fbpx

Περί δόξας και Περί ματαιότητας (Michel de Montaigne) | Μέρος Α’

Περί δόξας και Περί ματαιότητας (Michel de Montaigne) | Μέρος Α’

Είμαστε όλοι μας κούφιοι και άδειοι: δεν πρέπει να γεμίζουμε το κενό μας με αέρα και λέξεις· μας χρειάζεται μια πιο σταθερή ουσία για να βελτιωθούμε. Ένας πεινασμένος άνθρωπος θα ήταν αφελής αν αναζητούσε ένα ωραίο ρούχο αντί για ένα καλό γεύμα: πρέπει να επιδιώκουμε το άμεσα αναγκαίο.
Μας λείπουν βασικά προτερήματα, όπως η εσωτερική ομορφιά, η υγεία, η σοφία, η αρετή και άλλα παρόμοια, τα εξωτερικά στολίδια θα αναζητηθούν αφού θα έχουμε εξοπλιστεί με τα αναγκαία.

Ο Χρύσιππος και ο Διογένης υπήρξαν πρώτοι που επινόησαν την περιφρόνηση της δόξας και παρέμειναν οι πιο σταθεροί οπαδοί της· και ανάμεσα από όλες τις ηδονές μας, έλεγαν ότι δεν υπάρχει καμία πιο επικίνδυνη και προς αποφυγή από αυτήν που προέρχεται από την επιδοκιμασία του άλλου.

Πράγματι, η εμπειρία μας δείχνει ότι πολλές προδοσίες είναι ιδιαίτερα επιζήμιες. Δεν υπάρχει τίποτα που να δηλητηριάζει τόσο τους πρίγκιπες όσο η κολακεία, ούτε κάτι που να εξασφαλίζει στους κακούς πιο εύκολα την αξιοπιστία του περίγυρού τους· και καμιά εκμετάλλευση δεν είναι τόσο ικανή και τόσο συνηθισμένη για να καταστρέφει την αγνότητα των γυναικών όσο το να τις τρέφεις και να τις συντηρείς με επαίνους.
Η πρώτη μορφή γοητείας που χρησιμοποιούν οι Σειρήνες για να εξαπατήσουν τον Οδυσσέα είναι αυτού του είδους
Έλα, Οδυσσέα ξακουστέ,
των Αχαιών καμάρι
(Όμηρος)

Αυτοί οι φιλόσοφοι έλεγαν ότι όλη η δόξα του κόσμου δεν άξιζε ένας λογικός άνθρωπος να απλώσει ούτε καν το δάχτυλό του για να την αποκτήσει.

Μια δόξα, όσο μεγάλη κι αν τη θεωρήσετε, τι άλλο
θα μπορούσε να είναι εκτός από μόνο δόξα;
(ΓΙΟΥΒΕΝΑΛΗΣ)

Και μιλάω αποκλειστικά γι’ αυτή, γιατί συχνά η δόξα αποφέρει πολλά για τα οποία μπορεί να γίνεται επιθυμητή. Μας κάνει να κερδίζουμε την ευμένεια του κόσμου· μας εκθέτει λιγότερο στην αδικία και στις προσβολές των άλλων και άλλα παρόμοια.

Ήταν επίσης από τις βασικές απόψεις του Επίκουρου, γιατί αυτή η αρχή της φιλοσοφίας του:
ΚΡΥΨΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΟΥ (ΛΑΘΕ ΒΙΩΣΑΣ) που απαγορεύει στους ανθρώπους να επιφορτίζονται με δημόσια καθήκοντα και υποθέσεις, προϋποθέτει επίσης απαραίτητα ότι περιφρονούμε τη δόξα, δηλαδή την επιδοκιμασία του κόσμου για τις πράξεις που επιδεικνύουμε. Εκείνος που μας προστάζει να κρυβόμαστε και να νοιαζόμαστε μόνο για τον εαυτό μας και που δεν θέλει να μας γνωρίζουν οι άλλοι, θέλει ακόμη λιγότερο να μας τιμούν και να μας δοξάζουν. Συμβουλεύει γι’ αυτό τον Ιδομενέα να μη λειτουργεί σύμφωνα με την κοινή γνώμη ή αντίληψη, εκτός και αν είναι για να αποφύγει ενδεχόμενη βλάβη, που η περιφρόνηση των ανθρώπων θα μπορούσε να του προκαλέσει.

Αυτές οι απόψεις είναι πέρα για πέρα αληθινές, κατά τη γνώμη μου, και λογικές. Όμως, δεν ξέρω πως, είμαστε από τη φύση μας διπλοί, πράγμα που μας κάνει αυτό που πιστεύουμε να μην το πιστεύουμε, και να μην μπορούμε να απαλλαχθούμε από αυτό που καταδικάζουμε.
Ας δούμε τα τελευταία λόγια του Επίκουρου, αυτά που είπε λίγο πριν πεθάνει, είναι μεγάλα και αντάξια ενός τέτοιου φιλοσόφου, δείχνουν ωστόσο ότι επιζητούσε την υστεροφημία του και αποτυπώνουν εκείνη τη στάση που είχε αποδοκιμάσει με τις διδαχές του. Ιδού μια επιστολή που υπαγόρευσε λίγο πριν την τελευταία του πνοή:

ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ ΠΡΟΣ ΕΡΜΑΧΟΝ, ΧΑΙΡΕ
Την τελευταία ευδαίμονα ημέρα της ζωής μου, γράφω ετούτο εδώ το γράμμα, υποφέροντας εντούτοις από τέτοιο πόνο στην κύστη και στα έντερα, που μεγαλύτερος δεν γίνεται. Αλλά ο πόνος αντισταθμίζεται από την ευχαρίστηση που γεμίζει την ψυχή μου η ανάμνηση των επινοήσεων και των λόγων μου.
Όμως εσύ, όπως απαιτεί η αφοσίωση που έδειχνες από τα παιδικά σου χρόνια προς εμένα και τη φιλοσοφία, ασχολήσου με την προστασία των παιδιών του Μετρόδωρου.

Αυτή είναι η επιστολή του. Και εκείνο που με κάνει να ερμηνεύω ότι η ευχαρίστηση που αναφέρει ότι αισθανόταν στην ψυχή του από τις επινοήσεις του αφορά κατά κάποιο τρόπο τη φήμη που ήλπιζε να αποκτήσει μετά τον θάνατό του είναι η εντολή της διαθήκης του, με την οποία θέλει ο Αμινόμαχος και ο Τιμοκράτης, οι κληρονόμοι του, να προσφέρουν, για τον εορτασμό των γενεθλίων του, κάθε Ιανουάριο, το ποσό που θα πρόσταζε ο Έρμαχος, καθώς επίσης και για τη δαπάνη, την εικοστή μέρα κάθε σελήνης, για την περιποίηση των φίλων του φιλοσόφων, οι οποίοι θα συγκεντρώνονταν προς τιμήν της μνήμης της δικής του και του Μετρόδωρου.

 

 

Μέρος Β’: http://www.lecturesbureau.gr/1/glory-and-vanity-part-b-1070/

Μέρος Γ’: http://www.lecturesbureau.gr/1/glory-and-vanity-part-c-1071/

 

Περί δόξας
και
Περί ματαιότητας

Michel de Montaigne

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΠΑΖΗΣΗ
Εικόνα: https://www.pinterest.se/pin/472103973428124070/



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram