20 Φεβ “Αυτό που συμβαίνει τώρα, να ξέρεις ότι θα το θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή.” (ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ)
Απόσπασμα από το βιβλίο του Δημήτρη Νανόπουλου “Στον τρίτο βράχο από τον Ήλιο”
Ο πατέρας μου, λόγω του πτυχίου που είχε από τη γαλακτοκομική σχολή, κατάφερε, μετά τον πόλεμο, να πιάσει δουλειά στο γαλακτοκομείο του Ευαγγελισμού. Όταν ήρθε από τα Γιάννενα στην Αθήνα, δεν είχε κανέναν συγγενή ώστε να στηριχθεί. Όμως σε αυτή την πρώτη περίοδο της ζωής του στην πρωτεύουσα, τον βοήθησε πάρα πολύ ένας φίλος του, ο Κώστας Τάνες, ο οποίος έγινε και νονός μου. Μόλις παντρεύτηκαν οι γονείς μου, ο Τάνες τούς παραχώρησε ένα οικογενειακό κτήμα με ένα ακατοίκητο σπίτι που είχε στο Χαρβάτι. Ήταν ένα παλιό, μεγάλο τετράγωνο αρχοντικό, ολόιδιο με εκείνα στην ταινία 1900 του Μπερτολούτσι. Αντίθετα από τον πατέρα μου, η μάνα μου είχε συγγενείς στην Αθήνα αλλά, εξαιτίας της απομακρυσμένης περιοχής που βρισκόταν το σπίτι μας, δεν μπορούσε να έχει συχνές επαφές μαζί τους.
Τον περισσότερο καιρό λοιπόν, στο Χαρβάτι ζούσαμε αναγκαστικά χωρίς ιδιαίτερες συναναστροφές. Μείναμε εκεί μέχρι που έγινα περίπου δέκα ετών. Σε αυτό το σπίτι που όμοιό του δεν υπήρχε στην περιοχή, και σε ολόκληρο τον κόσμο όπως φανταζόμουν εγώ, δεν σημειώθηκε ποτέ μεταξύ των ενοίκων του ο παραμικρός καβγάς. Μερικές φορές σήμερα περνάω απέξω από απλή νοσταλγία και βλέπω τον περιστερώνα που στέκει ακόμα όρθιος − όπως και τη στέρνα στη μέση του κτήματος. Αυτήν τη στέρνα, με τα παιδικά μάτια που όλα τα μεγεθύνουν, τότε την έβλεπα σαν μεγάλη λίμνη· και καθώς δεν υπήρχε γειτονιά τριγύρω και το κτήμα ήταν όλο περιφραγμένο και μονάχα εκεί μέσα έπαιζα, αυτός ήταν ο κόσμος μου, το σύμπαν μου ολόκληρο. Ο πλανήτης Γη δεν ήταν στρογγυλός για μένα. Ήταν ένα μεγάλο τετράγωνο κτήμα.
Κάπου κάπου έρχονταν για επίσκεψη μερικοί συγγενείς, αλλά την εποχή εκείνη ήταν τόσο μακρινή και δύσκολη η διαδρομή μέχρι το Χαρβάτι, ώστε αυτό συνέβαινε σπάνια. Καθώς δε οι συγγενείς αυτοί δεν έπαιξαν κανέναν ρόλο στη ζωή μου, τους θυμάμαι περισσότερο σαν οικείες σκιές…
Από την πρώτη τάξη του δημοτικού ήθελα συνέχεια να μελετάω. Μάλιστα, ζητούσα από τον πατέρα μου να μου βάζει, σε ένα τετράδιο που είχα, αριθμητικές ασκήσεις, κυρίως διαιρέσεις. Είχα πάθος με τις διαιρέσεις. Εκείνος έκανε κάτι υπέροχο: πήρε ένα ξύλινο θρανίο που ήταν πεταμένο έξω από το σχολείο μας, το επιδιόρθωσε και το έβαλε στον χώρο όπου έκανε μικροεπισκευές για το σπίτι. Ενώ αυτός δούλευε, εγώ καθόμουν σ’ εκείνο το θρανίο και έλυνα τις ασκήσεις που μου έβαζε. Η χαρά μου που έλυνα ασκήσεις αριθμητικής έκανε τους ήχους των εργαλείων του χαλαρωτική μουσική στ’ αυτιά μου. Ίσως γι’ αυτό μέχρι σήμερα δουλεύω ακούγοντας μουσική…
Με αφορμή αυτό το γεγονός, και ξανακοιτάζοντας πίσω την παιδική μου ηλικία, νομίζω ότι η συμπεριφορά και των δυο γονιών μου όταν ήμουν μικρός δεν επέτρεψε να νιώσω ένα βαθιά δυσάρεστο συναίσθημα που προκύπτει σε κάποια παιδιά όταν από πολύ μικρή ηλικία καταλαβαίνουν πως είναι πιο έξυπνα από τους γονείς τους.
O Kurt Godel, που άλλαξε τα μαθηματικά με τα “θεωρήματα της μη πληρότητας”, έχει πει: “Αισθάνθηκα πολύ άσχημα όταν στα επτά μου χρόνια κατάλαβα ότι ήμουν πιο έξυπνος από τους γονείς μου”.
Από την παιδική μου ζωή στο Χαρβάτι έχει καταγραφεί πολύ έντονα στην ψυχή και στο μυαλό, μια συγκεκριμένη σκηνή, η οποία έρχεται συχνά μπροστά στα μάτια μου ολοζώντανη μέχρι και σήμερα. Πρέπει να ήμουν περίπου εννέα χρονών, όταν ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα καθόμουν στο κεφαλόσκαλο της εξωτερικής σκάλας του σπιτιού – μια ξύλινη σκάλα με ωραία κουπαστή. Την είχα πιάσει με τα δυο μου χέρια και ακουμπούσα πάνω της το μέτωπό μου. Ήταν ένα γλυκό απόγευμα με ήλιο, και παρατηρούσα τη μάνα μου, που καθόταν έξω, στο κάτω μέρος του σπιτιού. Ξαφνικά, γυρίζει και κοιταζόμαστε. Θυμάμαι ακόμη και σήμερα τη μορφή της, θυμάμαι το φόρεμα που φορούσε –ένα μπεζ με μεγάλα κόκκινα τριαντάφυλλα–, θυμάμαι τη γλυκύτητα με την οποία με κοίταζε, θυμάμαι την ξαφνική ευτυχία που μου μετέδωσε αυτή η εικόνα, και ότι σκέφτηκα με βεβαιότητα: «Αυτό που συμβαίνει τώρα, να ξέρεις ότι θα το θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή».
Στη διάρκεια των δέκα πρώτων χρόνων της ζωής μου δεν έκανα ιδιαίτερη παρέα με άλλα παιδιά, αφού δεν υπήρχε κάποιου είδους γειτονιά γύρω από το κτήμα μας. Εξαίρεση ήταν –πέρα από τις σπάνιες επισκέψεις των συγγενών μας που έμεναν στη Δάφνη− η συναναστροφή μου με τους συμμαθητές μου στο σχολείο. Η αναγκαστική μοναξιά μου είχε μια αρνητική αλλά, ευτυχώς, και μια θετική πλευρά. Από τη μια έπαιζα μόνος μου και αισθανόμουν απομονωμένος· από την άλλη, όμως, απέκτησα μεγάλη εσωτερική δύναμη, αφού έπρεπε να αντιμετωπίζω τον εαυτό μου και όχι κάποιο άλλο παιδί με το οποίο θα έπαιζα, θα τσακωνόμασταν και καμιά φορά θα χτυπιόμασταν όπως κάνουν τα παιδιά. Αυτού του είδους η παιδική ηλικία μού δημιούργησε μια μεγάλη εσωστρέφεια και μια βαθιά ανάγκη για μοναχικότητα, την οποία διατηρώ ακόμα και σήμερα.
Μια άλλη εικόνα, ή μάλλον περιστατικό, της παιδικής μου ηλικίας, που το θυμάμαι μέχρι σήμερα, συνέβη ένα βράδυ του 1958, λίγο πριν αφήσουμε το Χαρβάτι για να μετακομίσουμε στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν ένα βροχερό χειμωνιάτικο βράδυ, και καθόμουν πίσω από ένα παράθυρο του σπιτιού μας που έβλεπε στην μπροστινή πλευρά του κτήματος. Παρατηρούσα τα φώτα που είχαν ανάψει στα σπίτια τα οποία βρίσκονταν στο βάθος, που όμως ήταν τα πιο κοντινά μας. Τότε χρησιμοποιούσαμε ακόμα λάμπες πετρελαίου. Ξαφνικά άρχισε να χτυπάει η καμπάνα της εκκλησίας, είτε για να σημάνει την ώρα είτε γιατί ήταν γιορτή, δεν θυμάμαι με σιγουριά, και τότε έτσι, χωρίς κανέναν λόγο, πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό μου η σκέψη ότι υπάρχει ένας άλλος κόσμος εκεί έξω, μακριά, ψηλά.
Μόνο από μια μαγική διαίσθηση θα μπορούσε να προέρχεται όλο αυτό, ιδίως από ένα παιδί που, μέχρι τότε, όλη του η ζωή ξετυλιγόταν κυρίως μέσα σε ένα κτήμα, χωρίς συναναστροφές.
Υπάρχει μια σπάνια κατηγορία σκέψεων που κάνουμε στη ζωή μας, και την ίδια εκείνη στιγμή ξέρουμε ότι δεν μας «ανήκουν»: Έρχονται και μας βρίσκουν «από κάπου αλλού». Όμως, με ήρεμη και βαθιά βεβαιότητα γνωρίζουμε ότι είναι αληθινές.
Ήταν πράγματι τόσο ήρεμη και σίγουρη η σκέψη εκείνης της νύχτας, χωρίς κάποιο άγχος ή αμφιβολία, ώστε είπα στον εαυτό μου: «Να θυμάσαι πού καθόσουν όταν έκανες αυτήν τη σκέψη».
Τέτοιας σπάνιας «ενέργειας» σκέψεις συναντούν τον κάθε άνθρωπο, λιγοστές φορές στη ζωή. Τη στιγμή εκείνη βρίσκεσαι, ερήμην σου, σε μια ιδιοσυχνότητα με το μέλλον σου. Εκεί ανήκουν, με την ευρύτερη έννοια, και ορισμένα από τα πρώτα γεγονότα της ζωής μας, τα οποία, την ίδια στιγμή που τα βιώνουμε, ξέρουμε με βεβαιότητα ότι δεν θα τα ξεχάσουμε ποτέ. Προσωπικές στιγμές που τις κουβαλάει για πάντα με θέρμη το κάθε μυαλό ατομικά, και οι οποίες δεν έχουν σημασία για κανέναν άλλο.
Στον τρίτο βράχο από τον Ήλιο
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΝΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ
Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/808536939332041901/?nic_v1=1awl%2FK5NtiCzbvbsLqZJ8QuzoNOZIe6oN0AFyaYQSnuyZi4tQBYdrM7Tz09OLt3%2Bvr