἰ­τί­α ἀλ­λά καί νά προ­βλέ­ψει τήν πο­ρεί­α καί τήν ἐ­ξέ­λι­ξη μί­ας ἀρ­ρώ­στιας καί νά ἐ­νερ­γή­σει προ­λη­πτι­κά ἡ θε­ρα­πευ­τι­κά, κα­τ’ ἀ­να­λο­γί­α καί ἡ ἀν­θρώ­πι­νη συμ­πε­ρι­φο­ρά, ἀ­το­μι­κή ἤ ὁ­μα­δι­κή, θά μπο­ροῦ­σε ὡς ἕ­να ση­μεῖ­ο νά προ­γνω­σθεῖ, νά προ­λη­φθεῖ ἡ νά κα­θο­δη­γη­θεῖ, μέ τή βο­ή­θεια τῶν στα­θε­ρῶν καί ἀ­με­τά­βλη­των στοι­χεί­ων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης. Φυ­σι­κά, ἡ πρό­γνω­ση αὐ­τή του Θου­κυ­δί­δη στη­ρί­ζε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κά καί μό­νο στήν ἀν­θρώ­πι­νη δι­ά­νοι­α καί δέν ἔ­χει κα­μιά σχέ­ση μέ τίς με­θό­δους τῆς ἀρ­χαί­ας μαν­τι­κῆς.

(…)

 Ο κα­θη­γη­τής D­o­d­ds, πα­ρα­τη­ρών­τας ὅτι οἱ μυ­α­λω­μέ­νοι ἄν­θρω­ποι τοῦ 5ου π.Χ. αἰ­ώ­να γνώ­ρι­ζαν τούς πε­ρι­ο­ρι­σμούς πού ἐ­πι­βάλ­λον­ται στήν πρό­ο­δο ἀ­πό τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση, γρά­φει τά πα­ρα­κά­τω:

«Κα­θέ­νας ἀ­πό τούς δύ­ο με­γά­λους ἱ­στο­ρι­κούς (ἐν­νο­εῖ τόν Ἡ­ρό­δο­το καί τό Θου­κυ­δί­δη) ἐ­ξέ­φρα­σε αὐ­τή τή γνώ­ση μέ τόν δι­κό του τρό­πο. Κα­θέ­νας τους, εἶ­ναι ἀ­λή­θεια, ἦ­ταν πε­ρή­φα­νος γιά τά ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τοῦ λα­οῦ του στό πα­ρελ­θόν: Γιά τόν Ἡ­ρό­δο­το, οἱ Ἕλ­λη­νες ἀ­πό πα­λαι­ό­τε­ρα εἷ­χαν ἀ­παλ­λα­γεῖ ἀ­πό τίς ἀ­νό­η­τες ἀ­φέ­λει­ες πού εἶ­χαν σχέ­ση μέ τό βαρ­βα­ρι­σμό, καί ὁ Θου­κυ­δί­δης εἶ­δε τήν πα­λαι­ό­τε­ρη ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἑλ­λά­δας ὡς ἐ­πι­δίω­ξη γιά μιά βαθ­μια­ία ἀ­νο­δι­κή πο­ρεί­α. Ἀλ­λά ὁ Ἡ­ρό­δο­τος γρά­φει “ὅπως κά­ποι­ος πού γνω­ρί­ζει τήν ἀ­στά­θεια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης εὐ­η­με­ρία­ς”, καί αὐ­τή ἡ πε­ποί­θη­ση στοι­χει­ώ­νει τή φαν­τα­σί­α του, ὁ­πως στοι­χεί­ω­σε καί τή φαν­τα­σί­α τοῦ φί­λου του Σο­φο­κλῆ. Ὁ Σο­φο­κλῆς τήν ἐ­ξη­γεῖ μέ τόν πα­λαι­ό θρη­σκευ­τι­κό τρό­πο: ὁ ἄν­θρω­πος βρί­σκε­ται στό ἔ­λε­ος μιᾶς δύ­να­μης, ἡ ὁ­ποί­α τοῦ ἀ­πα­γο­ρεύ­ει νά ὑ­ψω­θεῖΐ πά­νω ἀ­πό τά ἀν­θρώ­πι­να. Ὁ Θου­κυ­δί­δης, ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά, βρί­σκει αὐ­τό τό ὅ­ριο στήν ψυ­χο­λο­γι­κή δο­μή τοῦ ἴδιου τοῦ ἀν­θρώ­που. ­Ὁ­ρι­σμέ­νες συμ­φο­ρές, μᾶς λέ­ει, “συμ­βαί­νουν καί θά συμ­βαί­νουν πάν­το­τε, ὅ­σο ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ἴδια”· καί δι­α­κιν­δυ­νεύ­ει τή γε­νι­κό­τε­ρη δή­λω­ση ὅτι “σύμ­φω­να μέ τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρό­μοι­α γε­γο­νό­τα (ὅ­πως ἐ­κεῖϊ­να πού πε­ρι­γρά­φει) θά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ται στό μέλ­λον”. Καί εἶ­ναι λά­θος νά συμ­πε­ραί­νου­με ἀ­πό αὐ­τά τά κεί­με­να, ὅ­πως ἕ­νας νε­ό­τε­ρος συγ­γρα­φέ­ας τό κά­νει, ὅτι ὁ Θου­κυ­δί­δης “τε­λι­κά υἱ­ο­θέ­τη­σε μιά κυ­κλι­κή ἀν­τί­λη­ψη τῆς ἱ­στο­ρί­ας, ὁ­πως ὁ Πλά­των”. Ἡ προσ­δο­κί­α τοῦ Θου­κυ­δί­δη γιά ἐ­πα­νά­λη­ψη τῶν γε­γο­νό­των στη­ρί­ζε­ται ὄ­χι στήν κυ­κλι­κή πο­ρεί­α τοῦ κό­σμου ἀλ­λά στή μο­νι­μό­τη­τα τῶν ἄ­λο­γων στοι­χεί­ων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, πού δέν ἐ­πι­δέ­χον­ται δι­δα­χή­».

Ποι­ά ὅ­μως εἶ­ναι τά μό­νι­μα στοι­χεῖ­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης πού βρί­σκον­ται ἐ­κτός λο­γι­κοῦ ἐ­λέγ­χου καί δέν ἐ­πι­δέ­χον­ται δι­δα­χή; Ὁ Θου­κυ­δί­δης στά Κερ­κυ­ραϊ­κά του, ὅπως εἴ­δα­με, ἀ­να­φέ­ρει ὡς τέ­τοι­α στοι­χεῖ­α τή δί­ψα γιά δύ­να­μη, τήν πλε­ο­νε­ξί­α καί τή φι­λο­δο­ξί­α­. Ἰ­δι­αί­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον ὁμως πα­ρου­σιά­ζει τό κε­φά­λαι­ο 45 τοῦ τρί­του βι­βλί­ου τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Θου­κυ­δί­δη, πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν ἀ­πο­στα­σί­α τῆς Λέ­σβου. Ἐ­κεῖϊ ὁ ρή­το­ρας Δι­ό­δο­τος, προ­σπα­θών­τας νά ἐ­ξη­γή­σει για­τί οἱ ἄν­θρω­ποι πα­ρα­βαί­νουν τό νό­μο καί ὅ­ταν ἀ­κό­μη ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν τήν ποι­νή τοῦ θα­νά­του, λέ­γει με­τα­ξύ ἄλ­λων καί τά ἑ­ξῆ­ς:

Ἤ, λοι­πόν, πρέ­πει νά βρε­θεῖ φό­βη­τρο πιό φο­βε­ρό ἀ­πό τό θά­να­το ἤ αὐ­τή ἡ ποι­νή του­λά­χι­στον δέν εἶ­ναι ἐ­παρ­κής. Για­τί ἡ φτώ­χια μέ τίς ἀ­νάγ­κες της φέρ­νει τόλ­μη, ἡ ἐ­ξου­σί­α προ­κα­λε­ῖ πλε­ο­νε­ξί­α γε­μά­τη ἀ­λα­ζο­νεί­α καί ἐ­γω­πά­θεια καί οἱ δι­ά­φο­ρες συμ­πτώ­σεις, ἀ­νά­λο­γα μέ τά ἀ­κα­τα­νί­κη­τα πά­θη πού ἐ­ξου­σιά­ζουν τόν κα­θέ­να, πα­ρα­σύ­ρουν τούς ἀν­θρώ­πους σέ κιν­δύ­νους. Ἀλ­λά καί ἡ ἐλ­πί­δα καί ὁ πό­θος γιά τό κά­θε τί, ὁ πό­θος μπρο­στά, ἡ ἐλ­πί­δα ἀ­κο­λου­θών­τας, ἐ­κεῖ­νος κα­τα­στρώ­νον­τας τά σχέ­δια καί αὐ­τή ὑ­πο­βάλ­λον­τας τήν ἰ­δέ­α ὅτι θά βο­η­θή­σει ἡ τύ­χη, κά­νουν τό με­γα­λύ­τε­ρο κα­κό, καί, ἐ­νῶ δέ φαί­νον­ται, εἶ­ναι δυ­να­τό­τε­ρα ἀ­πό τά φα­νε­ρά δει­νά. Ἀλ­λά κον­τά σ’ αὐ­τά καί ἡ τύ­χη δέ συν­τε­λεῖ λι­γό­τε­ρο στήν πα­ρε­κτρο­πή, για­τί κά­πο­τε ἐμ­φα­νί­ζε­ται ἀ­προσ­δό­κη­τα καί πα­ρα­σύ­ρει στόν κίν­δυ­νο κά­ποι­ον πού δέν ἔ­χει με­γά­λες δυ­να­τό­τη­τες, καί ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τίς πό­λεις, ἀφοῦ ἄλ­λω­στε πρό­κει­ται γιά πράγ­μα­τα πο­λύ ση­μαν­τι­κά, τήν ἐ­λευ­θε­ρί­α ἡ τήν ἐ­ξου­σί­α ἐ­πά­νω στούς ἄλ­λους, ὁ­πό­τε ὁ κα­θέ­νας μέ­σα στό πλῆ­θος τῶν συμ­πο­λι­τῶν του ἀ­συλ­λό­γι­στα ὑ­πε­ρε­κτι­μᾶ συ­νή­θως τίς δυ­νά­μεις του. Μέ δύ­ο λό­για, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον καί εἶ­ναι πο­λύ ἀ­νό­η­τος ἐ­κεῖ­νος πού νο­μί­ζει πώς, ὅ­ταν ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση σπρώ­χνε­ται ἀ­πό τό πά­θος νά κά­νει κά­τι, μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τρα­πεῖ ἀ­π’ αὐ­τό, εἴ­τε μέ τή δύ­να­μη τοῦ νό­μου εἴ­τε μέ κά­ποι­ο ἄλ­λο φό­βη­τρο.

Μιά μα­τιά στό πιό πά­νω κεί­με­νο δεί­χνει ὅτι ἀ­φθο­νοῦν οἱ ψυ­χο­λο­γι­κοί ὄ­ροι – δέ­οςὕβριςπλε­ο­νε­ξί­αὀρ­γήπό­θος, ελ­πίςἔ­ρως – μέ τούς ὁ­ποι­ους ὁ Θου­κυ­δί­δης ἐ­ξη­γε­ΐ καί αἰ­τι­ο­λο­γεῖ τά ἱ­στο­ρι­κά γε­γο­νό­τα, ἀ­το­μι­κά καί ὁ­μα­δι­κά, πα­ρα­δε­χό­με­νος στήν οὐ­σί­α ὅτι οἱ ἄ­λο­γες ψυ­χι­κές δυ­νά­μεις μπο­ροῦν νά θο­λώ­σουν καί νά νι­κή­σουν τή δύ­να­μη τοῦ νο­ῦ. Τά πα­ρα­δείγ­μα­τα ἀ­φθο­νο­ῦν μέ­σα στή­ν ἴ­δια τήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Θου­κυ­δί­δη. Ἔ­τσι, πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε ὅτι οἱ Σπαρ­τιά­τες κή­ρυ­ξαν τόν πό­λε­μο ἐ­ναν­τίον τῶν Ἀ­θη­ναί­ων ἐ­πει­δή φο­βοῦν­ταν τήν αὔ­ξη­ση τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς δύ­να­μη­ς. Ἐ­πί­σης, ὅτι ἡ Σι­κε­λι­κή ἐκ­στρα­τεί­α πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἀ­πό τούς Ἀ­θη­ναί­ους πα­ρά τήν πε­ρί τοῦ ἀν­τι­θέ­του εἰ­σή­γη­ση τοῦ στρα­τη­γοῦ Νι­κί­α, για­τί «ἔ­ρως ἐ­νέ­πε­σε το­ῖς πᾶ­σιν ὁ­μοί­ως ἐκ­πλεῦ­σαι.­.. πόθῳ ὄψε­ως καί θε­ω­ρί­ας καί εὐέλ­πι­δες ὄντες σω­θή­σε­σθαι.­.. διά τήν ἄ­γαν τῶν πλε­όνων ἐ­πι­θυ­μί­αν.­..»

Ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐν­τύ­πω­ση ὅμως προ­κα­λοῦν καί τά ἐ­πι­χει­ρήμα­τα μέ τά ὁ­ποῖ­α οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι ὑ­πε­ρα­σπί­ζον­ται τήν ἡ­γε­μο­νί­α τους, ἐ­πι­κα­λού­με­νοι τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση: Ὅ­πως λέ­νε, δέν ἔ­κα­ναν τί­πο­τε πα­ρά­δο­ξο ἤ ἀν­τί­θε­το πρός τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση μέ τό νά δε­χτοῦν μιά ἡ­γε­μο­νί­α πού τούς πρόσφέρ­θη­κε καί πού ἀρ­νοῦν­ται νά τήν ἀ­φή­σουν γιά τρεῖς πο­λύ σπου­δαί­ους λό­γους: τή δό­ξα, τό φό­βο καί τό συμ­φέ­ρον. ­Ἄλ­λω­στε, εἶ­ναι κα­θι­ε­ρω­μέ­νο ὁ κα­τώ­τε­ρος νά ὑ­πο­τάσ­σε­ται στόν ἀ­νώ­τε­ρο­. Ση­μει­ώ­νου­με ὅτι ἀ­νά­λο­γα ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα χρη­σι­μο­ποι­οῦν οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι καί στόν πε­ρί­φη­μο δι­ά­λο­γο μέ τούς Μη­λί­ους, ἰ­σχυ­ρι­ζό­με­νοι ὅτι «δί­και­α μέν ἐν τῷ ἀν­θρω­πεί­ῳ λό­γῳ ἀ­πό της ἴ­σης ἀ­νάγ­κης κρί­νε­ται, δυ­να­τά δέ οἱ πρού­χον­τες πράσ­σο­υ­σι καί οἱ ἀ­σθε­νεῖς ξυγχω­ροῦ­σι­». (= τό δί­και­ο στίς ἀν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις λαμ­βάνε­ται ὑ­πό­ψη ὅταν οἱ ἀν­τί­δι­κοι εἶ­ναι ἴσοι, ἀλ­λι­ῶς οἱ δυ­να­τοί κά­νουν ὅσα μπο­ροῦν καί οἱ ἀ­δύ­να­μοι ὑ­πο­χω­ροῦν).

Κά­τι ἀ­κό­μη πού ἀ­ξί­ζει νά ἐ­πι­ση­μαν­θεῖΐ εἶ­ναι ὅτι στήν ἱ­στο­ρί­α τοῦ Θου­κυ­δί­δη, ἐ­κτός ἀ­πό τους ψυ­χο­λο­γι­κούς ὅρους πού προ­α­να­φέ­ρα­με, χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται καί οἱ λέ­ξεις ἀ­νάγ­κη καί τύ­χη, γιά νά ἐκ­φρά­σουν ἐ­πί­σης κα­τα­στά­σεις τῶν ὁ­ποί­ων τό πε­ρι­ε­χό­με­νο εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο ἕ­ως ἀ­δύ­να­τον νά ἐ­λεγ­χθεῖ, κα­θώς ὁ ἄν­θρω­πος πού ἐμ­πλέ­κε­ται σ’ αὐ­τές δέν ὁ­δη­γεῖ πλέ­ον τά γε­γο­νό­τα ἀλ­λά ὁ­δη­γε­ϊ­ται ἀ­π’ αὐ­τά. ­Ἔ­τσι, π.χ., ἀ­πό τή στιγ­μή πού οἱ Λα­κε­δαι­μό­νιοι ἐ­πέ­λε­ξαν νά εἶ­ναι ἐ­πι­κε­φα­λῆς τῶν Ἑλ­λή­νων, ἦ­ταν ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νά κη­ρύ­ξουν τόν πό­λε­μο στούς Ἀ­θη­ναί­ου­ς. Ἀλ­λά καί οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι, ἀ­πό τή στιγ­μή πού δέ­χτη­καν τήν ἡ­γε­μο­νί­α τῶν Ἑλ­λή­νων, ἦ­ταν ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι νά συ­νε­χί­σουν νά τήν ἔ­χου­ν. Τέ­λος, ἐν­τύ­πω­ση προ­κα­λοῦν καί αὐ­τά πού λέ­γει ὁ Ἀλ­κι­βιά­δης στούς Ἀ­θη­ναί­ους:  (Καί δέν εἶ­ναι στό χέ­ρι μας νά κα­νο­νί­ζου­με ἕ­ως ποῦ θέ­λου­με νά φτά­σει ἡ ἐ­ξου­σί­α μας, ἀλ­λά εἴ­μα­στε ἀ­ναγ­κα­σμέ­νοι, ἀφοῦ βέ­βαι­α φτά­σα­με ἐ­δῶ πού φτά­σαμε, γιά ἄλ­λους νά κα­τα­στρώ­νου­με ἐ­χθρι­κά σχέ­δια καί γιά ἄλ­λους νά μή χα­λα­ρώ­νου­με τήν ἐ­ξου­σί­α μας ἐ­πά­νω τους, για­τί ὑ­πάρ­χει κίν­δυ­νος νά ἐ­ξου­σιά­σουν αὐ­τοί ἐ­μᾶς, ἄν δέν ἐ­ξου­σι­ά­σου­με ἐ­μεῖς ἐ­κεί­νους).

Ὅ­σο γιά τήν τύ­χη καί τό ρό­λο τοῦ τυ­χαί­ου στήν ἱ­στο­ρί­α, μο­λο­νό­τι ὁ ἱ­κα­νός νοῦς μπο­ρεῖ νά προ­σαρ­μο­στεῖ τα­χύ­τε­ρα στά τυ­χαῖ­α πε­ρι­στα­τι­κά, ὡ­στό­σο εἶ­ναι φα­νε­ρό ὅτι ἡ ἔν­νοι­α τῆς τύ­χης ἀ­πο­τε­λε­ϊ πε­ρι­ο­χή ὁ­που ἀ­να­γνω­ρί­ζε­ται «ἡ ἀ­δυ­να­μί­α τῆς σκέ­ψης νά ἐ­ξου­σιά­σει πλή­ρως τή ζω­ή». ­Ἔ­τσι, π.χ., ἄν στήν Ἀ­θή­να δέ συ­νέ­βαι­νε ἡ ξαφ­νι­κή καί ἄ­και­ρη κο­πή τῶν Ἐρ­μῶ­ν πρίν ἀ­πό τή Σι­κε­λι­κή ἐκ­στρα­τεί­α καί δέν ἀ­να­κα­λοῦν­ταν ὁ Ἀλ­κι­βιά­δης , ὅ­λα θά ἦ­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κά στήν ἔκ­βα­ση τοῦ Πε­λο­πον­νη­σι­α­κοῦ πο­λέ­μου. Ἐ­πί­σης, ἄν πρίν ἀ­πό τήν ἀ­πο­χώ­ρη­ση τοῦ Νι­κί­α ἀ­πό τή Σι­κε­λί­α δέ συ­νέ­βαι­νε ἔ­κλει­ψη σε­λή­νης, ὁ Ἀ­θη­ναῖ­ος στρα­τη­γός δέν θά πα­ρέ­με­νε ἄ­πρα­κτος ἐ­πί 27 μέ­ρες, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα οἱ ἐ­χθροί νά τόν πε­ρι­κυ­κλώ­σουν καί νά κα­τα­στρέ­ψουν τόν ἀ­θη­να­ϊ­κό στό­λο­.

Ε­νῶ τά ζῶ­α εἶ­ναι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­να καί εὐ­τυ­χι­σμέ­να ὅταν ἔ­χουν ἀ­σφά­λεια καί ἀρ­κε­τή τρο­φή, Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν εἶ­ναι. Ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης στά «Πο­λι­τι­κά», “Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν ἀ­δι­κοῦν μό­νο γιά τά ἀ­ναγ­καί­α.­.. ἄλ­λα καί γιά νά γεύ­ον­ται ἀ­πο­λαύ­σεις καί νά ἱ­κα­νο­ποι­οῦν τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες τους. Για­τί ἄν ἐ­πι­θυ­μοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­πό τά ἀ­ναγ­καί­α, γιά νά ἱ­κα­νο­ποι­ή­σουν αὔ­την τήν ἐ­πι­θυ­μί­α θά ἀ­δι­κή­σουν, καί ὄχι μό­νο γι’ αὔ­την, ἄλ­λα καί γιά ν’ ἀ­πο­λαύ­σουν ἡ­δο­νές χω­ρίς κό­πο.­.. για­τί ἄ­δι­κο­ϋν πρό πάν­των λό­γω ὑ­περ­βο­λι­κῶν ἐ­πι­θυ­μι­ῶν καί ὄχι ἀ­πό ἔλ­λει­ψη τῶν ἀ­ναγ­καί­ων.­.­.”

Ἄλ­λα καί πέ­ρα ἀ­πό αὖ­τα, ἐ­ϊ­τε τό θέ­λου­με εἴ­τε ὄχι, ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­χε ἀ­πό πα­λιά καί ἑ­ξα­κο­λου­θε­ΐ νά ἔ­χει στή φύ­ση τοῦ δλᾶ τά ἐ­ϊ­δη τό­σο τῶν δη­μι­ουρ­γι­κῶν δσό καί τῶν ἐ­πι­θε­τι­κῶν ἔν­στι­κτων, ἱ­κα­νός γιά κά­θε κα­λό ἄλ­λα καί γιά κά­θε κα­κό. Εἶ­ναι αὖ­τος πού ἀ­πέ­σπα­σε τά μυ­στι­κά τῆς φύ­σης σέ με­γά­λο βαθ­μό καί τήν ὑ­πέ­τα­ξε, ἕ­ξα­σφα­λι­ζο- ντᾶς γιά τόν ἕ­αυ­τό του ἕ­να ἄ­νε­το τρό­πο ζω­ῆς. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη με­ριά ὁ­μως εἶ­ναι ὄ ­ϊ­διος πού κα­τέ­στρε­ψε τό πε­ρι­βάλ­λον του καί ση­μά­δε­ψε τήν πο­ρεί­α του μέ πο­λέ­μους φυ­λε­τι­κούς, θρη­σκευ­τι­κούς, πο­λι­τι­κούς, οἰ­κο­νο­μι­κούς, ἰ­δε­ο­λο­γι­κούς. Καί ἐ­νῶ συ­νέ­λα­βε, μορ­φο­ποί­η­σε καί ἄ­ξιοποί­η­σε μέ τίς γνώ­σεις του καί τά τε­χνι­κά του μέ­σα ὁ,τι ἔ­χει δι­α­στά­σεις καί βά­ρος, ἀ­δυ­να­τεῖ νά σταθ­μί­σει καί νά ἔ­λεγ­ξει τόν ἀρ­χέ­γο­νο φό­βο, τήν πλα­νε­ρή ἐλ­πί­δα, τή μαται­ο­δο­ξί­α, τόν φθό­νο, τή φι­λο­δο­ξί­α, τήν πλε­ο­νε­ξί­α. Καί ὁ­λα αὖ­τα θά συμ­βαί­νουν, θά ἐ­πα­να­λαμ­βά­νον­ται καί θά ὑ­πάρ­χουν -μᾶς βε­βαι­ώ­νει ὁ Θου­κυ­δί­δης- πα­ρα­πλή­σια καί πα­ρό­μοι­α στό μέλ­λον, ὁ­σο ἡ ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση πα­ρα­μέ­νει ἴδια.­..

Στίς μᾶλ­λον ἀ­παι­σι­ό­δο­ξες αὖ­τες δι­α­πι­στώ­σεις, Οἱ αἰ­σι­ό­δο­ξοι ἀ­παν­τοῦν πώς πα­ρ’ ὁ­λα αὖ­τα ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα, ἔ­στω καί μέ κό­πους, θυ­σί­ες καί αἷ­μα, πο­ρεύ­τη­κε ἕ­ως τώ­ρα τό δρό­μο τοῦ πε­πρω­μέ­νου της καί ἔ­τσι θά συ­νε­χί­σει καί στό μέλ­λον. Πι­θα­νόν νά εἶ­ναι κι ἔ­τσι, ἄν καί πρέ­πει νά ἐ­πι­ση­μά­νου­με ὅτι τώ­ρα οἱ δυ­σκο­λί­ες προ­φα­νῶς θά εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρες καί οἱ κίν­δυ­νοι με­γα­λύ­τε­ροι, καί νά για­τί: Για­τί ἡ­δη γί­να­με πολ­λοί καί σέ λί­γο θά γί­νου­με πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ροι, μέ ἄ­με­σο ἀ­πο­τέ­λε­σμα τή σμί­κρυν­ση τῆς με­ρί­δας πού ἀ­να­λο­γεῖ στόν κα­θέ­να- για­τί, ἐ­πί­σης, τώ­ρα εἴ­μα­στε λι­γό­τε­ρο ἀ­νε­κτι­κοί καί πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­παι­τη­τι­κοί, καί συ­χνά δι­εκ­δι­κο­ΰ­με δυ­να­μι­κά καί ἐ­πι­θε­τι­κά «ζω­τι­κό χῶ­ρο»· τέ­λος, για­τί ἔ­χου­με τρο­με­ρές δυ­νά­μεις κα­τα­στρο­φῆς στά χέ­ρια μας, ἱ­κα­νές νά κα­τα­στρέ­ψουν τόν πλα­νή­τη.

Λέ­γε­ται πώς σχε­δόν πο­τέ τά πράγ­μα­τα δέν πᾶ­νε τό­σο κα­λά, ὁ­σο ἐλ­πί­ζου­με, ἀλ­λά καί πο­τέ τό­σο ἄ­σχη­μα, ὁ­σο φο­βό­μα­στε. Τό δεύ­τε­ρο τό εὐ­χό­μα­στε. Καί εὐ­χό­μα­στε, ἀ­κό­μη, ὁ καλός θεός, πού βρέχει ἐπί δικαίων καί ἄδικων, νά φανεῖ καί πάλι σκανδαλωδῶς φιλεύσπλαχνος χαρίζο- ντᾶς μᾶς «σώφρονα λογισμόν», καί «καρδίαν νήφου- σάν», «διά τήν λίαν φιλοτητα βροτών », ὁπως θά ἔλεγε ὁ Αἰσχύλος.

Απόσπασμα από το έργο του Α. Κ. Καραδημητρίου

“Με αφετηρία την «ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ» του ΘΟΥΚΥΔΙΔΗ

και τις βασικές της ιδέες”

ΠΗΓΗ : ekivolos.gr

EIKONA : pinterest.com/pin/25614291605025037/


 



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram