fbpx

Τι ευτυχισμένος που είναι αυτός ο άνθρωπος! (σκέφθηκε ο φύλακας) (HANS CHRISTIAN ANDERSEN)

Τι ευτυχισμένος που είναι αυτός ο άνθρωπος! (σκέφθηκε ο φύλακας) (HANS CHRISTIAN ANDERSEN)

«Α, να ένα ζευγάρι γαλότσες. Δεν με γελούν τα μάτια μου!» είπε ο φύλακας καθώς ξύπνησε από τον υπνάκο του. «Χωρίς αμφιβολία ανήκουν στον λοχαγό που μένει απέναντι. Βρίσκονται κοντά στην πόρτα του».

 

Ο αξιέπαινος φύλακας ήταν έτοιμος να πάει στο σπίτι, να χτυπήσει το κουδούνι και να δώσει τα παπούτσια επειδή είδε ένα φως στο παράθυρο, αλλά δεν ήθελε να ενοχλήσει τους άλλους που βρίσκονταν στο κρεβάτι τους κι έτσι δεν έκανε τίποτα.

 

«Ένα τέτοιο ζευγάρι πρέπει να είναι ζεστό και άνετο», είπε. «Το δέρμα είναι πολύ μαλακό και απαλό». Διαπίστωσε ότι τα παπούτσια ταίριαζαν στα πόδια του σαν να είχαν φτιαχτεί ειδικά γι’ αυτόν. «Σε τι παράξενο κόσμο ζούμε», συνέχισε να μονολογεί. «Ο λοχαγός μπορεί να πάει, αν θέλει, στο κρεβάτι του, να ξαπλώσει και να τεντωθεί με την άνεσή του. Το κάνει όμως; Όχι. Σουλατσάρει στο δωμάτιό του επειδή πιθανόν να έχει απολαύσει ένα σωρό ωραία πράγ ματα στον δείπνο του. Τι ευτυχισμένος άνθρωπος Δεν έχει μια ανάπηρη μητέρα ούτε ένα τσούρμο συνεχώς πεινασμένα παιδιά για να τον ταλαιπωρούν. Κάθε βράδυ πηγαίνει σε κάποια δεξίωση, όπου το ωραίο φαγητό του δεν του στοι χίζει τίποτα. Μακάρι να βρισκόμουν στη θέση του! Πόσο ευτυχισμένος θα ήμουν!»

 

Καθώς έλεγε αυτή την ευχή, τα μάγια των παπουτσιών που είχε ήδη φορέσει, άρχισαν να την πραγματοποιούν. Ο φύλακας πήρε τη θέση του λοχαγού. Βρέθηκε μέσα στο όμορφα επιπλωμένο διαμέρισμα να κρατάει στα χέρια του ένα μικρό φύλλο ροδόχρωμου χαρτιού, επάνω στο οποίο ήταν γραμμένοι μερικοί στίχοι. Είχαν γραφτεί, στην πραγματικότητα, από τον ίδιο τον αξιωματικό. Ποιος, άλλωστε, δεν έχει γράψει στη ζωή του τουλάχιστον ένα ποίημα,

 

ΑΝ ΗΜΟΥΝ ΠΛΟΥΣΙΟΣ

 

«Αν ήμουν πλούσιος!» Έκανα πάντα την ίδια ευχή όταν ήμουν μικρός και ήθελα πολλά στη ζωή μου.

Αν ήμουν πλούσιος θα γινόμουν λοχαγός με ξίφος και λαμπρή στολή κι ένα ψηλό λοφίο. Ήρθε ο καιρός και έγινα στ’ αλήθεια λοχαγός, Αλλά πλούσιος δεν έγινα καθόλου, δυστυχώς! Λυπήσου με, Εσύ, που βλέπεις τις ανάγκες των ανθρώπων.

 

Κάθισα ένα όμορφο βράδυ και ονειρευόμουν μια επτάχρονη μικρούλα που μου έδωσε ένα φιλί. Ήμουν τότε πλούσιος σε ποίηση και σε παραμύθια, αλλά ήμουν ακόμα πολύ φτωχός σε όλα τα άλλα. Εκείνη όμως το μόνο που ρώτησε ήταν αυτή η ποίηση ένιωσα πλούσιος, αλλά όχι σε χρυσάφι, ο φτωχός! Εσύ μόνο ξέρεις αυτά που δεν ξέρουν οι ανθρώπινες καρδιές.

 

Αν ήμουν πλούσιος! Αυτό μόνο ζητούσα πάντα.

Η μικρούλα σύντομα έγινε ολόκληρη γυναίκα. Είναι πολύ όμορφη, έξυπνη και ευγενική. Αχ, αν ήξερε ότι κρύβεται στη σκέψη μου ένα παλιό παραμύθι, θα ήταν τόσο καλή μαζί μου; Πρέπει όμως να μείνω σιωπηλός, εγώ ο φτωχός! Εσύ μόνο ξέρεις αυτά που δεν ξέρουν οι ανθρώπινες καρδιές.

 

Αν ήμουν πλούσιος σε ηρεμία και γαλήνη του μυαλού τη θλίψη μου δεν θα την έγραφα ποτέ εδώ! Εσύ, που ολόκληρη η καρδιά μου σου ανήκει, διάβασε στο χαρτί τις όμορφες ημέρες που έφυγαν, αυτό το θλιβερό παραμύθι που σου αφιερώνω! Θλιβερό έχω πλέον το μέλλον μου, ο φτωχός! Λυπήσου με, Εσύ, που βλέπεις τον πόνο των ανθρώπων.

 

Τέτοιους στίχους γράφουν οι άνθρωποι όταν είναι ερωτευμένοι!

 

 

 

 

 

Παραμύθια του Άντερσεν

Εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ

 

 

Εικόνα: https://www.freepik.com/free-photo/young-man-looking-up_8923868.htm



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram