fbpx

Οδός Βερανζέρου (ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΤΕΛΗΣ)

Οδός Βερανζέρου (ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΝΤΕΛΗΣ)

(Το έργο αυτό τιμήθηκε με Έπαινο από τον Φιλολογικό Σύλλογο ‘’ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ’’ το 2015.)

..Έκανε πάντα τις ίδιες τυπικές κινήσεις κάθε φορά που έμπαινε στο διαμέρισμά του. Άναβε το φως του χολ, έμπαινε αργά, κλείδωνε πάντα δυο φορές, έβαζε και τη μικρή αλυσίδα για περισσότερη ασφάλεια, άφηνε στο τραπεζάκι του χoλ το δερμάτινο χαρτοφύλακά του όρθιο, με το κούμπωμα μπροστά, κρεμούσε το γκρίζο σακάκι του στην άδεια κρεμάστρα, έλυνε τα παπούτσια του, τα έβγαζε και τα τοποθετούσε ακριβώς στοιχισμένα κάτω από το τραπεζάκι…

Τα έκανε όλα μηχανικά, χωρίς σκέψη και κάθε φορά απαρέγκλιτα. Τα χέρια του είχαν μάθει τόσο καλά αυτές τις κινήσεις, που το βλέμμα του συνήθως χανόταν στο πουθενά. Και δεν ήταν το βλέμμα ενός σκεφτικού ανθρώπου, αλλά ενός ανθρώπου που σκορπάει ο νους του λίγο πριν απ’ τη σκέψη, λίγο πριν απ’ την απόφαση. Η μυρωδιά του σπιτιού ήταν ανάμεικτη με την υγρασία, που ταλαιπωρούσε τους τοίχους του, και του σκοταδιού, που σχεδόν όλη τη μέρα κυριαρχούσε. Ξυπνούσε κάθε μέρα με την ίδια πικρή γεύση να στεγνώνει το στόμα του. Σαν να είχε υποφέρει τη νύχτα από άσχημα όνειρα που τον κούραζαν ή κυρίως τον τρόμαζαν κι αδημονούσε να έρθει το πρωί.

Δεν χρειαζόταν ποτέ ξυπνητήρι. Όσο αργά και να κοιμόταν, στις 6.15 τα μάτια του άνοιγαν μες τη σιωπή, κοιτούσαν το ταβάνι κι έφτιαχναν ένα μικρό μονοπάτι απ’ τον ύπνο στην πραγματικότητα κι ήταν πάντα σκοτεινό αυτό το μονοπάτι… Είναι αλήθεια ότι έβλεπε κάποιες φορές παράξενα όνειρα, που άγγιζαν τις αισθήσεις του και μάλιστα εκεί όλα ήταν διαφορετικά. Εκεί έβρισκε τη δύναμη να πει το μεγάλο όχι, να νιώσει ελεύθερος, να βγάλει από πάνω του όλες τις λάθος αποφάσεις, που είχαν σκαλώσει τόσα χρόνια πάνω του σαν προέκταση του εαυτού του. Φορούσε σκούρα ρούχα. Χρόνια τώρα η ίδια εμφάνιση. Πήγαιναν – έτσι πίστευε, έτσι ένιωθε μάλλον – με την εικόνα του. Έφευγε κλείνοντας σιγανά πίσω του την πόρτα. Κλείδωνε πάλι δυο φορές. Έλεγχε αν όντως είχε κλειδώσει η πόρτα.

Στο διάδρομο τα βήματά του ακουγόταν εκνευριστικά δυνατά. Λες κι ένα μεγάλο πουλί είχε κλειστεί σ’ αυτόν το στενό διάδρομο και προσπαθούσε να βρει την έξοδο. Ήταν απόλυτη ακόμη η ησυχία στην πολυκατοικία κι αυτός ο διάδρομος ήταν τόσο μακρύς, σαν ένα τούνελ χωρίς κάποιο φως στο τέλος να το ορίζει. Κατέβαινε πάντα απ’ τα σκαλιά. Αρνούνταν να μπει στο ασανσέρ να ξανακλειστεί σ’ ένα χώρο στενό. Του άρεσε να κατεβαίνει σαν να μπαίνει πραγματικά στη ζωή, σαν να έχει πραγματικά κάποιο σκοπό. Λίγο πριν ανοίξει την εξώπορτα έφτιαχνε με μια γρήγορη κίνηση τη γραβάτα του, πατούσε με την παλάμη του να κολλήσουν καλά τα μαλλιά του, η χωρίστρα άψογη, καθάριζε λίγο το λαιμό του και προσπαθούσε να φορέσει τη μάσκα του τυπικού ανθρώπου που πάει στη δουλειά του.

Έσφιγγε πιο γερά τώρα τον δερμάτινο χαρτοφύλακα, σαν κάτι πολύτιμο. Έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και βουτούσε στο φως. Έμενε στην οδό Βερανζέρου και κατευθυνόταν δεξιά. Σε λίγο έπαιρνε την Ακαδημίας. Στην Ιπποκράτους έστριβε πάλι δεξιά μέχρι να βγει στην Πανεπιστημίου. Χωρίς να το θέλει βάδιζε γρήγορα. Είχε χρόνο. Πάντα είχε χρόνο. Κάθε φορά έφτανε νωρίς στη δουλειά του, μα του το επέβαλλαν οι άλλοι, που βιαστικοί και το ίδιο σκυθρωποί κι ατσαλάκωτοι τον έσπρωχναν να μπει στο ρυθμό τους. Σαν ένα ορμητικό ποτάμι που τρέχει για τη θάλασσα εκείνος ο κόσμος των πρωινών στην πόλη. Δεν μπορούσε να μείνει ακίνητος, όσο κι αν το ήθελε κάποιες φορές.

Ένιωθε σαν ένα κούτσουρο που το παρέσυρε το ποτάμι και στριφογυρίζει από τη δύναμή του, αφημένο στο ρεύμα. Ο ουρανός μπλε κάποια πρωινά μαύλιζε την άκρη των ματιών του, μα αν σταματούσε για ν’ απολαύσει τη στιγμή, οι άλλοι τον κοίταζαν παράξενα και τον προσπερνούσαν σαν εμπόδιο, ένιωθε τον αέρα τους, την ανάσα τους, τις σκέψεις τους κάποιες φορές να τους ακολουθούν σαν γκρίζα σύννεφα. Έτσι γύριζε πάλι στο ρυθμό του ποταμού αυτού των σκυθρωπών ανθρώπων, ένας σκυθρωπός άνθρωπος κι αυτός, ίδιος με όλους. Εκείνη τη μέρα βάδισε αργά… Συχνά κάποιοι τον έσπρωχναν καθώς τον προσπερνούσαν, μα αυτός αδιαφορούσε. Κάποια στιγμή σταμάτησε εντελώς να βαδίζει. Πλησίασε και άφησε στα μαρμάρινα σκαλιά του κινηματογράφου Όπερα το δερμάτινο χαρτοφύλακά του, όρθιο, με το κούμπωμα μπροστά. Χαμογέλασε πικρά έτσι όπως τον είδε μόνο του καθώς απομακρυνόταν.

Δεν θυμόταν πια πόσα χρόνια τον κουβαλούσε μαζί του, σαν προέκτασή του, σαν δικό του κομμάτι ύπαρξης. Ένιωσε πιο ελαφρύ, ελεύθερο λες από χειροπέδες το χέρι του κι ανοιγόκλεισε την παλάμη του. Συνέχισε να βαδίζει αργά κι ένα υπεροπτικό χαμόγελο άρχισε να σχηματίζεται σιγανά στα χείλη του. Έβγαλε το γκρίζο σακάκι του και το έδωσε ευγενικά σε κάποιον ρακένδυτο ζητιάνο, που καθόταν σταυροπόδι και κρατούσε μια ταμπελίτσα. Δεν διάβασε καν τι έγραφε. Του το έδωσε με μια όμορφη κίνηση, χωρίς λόγια. Απλά χαμογέλασε ζεστά για το καλό που ο ζητιάνος του έκανε. Έλυσε τη γραβάτα του, την κρέμασε στα κάγκελα του παραθύρου ενός νεοκλασικού κτηρίου και ξεκούμπωσε το πάνω κουμπί από το πουκάμισό του. Ο πρωινός αέρας χάιδεψε το λαιμό του σαν γυναικείο χέρι κι ένιωσε ένα όμορφο, ξεχασμένο ρίγος να τον συνεπαίρνει.

Έτσι γυμνός απ’ τη σκουριά τόσων αιώνων κάθισε σ’ ένα κόκκινο παγκάκι μέσα στο Πάρκο Ελλήνων Λογοτεχνών, που κάθε μέρα το κοίταζε, μα που ποτέ δεν είχε το χρόνο να μπει μέσα στους στενούς του διαδρόμους. Πέρασε πρώτα μπροστά από το άγαλμα του Κωστή Παλαμά. Θυμήθηκε όταν το τοποθέτησαν το 1979. Το πνεύμα που πέτρωσε στην εποχή μας, που δεν αγγίζει τις ψυχές των βιαστικών ανθρώπων, που τρέχουν να προλάβουν ο καθένας το δικό του αέρινο στόχο με συννεφιασμένο το νου τους και χάνουν τη ζωή τους… Η μέρα ήταν όμορφη. Ο ήλιος είχε ανατείλει νωρίς και στο σημείο που καθόταν τον άγγιζε απαλή η ζέστη, σαν χάδι από χέρι παιδικό. Ήταν καλοκαίρι πια! Δυο τρία δέντρα ήταν δίπλα του μα έφταναν αυτή την ώρα να νικήσουν τη μυρωδιά της πόλης και ν’ απλώσουν μια γλυκιά ευωδιά, που του έλυνε το σώμα και τον έκανε να κλείνει τα μάτια, για να αισθανθεί με τις άλλες, τις τυφλές αισθήσεις. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σ’ αυτή την πόλη. Στους δρόμους γύρω από την Πλατεία Κάνιγγος έπαιξε, έκανε όνειρα, στο πάρκο του Πνευματικού Κέντρου ερωτεύτηκε, πληγώθηκε…

Παλιότερα κατέβαινε συχνά και στον Πειραιά. Του άρεσε να βλέπει τη θάλασσα που απλωνόταν ήρεμη. Δεν κατέβαινε πια συχνά στο λιμάνι. Τα πλοία του προκαλούσαν μια ανεξήγητη νοσταλγία. Τα ταξίδια που δεν έκανε… Οι προορισμοί που έμειναν μόνο σχέδια… Πονούσε η παραδοχή της ήττας και την απωθούσε αμέσως, πριν ξετυλιχτεί και τον πνίξει. Μα τώρα βρήκε το θάρρος να πει το μεγάλο όχι. Μια αστραπή που σκίζει σαν χαρτί το μαύρο ουρανό τη νύχτα. Ένα όχι δυνατό. Τρομάζει μα και γοητεύει συνάμα. Είναι όμορφο να βρεις το θάρρος να συνεχίσεις τον αγώνα ακόμη κι αν νιώθεις νικημένος. Πόσο γρήγορα πέρασαν εκείνα τα όμορφα χρόνια… Πόσο βαθιά έσκυψε… Πόσο πολύ και με συνέπεια δούλεψε…

Πόσο απελπισμένα στέγνωσε η δύναμή του… Έπαψε τον τελευταίο καιρό να κοιτάζει στον καθρέφτη τα μάτια του. Μια γρήγορη, λοξή, ένοχη ματιά στο χτένισμα, στο ξύρισμα, λίγη προσοχή στη γραβάτα. Μα το βλέμμα όχι, το φοβόταν! Φοβόταν εκείνη τη μελαγχολική όψη, εκείνο το γιατί που ζωγραφιζόταν πάνω της, το κρύο που φυσούσε από κείνες τις σπηλιές των ματιών του. Έτσι βιαστικά κλεινόταν ξανά στο καβούκι της καθημερινότητας κι αν κάποια νύχτα ξυπνούσε τρομαγμένος, δεν άναβε το φως, αφηνόταν στο σκοτάδι και τη σιωπή ξάγρυπνος, συνήθως μέχρι το πρωί κι ένιωθε την καρδιά του να χτυπάει δυνατά… Έκανε μια μεγάλη βόλτα. Πήρε την οδό Μασσαλίας κι ανέβηκε τη Σίνα. Έφτασε μέχρι το δάσος του Λυκαβηττού.Πήγε σε μέρη που είχε χρόνια να επισκεφθεί. Η πόλη άλλαξε. Έγινε πιο γκρίζα. Το πράσινο λιγόστεψε. Οι άνθρωποι παντού το ίδιο σκυθρωποί. Πέρασε από τη γειτονιά που γεννήθηκε. Τίποτε δεν θύμιζε εκείνο το μέρος που είχε στη μνήμη του. Η αυλή, η όμορφη καγκελόπορτα με τα μεταλλικά λουλούδια, ο κήπος με τα όμορφα τακτοποιημένα παρτέρια. Η μηλιά που είχε φυτέψει ο ίδιος, όταν ήταν μικρός. Τώρα μια ίδια πολυκατοικία.

Όλα κάνουν τον κύκλο τους. Από μας εξαρτάται πού θα κλείσει αυτός ο κύκλος και πότε θα ξαναρχίσει. Μια ζωή μας ανήκει, δεν πρέπει να την αφήνουμε να μαραθεί. Λες και θα ξαναζήσουμε περιμένουμε και παλεύουμε κι όμως ξέρουμε μέσα μας βαθιά ότι σβήνουμε κάθε μέρα. Κοίταξε το ρολόι του. Κόντευε δέκα. Φαντάστηκε το γραφείο του άδειο κι όλους να τον ψάχνουν, ν’ αναρωτιούνται αν είναι καλά και χαμογέλασε. Ήταν καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη φορά!…

 

 

 

 

 

 

Βαγγέλης Ντελής, Φιλόλογος – Συγγραφέας
Πηγή: https://www.vangelisdelis.com

Εικόνα: https://gr.pinterest.com/pin/76350156159710780/



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram