
18 Ιούν ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΤΙ ΕΧΕΙ ΚΑΝΕΙΣ (Α.SCHOPENHAUER) | Μέρος Α’
Ορθά και όμορφα διαίρεσε ο μέγας διδάσκαλος περί της ευδαιμονίας Επίκουρος τις ανθρώπινες ανάγκες σε τρεις κατηγορίες.
Πρώτον, στις φυσικές και αδήριτες: πρόκειται για εκείνες που, όταν δεν ικανοποιηθούν, προκαλούν πόνο· εδώ, συνεπώς, συγκαταλέγονται μόνο victus et amictus [τροφή κι ένδυση].
Δεύτερον, στις φυσικές αλλά όχι στις αδήριτες: πρόκειται για την ανάγκη ικανοποίησης της γενετήσιας ορμής, αν και ο Επίκουρος – σύμφωνα με την έκθεση της διδασκαλίας του από τον Διογένη Λαέρτιο – δεν το διατυπώνει ρητά (την διδασκαλία του, παρεμπιπτόντως, την παρουσιάζω συνολικά κάπως τροποποιημένη και λειασμένη)· η ανάγκη αυτή ικανοποιείται ήδη δυσκολότερα απ’ ότι οι πρωταναφερθείσες.
Τρίτον, στις ούτε φυσικές ούτε αδήριτες: πρόκειται για τις ανάγκες της πολυτέλειας, της αφθονίας, της επίδειξης και του μεγαλείου· τούτες δεν έχουν πέρας, η δε ικανοποίησή τους είναι πολύ δύσκολη.
Τα όρια των εύλογων επιθυμιών μας που αφορούν στην κτήση είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να καθορισθούν, καθώς η ικανοποίηση του κάθε ανθρώπου απ’ αυτή την άποψη εξαρτάται όχι από ένα απόλυτο, αλλά ένα σχετικό μέγεθος, από την σχέση δηλ. των απαιτήσεών του και της περιουσίας του, ούτως ώστε η τελευταία, θεωρούμενη μεμονωμένη, είναι τόσο κενή νοήματος όσο και ο αριθμητής ενός κλάσματος χωρίς τον παρονομαστή. Ένας άνθρωπος δεν στερείται καθόλου τα αγαθά εκείνα τα οποία δεν του έχει περάσει καν από το μυαλό η αξίωση να τα αποκτήσει, αλλά είναι, και χωρίς αυτά ικανοποιημένος. Ένας άλλος, αντίθετα, ο οποίος κατέχει τα εκατονταπλάσια απ’ αυτόν, νιώθει δυστυχής επειδή στερείται ένα και μόνον αγαθό το οποίο έχει την αξίωσή να κατέχει.
Ο καθένας έχει, και απ’ αυτήν την άποψη, έναν δικό του ορίζοντα του τι είναι γι’ αυτόν δυνητικά εφικτό και οι αξιώσεις του εκτείνονται μέχρι τα όρια του ορίζοντα αυτού. Όποτε ένα αντικείμενο ευρισκόμενο εντός του ορίζοντα αυτού του παρουσιάζεται κατά κάποιο τρόπο ώστε να ευελπιστεί ότι θα το αποκτήσει, τότε νιώθει ευτυχής· δυστυχής, αντίθετα, νιώθει όποτε δυσκολίες που εμφανίζονται του στερούν αυτή την προοπτική. Ό,τι βρίσκεται εκτός του οπτικού αυτού πεδίου δεν ασκεί καμία επίδραση επάνω του. Ως εκ τούτου, η μεγάλη περιουσία των πλουσίων δεν προκαλεί ανησυχία στον φτωχό· κι από την άλλη πλευρά, ο πλούσιος, όταν αποτύχει στις επιδιώξεις του, δεν βρίσκει παρηγοριά στα πλείστα όσα κατέχει.
Το γεγονός ότι,μετά την απώλεια πλούτου ή ευκαταστασίας και μόλις ξεπερασθεί η αρχική οδύνη, η συνήθης μας διάθεση δεν διαφέρει κατά πολύ από την προ της απώλειας οφείλεται στο ότι, αφότου η μοίρα σμίκρυνε τον παράγοντα της περιουσίας μας, μειώνουμε τώρα κι εμείς οι ίδιοι δραστικά τον παράγοντα των αξιώσεων μας. Η προσαρμογή αυτή είναι το πραγματικά επώδυνο στην περίπτωση ενός δεινού· όταν, όμως, πλέον ολοκληρωθεί, τότε ο πόνος υποχωρεί, μέχρι που, εντέλει, παύει να γίνεται αισθητός: η πληγή επουλώνεται. Στην περίπτωση, αντίθετα, ενός ευτυχούς συμβάντος, ο συμπιεστής των αξιώσεών μας μετατίθεται σε υψηλότερο σημείο, ώστε οι ίδιες οι αξιώσεις μας διογκώνονται: εδώ ακριβώς έγκειται η χαρά. Τούτη, όμως,δεν διαρκεί περισσότερο από την διαδικασία ολοκλήρωσης αυτής της προσαρμογής, μέχρις ότου δηλ. συνηθίσουμε στον αυξημένο βαθμό αξιώσεων και καταστούμε αδιάφοροι για το μέγεθος της περιουσίας που τού αντιστοιχεί.
Στους ανθρώπους επιρρίπτεται συχνά η μορφή ότι η επιθυμία τους είναι κυρίως εστραμμένη στο χρήμα και ότι αγαπούν τούτο περισσότερο από κάθε τι άλλο. Εντούτοις, είναι φυσικό, μάλιστα προφανώς αναπόφευκτο ν’ αγαπούν το χρήμα, το οποίο – ωσάν ακαταπόνητος Πρωτέας – είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να μεταμορφωθεί στο εκάστοτε αντικείμενο των τόσο μεταβαλλόμενων επιθυμιών μας και των πολυσχιδών αναγκών μας. Κάθε άλλο αγαθό ικανοποιεί μια μόνον επιθυμία, μια μόνον ανάγκη: οι τροφές είναι καλές μόνο για τον πεινασμένο, το κρασί μόνο για τον υγιή, τα φάρμακα μόνο για τον ασθενή, μια γούνα μόνο για τον χειμώνα, οι γυναίκες μόνο για την νιότη κ.λ.π.
Όλα τούτα είναι συνεπώς απλώς αγαθά προς τι*, αγαθά δηλ. σε σχέση με κάτι άλλο. Μόνο το χρήμα είναι το αγαθό κατ’ απόλυτη έννοια καθώς δεν αντιστοιχεί σε μία ανάγκη in concreto [συγκεκριμένα], αλλά στην ανάγκη όλως, in abstracto [αφηρημένα].
Άνθρωποι που δεν έχουν κληρονομήσει κάποια περιουσία, εντέλει, όμως, καταφέρνουν χάρη στα ταλέντα τους, όποιας φύσεως κι αν είναι αυτά, να πορίζονται πολλά χρήματα, υποκύπτουν σχεδόν πάντα στην ψευδαίσθηση ότι το ταλέντο τους είναι το πάγιο κεφάλαιο κι άρα τα χρήματα που αποκτούν χάρη σ’ αυτό οι τόκοι. Έτσι, δεν αποταμιεύουν ένα μέρος των αποκτηθέντων προκειμένου να συσσωρεύσουν ένα πάγιο κεφάλαιο, αλλά ξοδεύουν όλα όσα κερδίζουν. Για τον λόγο όμως αυτό, περιέχονται ως επί το πλείστον σε φτώχεια όταν η απόκτηση χρημάτων επιβραδύνεται ή σταματά εντελώς, είτε επειδή το ταλέντο τους, όντας εφήμερου χαρακτήρα, εξαντλήθηκε, όπως λ.χ. το ταλέντο σ’ όλες τις καλές τέχνες, είτε, επίσης, επειδή το ταλέντο τους κατάφερνε να επιβάλλεται χάρη σε συγκεκριμένες περιστάσεις και συγκυρίες, οι οποίες έχουν τώρα πλέον πάψει να υφίστανται.
Ως εκ τούτου όμως, τα όσα κερδίζουν πρέπει να γίνουν το κεφάλαιό τους, ενώ αυτοί, κατά τρόπο αλαζονικό, τα θεωρούν ως απλούς τόκους και οδεύουν, έτσι, ταχέως προς τον όλεθρο.
Άνθρωποι, αντίθετα, που κατέχουν κληρονομημένη περιουσία μαθαίνουν σύντομα να διαχωρίζουν, τουλάχιστον, ποιο είναι το κεφάλαιο και ποιοι οι τόκοι. Έτσι, οι περισσότεροι απ’ αυτούς καταβάλλουν προσπάθεια να διασφαλίσουν το κεφάλαιο, μη πειράζοντάς το, και μάλιστα, ει δυνατόν, αποταμιεύοντας ένα τουλάχιστον όγδοο των τόκων, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν έναν ενδεχόμενο μελλοντικό περιορισμό των αποδόσεων. Για τον λόγο αυτό, καταφέρνουν συνήθως να διατηρούν την οικονομική τους ευμάρεια.
Μέρος Β’: http://www.lecturesbureau.gr/1/about-what-you-have-1340/
ΑΦΟΡΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Arthur Schopenhauer
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΡΟΕΣ
Εικόνα: http://terrapapers.com/lathe-viosas-epikouros/