06 Ιαν … Και αν το παρελθόν σου δεν σου αρέσει, άλλαξέ το. Κάνε το καλύτερο. (IRVIN D. YALOM) | Μέρος B’
“Λοιπόν, αυτοί είναι οι πρώτοι στίχοι ενός ποιήματος που δεν το θυμάμαι καθόλου. Έχει χρονολογία 1980″.
Να θέλω λόγια
Δεν είναι πείνα
Είναι αρρώστια
Ασθένεια
Είναι έλλειψη βουνών
Ανακούφιση που γκρεμίστηκε
Τσακισμένο
Τοπίο
Καταβροχθίζει το βράδυ
Σαν τρένο
Που διασχίζει το Ουαϊόμινγκ
Περιφέρεται στις ράγες της σκέψης
Τα πόδια μου φτιαγμένα για να σκαρφαλώνουν
Σαν τα πόδια ενός πουλιού που
Βηματίζει στην ακτή με την άμπωτη ”
Ώσπου να φουσκώσουν τα νερά ή οι λέξεις
Να ισοπεδώσουν κάθε σήμα
Ασυνήθιστου πουλιού
Παράξενου μυαλού
Μου ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια. Δυσκολεύτηκα να βρω λόγια. « Είναι πολύ δυνατό ποίημα, Σάλλυ. Πολύ δυνατό. Μ’ αρέσει πάρα πολύ, ιδίως οι δύο υπέροχοι στίχοι του τέλους ».
Η Σάλλυ πήρε μια χούφτα χαρτομάντιλα, έσκυψε το κεφάλι κι έκλαψε για μερικά λεπτά. Έπειτα σκούπισε τα μάτια της και με κοίταξε. « Ευχαριστώ. Δεν φαντάζεσαι τί σημαίνει αυτό για μένα». Πέρασε την υπόλοιπη ώρα ταξινομώντας τις παλιές σελίδες της ζωής της, πότε πότε διαβάζοντας μεγαλόφωνα μερικά αποσπάσματα, κι έπειτα, καθώς ή ώρα μας πλησίαζε στο τέλος της, κάθισε αναπαυτικά στην καρέκλα της και πήρε δυο βαθιές ανάσες.
« Είσαι ακόμα εδώ στο παρόν μαζί μου;» τη ρώτησα.
«Πατάω ακόμα στο 2012. Πόσο χαίρομαι που είσαι μαζί μου. Σ’ ευχαριστώ. Δεν θα μπορούσα ν’ ανοίξω αυτή την κούτα χωρίς εσένα ».
Έριξα μια ματιά στο ρολόι. Είχαμε ξεπεράσει το χρόνο μας. Μερικές φορές οι θεραπευόμενοι πιάνουν αυτό το βλέμμα και υποθέτουν ότι ανυπομονώ να τελειώσει η ώρα μας. Συχνά όμως το αντίθετο συμβαίνει, όπως σήμερα. Ευχόμουν να είχαμε στη διάθεση μας περισσότερο χρόνο για να πάμε παρακάτω στο μονοπάτι που είχαμε πάρει.
« Τώρα θα χρειαστεί να σταματήσουμε, πρώτα όμως πρέπει να σχεδιάσουμε πώς θα προχωρήσουμε. Η γνώμη μου είναι ότι καλό θα -ήταν να βρεθούμε πάλι αύριο ή μεθαύριο ».
Η Σάλλυ συμφώνησε.
« Νιώθεις άνετα να ξεφυλλίσεις τα γραπτά σου στο σπίτι; Ή θα προτιμούσες ν’ αφήσεις την κουτά εδώ σ’ εμένα και να την ξαναπιάσουμε μαζί την επόμενη φορά;»
Όσο η Σάλλυ συλλογιζόταν την ερώτησή μου, πρόσθεσα: «Υπόσχομαι να μην την ψαχουλέψω ».
Αποφάσισε να πάρει την κουτά μαζί της στο σπίτι και να ξανάρθει σε δύο μέρες. Όταν έφυγε, σκέφτηκα πόσα προνόμια μου εξασφάλιζε ή δουλειά μου. Πόσο τιμητικό να μοιράζομαι με έναν θεραπευόμενο τέτοιες πολύτιμες στιγμές τόσο ζωτικής σημασίας ! Ήταν μεγάλο δώρο για μένα να την ακούω να διαβάζει τα ποιήματά της. Δεν έχω καθόλου μουσικό αυτί και δεν είμαι σε θέση να εκτιμήσω μια συναυλία ή μια όπερα, ο ήχος των λέξεων όμως πάντα με ενθουσίαζε – το θέατρο και, πάνω απ’ όλα, οι αναγνώσεις ποίησης. Κι εδώ στο γραφείο μου εκείνη τη μέρα η Σάλλυ μέ πλήρωνε για να είμαι παρών σ’ αυτό το εξαιρετικό δράμα και για ν’ ακούσω τούς υπέροχους στίχους της. Ένιωθα ένοχος που απόλαυσα τόσο πολύ τη συνεδρία μαζί της. Αντιλαμβανόμουν βέβαια πώς κάτι τέτοιο ‘ήταν προβληματικό. Αναμφίβολα αυτή τη συνάντηση τη στοίχειωνε η μεταβίβαση, άλλωστε σαν να αιωρούνταν από πάνω μας η εικόνα του πατέρα της περιπλέκοντας σε μεγάλο βαθμό το ήδη πολύπλοκο ζήτημα ότι η Σάλλυ μοιραζόταν τα γραπτά της μαζί μου. Εξάλλου υπήρχε ακόμα ένα ζήτημα : τί ανταπόκριση θα είχε η τέχνη της σ’ έναν επαγγελματία συγγραφέα, όπως εγώ. ‘Ορισμένοι θεραπευτές αρνούνται να διαβάσουν γραπτά θεραπευόμενων από φόβο μη βλάψουν τη σχέση. Ανησυχούν για το τι θα έπρεπε να πούν αν τα γραπτά τους δεν τους αρέσουν ή αν δεν μπορούν να τα καταλάβουν. Δεν με έχει προβληματίσει ποτέ κάτι τέτοιο. Νιώθω πολύ μεγάλο σεβασμό για κάθε άνθρωπο που θέλει να καλλιεργήσει τη δημιουργικότητα του. Αν αυτά που γράφει δεν είναι του γούστου μου, εντοπίζω πάντα ορισμένες φράσεις που με συγκινούν κι αυτές επισημαίνω στον συγγραφέα. Κάτι τέτοιο είναι πάντα ευπρόσδεκτο και πολλές φορές τον βοηθάει να βελτιώσει την ποιότητα της δουλείας του. Στην περίπτωση της Σάλλυ δεν υπήρχε τέτοιο πρόβλημα, γιατί ήταν πραγματικά ταλαντούχα και δεν είχα παρά να πω την αλήθεια.
Για πολλές εβδομάδες μου διάβαζε τα κείμενά της και πληκτρολογούσε τα πάντα, λέξη προς λέξη, με πολύ κόπο στον υπολογιστή της. Η δουλειά αυτή αποδείχτηκε θησαυρός για την ψυχοθεραπεία, γιατί η Σάλλυ έφτανε σε κάθε συνεδρία πλημμυρισμένη από ζωηρές αναμνήσεις για τη σχέση της με τούς γονείς, με τα αδέλφια και με παλιούς ερωτικούς συντρόφους της. Από τα εικοσιδύο ως τα εικοσιπέντε της χρόνια μια σειρά από ποιήματα, το ένα πιο πονεμένο και πιο απελπισμένο απ’ το άλλο, προμήνυαν τη διάλυση τού πρώτου γάμου της. Μια μέρα εμφανίστηκε στο γραφείο μου κουβαλώντας μία δέσμη με εξηνταέξι ερωτικά ποιήματα που είχε γράψει για τον Ώστιν, έναν δαιμόνιο εραστή με τον όποιο είχε μια σύντομη παθιασμένη σχέση στη νεανική της ηλικία. Τα ποιήματα έψαλλαν τον απόλυτο και χωρίς όρια έρωτα, πολύ σύντομα όμως ή σχέση της με τον Ώστιν, αφού έφτασε στο απόγειό της, τελείωσε άσχημα, αφήνοντάς της πολύ δυσάρεστη γεύση. Η Σάλλυ ένιωθε πως δεν είχε καταλάβει ποιος πραγματικά ήταν ο φίλος της και κατέληξε να πιστεύει ότι εκείνος την εκμεταλλεύτηκε και την τραυμάτισε. Όταν λοιπόν ανακάλυψε αυτά τα ποιήματα, η πρώτη της παρόρμηση ήταν να τα κάψει μ’ ένα αίσθημα αηδίας, αλλά προτίμησε να μου μιλήσει πρώτα γι’αυτά. Η ιδέα ότι θα τα έκαιγε μου φάνηκε τρομερή. Εγώ δεν καίω ποτέ τίποτα, έχω μάλιστα ένα μεγάλο ντοσιέ που επιγράφεται« Κομμένα », οπού αποθηκεύω όλο το υλικό που κόβω από τα μυθιστορήματα και τα διηγήματα μου. Τα είπα αυτά στη Σάλλυ σαν μια έκκληση να σώσει τα ποιήματα της απ’ τη φωτιά. Προσπαθώντας να αναβάλω την καταστροφή τους, της ζήτησα να μου διαβάσει μερικά απ’ αυτά τα ποιήματα προς τον Ώστιν. Με τρεμάμενη φωνή μου διάβασε μερικά αποσπάσματα.
«Εγώ τα θεωρώ πολύ όμορφα » είπα.
Άρχισε να κλαίει. «Ναί, άλλα είναι απατηλά. Κι εγώ είμαι σκέτη απάτη. Εκείνοι οι δυό-τρείς μήνες που τα έγραψα ήταν η πιο υπέροχη περίοδος τής ζωής μου – κι όμως αυτά τα ποιήματα είναι βουτηγμένα σ’ ένα βουνό από κοπριά ». Περάσαμε το τελευταίο τέταρτο της συνεδρίας συζητώντας πόσα αριστουργήματα είχαν φτιαχτεί με κακούς οιωνούς. Τής παρουσίασα ένα σωρό επιχειρήματα προσπαθώντας να την πείσω να μη στερήσει τη ζωή στα αθώα ποιήματά της. Της είπα ότι η μεταμόρφωση της κοπριάς σε ομορφιά είναι ένας καλλιτεχνικός θρίαμβος και ότι αν δεν υπήρχε το αμαρτωλό πάθος, ο θάνατος, η απόγνωση και η απώλεια, το μεγαλύτερο μέρος της τέχνης δεν θα είχε δει ποτέ το φως τής μέρας. Στο τέλος η Σάλλυ υποχώρησε και πέρασε τα εξηντανταέξι ποιήματα για τον Ώστιν στπν υπολογιστή της. ’Ένιωσα σαν ήρωας που έσωσε ένα πολύτιμο αρχαίο χειρόγραφο από τις φλόγες.
Αρκετό καιρό μετά, κάνοντας μια αναδρομή στην ψυχοθεραπεία μας, έμαθα ότι το σημείο αυτό ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα σύντομο επεισόδιο στο άνοιγμα τής μυστηριώδους σφραγισμένης κούτας που ήταν η κύρια ατραξιόν. Γιατί η Σάλλυ ένιωθε μεγάλη ντροπή για τη σχέση της μέ τον Ώστιν καί για το γεγονός ότι δεχόταν να συμμετέχει στις περίπλοκες τελετουργίες που του άρεσαν και του επέτρεπε να τη δένει. Τόσες δεκαετίες δεν το είχε αποκαλύψει ποτέ σε κανέναν. Το γεγονός ότι το αποκάλυψε σ’ εμένα, σε συνδυασμό με τη δική μου υποστηρικτική αντίδραση, είχε πολύ έντονη επίδραση. Η Σάλλυ ένιωσε τρομερά απελευθερωμένη και για πρώτη φορά στο τέλος της συνάντησης κ· εγώ δέχτηκα, να την αγκαλιάσω.
Την ίδια νύχτα είδε ένα όνειρο. « Βρήκα ένα σωρό από διπλωμένα ρούχα πλάι στην πόρτα μου που κάποιος τα είχε ακουμπήσει εκεί, μάλλον ο άντρας μου. Τα πήρα να τα ξαναβάλω στο πλυντήριο, γιατί μπορεί να είχαν σκονιστεί εκεί που τα είχαν αφήσει, άλλα τελικά αποφάσισα να μην το κάνω και τα τακτοποίησα στην ντουλάπα μου». Το μήνυμα του ονείρου ήταν πεντακάθαρο: δεν είχε άλλα βρόμικα ρούχα για πλύσιμο.
Όλο εκείνο το διάστημα που η Σάλλυ ταξινομούσε τα διηγήματα και τα ποιήματά της και συζητούσαμε τον πλούτο των θεμάτων και την πολυχρωμία που περιείχαν, εγώ περίμενα ποτέ θα αποκαλύπτονταν τα υπόλοιπα δυσοίωνα θέματα. Πού ήταν όλα εκείνα τα σκοτεινά κείμενα που την είχαν κάνει να θάψει τα γραπτά της για μια ολόκληρη ζωή; Πού ήταν, για παράδειγμα, εκείνη ή ιστορία με το λεωφορείο που τόσο τη φόβιζε;
Και κάποτε εκείνη ή στιγμή ήρθε. Η Σάλλυ μπήκε στο γραφείο μου κρατώντας ένα ντοσιέ. «Ορίστε το διήγημα. Το διαβάζεις, σε παρακαλώ;»
Άνοιξα το ντοσιέ. Είχε μέσα τις πέντε κόλλες στις όποιες -ήταν γραμμένο το διήγημα πού είχε τίτλο « Διαδρομές με το λεωφορείο ». Ήταν η απλά δοσμένη ιστορία ενός κοριτσιού που είχε ταραχτεί τρομερά από έναν τσακωμό που είχε με τους γονείς της και από τα πειράγματα μερικών βάναυσων συμμαθητών της. Αποφασίζει να το σκάσει την υπόλοιπη μέρα απ’ το σχολείο και για πρώτη φορά σκέφτεται σοβαρά την αυτοκτονία. Είναι μια παγωμένη μέρα του χειμώνα, το κρύο δεν τής επιτρέπει να γυρίσει σπίτι με τα πόδια, γιατί είναι μία ώρα περπάτημα, αλλά δεν έχει λεφτά για να πάρει το λεωφορείο. Το γραφείο τού πατέρα της είναι εκεί κοντά, αλλά επειδή εκείνος την προηγούμενη μέρα είχε αρνηθεί να πάρει το μέρος της σε μια έντονη σύγκρουση που είχε το κορίτσι ανεβαίνει στο λεωφορείο και δείχνει στον οδηγό τις άδειες τσέπες της. Ο οδηγός έχει αρχικά την πρόθεση να της αρνηθεί, αλλά βλέποντας τη να τρέμει απ’ το κρύο της κάνει τελικά νόημα να μπει. Το κορίτσι κάθεται στην τελευταία σειρά και κλαίει σιγανά σε όλη τη διαδρομή. Στο τέρμα της γραμμής όλοι οι επιβάτες κατεβαίνουν κι ο οδηγός σβήνει τη μηχανή. Ετοιμάζεται να κατέβει απ’ το λεωφορείο για τα δέκα λεπτά διάλειμμα που διαθέτει για καφέ, όταν βλέπει το κορίτσι να κλαίει μ’ αναφιλητά και τη ρωτά γιατί δεν κατέβηκε. Εκείνη του απαντά πως μένει στο άλλο άκρο της γραμμής, κι έτσι εκείνος όχι μόνο την αφήνει να μείνει μέσα στο λεωφορείο, άλλα την κερνάει και μια κόκα κόλα και την προσκαλεί να καθίσει μπροστά, στην πλαϊνή του θέση κοντά στο καλοριφέρ. Την υπόλοιπη μέρα κορίτσι και οδηγός πηγαινοέρχονται μαζί στη διαδρομή του λεωφορείου.
Σήκωσα τα μάτια μου απ’ το χαρτί. « Αυτή είναι η σκοτεινή Ιστορία που σε τρόμαζε τόσο πολύ;»
«Όχι, εκείνη δεν τη βρήκα, όσο κι αν έψαξα».
« Κι αυτή εδώ τι είναι;»
«Την έγραψα χθες».
Είχα μείνει άφωνος. Καθίσαμε για λίγο σιωπηλοί, ώσπου είπα: « Ξέρεις τί σκεφτόμουν; Θυμάσαι τί σου είπα πριν από λίγες εβδομάδες, όταν συνειδητοποίησες ότι οι γονείς σου δεν σου στερούσαν την αγάπη τους από σκληρότητα, αλλά ότι απλώς δεν είχαν να δώσουν;»
« Το θυμάμαι πεντακάθαρα. Μου είπες μάλιστα ότι πρέπει να το πάρω απόφαση πως το παρελθόν μου δεν θα γίνει καλύτερο. Αυτή η φράση μου έμεινε κι από τότε τη στριφογυρίζω στο μυαλό μου. Δεν μου άρεσε, άλλα με βοήθησε. Μ’ έκανε να ξεπεράσω ένα δύσκολο σημείο ».
« Η παραίτηση από την ελπίδα ότι το παρελθόν μας θα γίνει καλύτερο έχει πολύ ισχυρή επίδραση. Την έχω πει πολλές φορές για να βοηθήσω θεραπευόμενούς μου αλλά μ’ έχει βοηθήσει κι εμένα προσωπικά. Σήμερα όμως, σ’ αυτό το διήγημα », είπα και της το έδωσα πίσω,« εσύ της έδωσες μια δημιουργική και απρόσμενη τροπή. Εσύ δεν παραιτήθηκες από την ελπίδα για ένα καλύτερο παρελθόν. Έφτιαξες για σένα ένα καινούργιο παρελθόν. Πολύ εντυπωσιακό αυτό που έκανες ».
Η Σάλλυ έχωσε πάλι το διήγημα στο χαρτοφύλακα της, με κοίταξε, χαμογέλασε και μου έκανε ένα από τα ωραιότερα κομπλιμέντα που μου έχουν κάνει ποτέ: « Δεν είναι και τόσο δύσκολο, αν είναι τόσο καλός ο οδηγός τού λεωφορείου σου».
Μέρος Α’: https://www.lecturesbureau.gr/1/and-if-you-do-not-like-your-past-change-it-part-a-1632a/
IRVIN D. YALOM
ΠΛΑΣΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ
ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ