
04 Δεκ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗ ΔΑΝΕΙΖΕΣΘΑΙ (Πλούταρχος) | Μέρος Β’
Ενώ δεν μπορείς να σηκώσεις τη φτώχεια σου, φορτώνεσαι και από πάνω τον δανειστή, φορτίο δυσβάστακτο και για τον πλούσιο. Και πώς θα ζήσω; Αυτό ρωτάς, τη στιγμή που έχεις χέρια, πόδια, φωνή, που είσαι άνθρωπος, ο οποίος μπορεί ν’ αγαπά και ν’ αγαπιέται, να ευεργετεί και να οφείλει ευγνωμοσύνη; Δίδαξε γράμματα, γίνε παιδαγωγός, γίνε θυρωρός, δούλεψε ως ναυτικός ή βαρκάρης. Τίποτα από αυτά δεν είναι πιο εξευτελιστικό ή πιο στενάχωρο από το ν’ ακούς να σου λένε «Εξόφλησε το χρέος σου».
Τα χελιδόνια δεν δανείζονται ούτε τα μυρμήγκια, αυτά μάλιστα που η φύση δεν τους έδωσε χέρια, λόγο ή τέχνη · οι άνθρωποι όμως, με την υπερέχουσα λογική τους, τρέφουν κοντά τους από την επινοητικότητά τους άλογα, σκύλους, πέρδικες, λαγούς, καλιακούδες. Γιατί λοιπόν καταδικάζεις τον εαυτό σου ως λιγότερο πειστικό από καλιακούδα, περισσότερο άλαλο από πέρδικα, λιγότερο ευγενή από σκύλο, ‘ώστε να μην μπορείς να βοηθηθείς από κανέναν άνθρωπο, ακολουθώντας τον, ψυχαγωγώντας τον, φυλάγοντας τον, υπερασπίζοντας τον; Δεν βλέπεις ποσά πολλά πράγματα προσφέρει η γη και η θάλασσα;
Είδα, λοιπόν, τον Μίκκυλο,
λέει ο Κράτης,
να ξαίνει έρια και τη γυναίκα του να ξαίνει μαζί του
προσπαθώντας με τον σκληρό αγώνα τους την πείνα να γλιτώσουν.
Ο βασιλιάς Αντίγονος, επίσης, είδε κάποτε στην Αθήνα τον Κλεάνθη, καιρό μετά την προηγούμενη συνάντησή τους, και τον ρώτησε: «Αλέθεις ακόμα, Κλεάνθη;» «Αλέθω, βασιλιά», του απάντησε κείνος, «και το κάνω για να μη χάσω τη διδασκαλία του Ζήνωνα και τη φιλοσοφία». Πόσο σπουδαίο πνεύμα είχε ο άνθρωπος, που ερχόταν από τον μύλο και τη σκάφη και με το χέρι που άλεθε το αλεύρι κι έψηνε το ψωμί έγραφε για τους θεούς, για τη σελήνη, για τα άστρα και για τον ήλιο! Εμείς, όμως, θεωρούμε ότι τέτοιες εργασίες είναι για δούλους. Συνεπώς, για να μείνουμε ελεύθεροι, αφού δανειστήκαμε, κολακεύουμε ανθρώπους που κλείνουν σπίτια, τους περιστοιχίζουμε, τους κάνουμε τραπέζια, γινόμαστε δώρου και φόρου υποτελείς τους, όχι από τη φτώχεια μας —κανένας δεν δανείζει φτωχούς— αλλά από την υπερβολική σπατάλη μας. Αν, βέβαια, αρκούμαστε στα απαραίτητα για την επιβίωση, δεν θα υπήρχε η φυλή των δανειστών, όπως δεν υπάρχει των Κενταύρων και των Γοργόνων. Η τρυφηλότητα όμως δημιουργεί δανειστές εξίσου όπως χρυσοχόους, αργυροχόους, μυροποιούς και βαφείς ζωηρών χρωμάτων. Δεν έχουμε, δηλαδή να πληρώσουμε χρέη για το ψωμί μας ή για το κρασί μας αλλά για γαιοκτησίες, για δούλους, για μουλάρια, για αίθουσες δείπνου και για τραπέζια και για τις έκλυτες χορηγίες που αναλαμβάνουμε στις πόλεις, με τις οποίες διεκδικούμε ανώφελες και αχάριστες τιμές. Όποιος μια φορά εμπλακεί, παραμένει ισοβίως οφειλέτης, αλλάζοντας τον ένα μετά τον άλλο τους αναβάτες, όπως το άλογο που του φορέσανε χαλινάρι.
«Ο ένας τον παραλαβαίνει από τον άλλο», τοκιστής ή χρηματιστής, πρώτα Κορίνθιος, μετά Πατρεύς, μετά Αθηναίος, ώσπου, χτυπημένος ολόγυρα απ’ όλους, να διαλυθεί και να κατακερματιστεί σε τόκους. Όπως, δηλαδή, αυτός που έπεσε στη λάσπη πρέπει ή να σηκωθεί ή να μείνει εκεί, αλλά όποιος στριφογυρίζει και κυλιέται λερώνει το υγρό και μουσκεμένο σώμα ακόμα περισσότερο, έτσι και στις μεταβιβάσεις και μεταβολές των δανείων, με το ν’ αναλαμβάνουν πρόσθετες πληρωμές τόκων και με το να τις προσθέτουν πάνω τους βαρύνονται όλο και περισσότερο, και δεν διαφέρουν καθόλου από τους χολερικούς, οι οποίοι δεν δέχονται τη θεραπεία και αποβάλλουν το φάρμακο που ορίστηκε να πάρουν, ενώ μετά μαζεύουν μέσα τους περισσότερη χολή. Και τούτοι λοιπόν οι οφειλέτες δεν θέλουν να καθαρθούν, και πάντοτε, σε όλες τις εποχές του χρόνου, πληρώνουν με οδύνη και σπαραγμό τους τόκους μέχρις ότου άλλοι τόκοι κυλούν πάλι και τους πιέζουν, οπότε και πάλι ζαλίζονται και πονοκεφαλιάζουν. Αυτό που πρέπει να κάνουν είναι ν’ απαλλαγούν από τα χρέη και να γίνουν υγιείς κι ελεύθεροι.
Άκου την ιστορία για τους γύπες- ο ένας έκανε εμετό κι έλεγε πως ξέρασε τα σπλάχνα, οπότε ο άλλος πλάι του είπε: «Πού είναι το κακό; Δεν ξέρασες τα δικά σου σπλάχνα, αλλά του πεθαμένου που κατασπαράξαμε πριν λίγο». Έτσι κάθε οφειλέτης δεν πουλάει το δικό του χωράφι ούτε το δικό του σπίτι, αλλά του δανειστή του, τον οποίο έκανε, σύμφωνα με τον νόμο, ιδιοκτήτη του.» «Όχι, μα τον Δία», απαντά, «τον αγρό τούτο μου τον άφησε ο πατέρας μου». Και την ελευθερία, όμως, και τα πολίτικά σου δικαιώματα ο πατέρας σου στ’ άφησε και τούτα έπρεπε να έχουν περισσότερη σημασία για σένα.
Τι δηλαδή; Δεν πέφτει σε καταιγίδα ο οφειλέτης όταν έρχεται κατά καιρούς ο δανειστής και του λέει: “Εξόφλησε το χρέος σου”;
Καθώς τόκοι κυλούσαν πάνω σε τόκους ο οφειλέτης κατακυριευμένος συνεχίζει να τους κρατάει καθώς τον βαραίνουν, μη μπορώντας να κολυμπήσει μακριά τους και να ξεφύγει- τον τραβούν όμως στον βυθό και χάνεται μαζί με τους φίλους του που εγγυήθηκαν για κείνον. Ο Θηβαίος Κράτης, χωρίς να υπάρχουν εις βάρος του απαιτήσεις πληρωμής και χωρίς να είναι οφειλέτης, γιατί οι περιουσιακές διαχειρίσεις με τις φροντίδες και τους περισπασμούς που είχαν δεν του ήταν αρεστά, εγκατέλειψε περιουσία οκτώ ταλάντων, πήρε τον τρίβωνα και το σακούλι του και βρήκε καταφύγιο στη φιλοσοφία και στη φτώχεια. Ο Αναξαγόρας επίσης άφησε τα χωράφια του να γίνουν βοσκότοποι. Γιατί, όμως, ν’ αναφερόμαστε σε τούτους, τη στιγμή που ο λυρικός ποιητής Φιλόξενος, μετέχοντας στη διανομή της γης σε κάποια Σικελική αποικία, που του εξασφάλιζε μεγάλη ευπορία στη ζωή και στο σπίτι του, βλέποντας την τρυφηλότητα, την ηδυπάθεια και την απαιδευσία που επικρατούσαν εκεί, είπε: «Μα τους θεούς, δεν θα με καταστρέφουν εμένα αυτά τα αγαθά, αλλά εγώ αυτά»- άφησε λοιπόν τον κλήρο του σε άλλους κι έφυγε από το νησί. Οι οφειλέτες, όμως, ανέχονται να τους απαιτούν πληρωμές, να τους επιβάλλουν δασμούς, να τους κάνουν δούλους, να τους εξαπατούν· υπομένουν, όπως ο Φινεύς, να τρέφουν τις φτερωτές Αρπυίες, οι οποίες μεταφέρουν την τροφή τους και την καταβροχθίζουν.
Μέρος Α’: http://www.lecturesbureau.gr/1/you-do-not-loan-plutarch-part-a-1055a/
ΗΘΙΚΑ ΤΟΜΟΣ 20
ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗ ΔΕΙΝ ΔΑΝΕΙΖΕΣΘΑΙ
ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ