fbpx

Αυτός ο άνθρωπος θα πεθάνει όπως έζησε (BALZAC HONORE)

Αυτός ο άνθρωπος θα πεθάνει όπως έζησε (BALZAC HONORE)

Στον Μπαρμπα-Γκοριό ο Μπαλζάκ αναλύει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τις δραματικές συγκρούσεις που προκαλεί η ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας. Το Σπίτι Βωκέρ” είναι μια οικογενειακή πανσιόν, ιδιοκτήτρια της οποίας είναι η χήρα Βωκέρ. Αληθινό μπουκέτο αποτελεί ο κύκλος των ενοίκων της πανσιόν. Ανάμεσα τους ο νεαρός φοιτητής Ευγένιος Ραστινιάκ και ο βιομήχανος ζυμαρικών Γκοριό που διέθεσε ολόκληση την περιουσία του για να προικίσει τις δύο του κόρες, ώστε με το γάμο τους να κατορθώσουν να μπουν στους κύκλους της ανώτερης παρισινής κοινωνίας. Η Αναστασία και η Δελφίνη παίρνουν τα χρήματα που πρόθυμα τους δίνει ο πατέρας τους, αλλά δεν τον αγαπούν και δεν τον θέλουν στα σπίτια τους. Στο απόσπασμα που ακολουθεί, ο Γκοριό, βαριά άρρωστος, αναζητεί επίμονα τις δύο του κόρες. Στο προσκέφαλό του ο Ραστινιάκ μαζί με το φίλο του Μπιανσόν προσπαθούν να δώσουν λίγη χαρά και ανακούφιση στο γέροντα που χαροπαλεύει.

 

Θέλω τις κόρες μου! Εγώ τις έκανα! Είναι δικές μου, φώναξε κι ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του με τ’ άσπρα του μαλλιά σκορπισμένα και μ’ ένα πρόσωπο που είχε πάρει μια τρομερή έκφραση.

– Ξαναπέσετε, καλέ μου μπαρμπα-Γκοριό, του είπε ο Ευγένιος, θα τους γράψω.

 

– Όταν θα ‘ρθει ο Μπιανσόν, θα πάω και θα τις φέρω.

-Αν δεν έρθουν, είπε κλαίγοντας ο γέρος, θα πεθάνω. Θα ξεσπάσω σ’ ένα μεγάλο θυμό και θα πεθάνω. Να, με πιάνει κιόλας ο θυμός, βλέπω ολόκληρη τη ζωή μου αυτή τη στιγμή. Είμαι ένα παιχνιδάκι, δε μ’ αγαπούν, ποτέ δε μ’ αγάπησαν! Αυτό είναι φανερό. Μια και δεν ήρθαν δε θα ‘ρθουν. Τις ξέρω. Ποτέ δεν μπόρεσαν να μαντέψουν τις λύπες μου, τους καημούς μου, τις ανάγκες μου. Δε θα μαντέψουν ούτε το θάνατό μου… Μα είναι για το συμφέρον τους να ρθουν εδώ. Ειδοποιήστε τις λοιπόν ότι βάζουν σε κίνδυνο την ησυχία της ψυχής τους. Κάνουν όλα τα εγκλήματα του κόσμου κάνοντας αυτό… Μα πηγαίνετε, λοιπόν, πέστε τους ότι το να μην έρθουν σημαίνει πατροκτονία! Φώναξε λοιπόν όπως εγώ. Ε, Νασή! Ε,Δελφίνη! ελάτε στον πατέρα σας, που ήταν τόσο καλός για σας και που τώρα υποφέρει! τίποτε! Κανένας θα πεθάνω λοιπόν σαν το σκυλί;

Είναι άτιμες…Είναι… Τις σιχαίνομαι! Τις καταριέμαι! Θα σηκωθώ τη νύχτα στο φέρετρό μου να τις καταραστώ! Γιατί, φίλοι μου; Έχω άδικο; Τους φέρνομαι πολύ άσχημα, ε; Μα τι λέω; Δε με ειδοποιήσατε ότι η Δελφίνη είναι εδώ, η καλύτερη μου… Είσαστε ο γιος μου. Ευγένιε! Αγαπάτε τη! Να είσαστε ο πατέρας γι’ αυτήν. Η άλλη είναι δυστυχισμένη. Και η περιουσία της; Πεθαίνω, Θεέ μου, υποφέρω πάρα πολύ. Κόφτε μου το κεφάλι κι αφήστε μου μονάχα την καρδιά.

-Χριστόφορε, πήγαινε να φέρεις τον Μπιανσον, φώναξε ο Ευγένιος, αναστατωμένος απ’ τις φωνές κι από το βογγητό του γέρου.

– Θα πάω να βρω τις κόρες σας, καλέ μου μπαρμπα-Γκοριό, θα σας τις φέρω.

-Διά της βίας! Δια της βίας! Φωνάξτε τη φρουρά, όλοι! όλοι! είπε στον Ευγένιο με ένα βλέμμα που αστραποβολούσε μέσα του το σαλεμένο λογικό του. Πέστε στη δικαιοσύνη, να μου τις φέρουν, το θέλω!

– Μα τις καταραστήκατε.

 

– Ποιος το είπε αυτό; απάντησε καταπληχτος ο γέρος. Ξέρετε καλά πως τις αγαπώ, τις λατρεύω. Θα γίνω αμέσως καλά όταν θα τις δω… Θα θελα να σας ευχαριστήσω, αλλά δεν έχω τίποτε άλλο. Μόνο τις ευλογίες του ετοιμοθάνατου. Ήθελα να δω τη Δελφίνη, να της πω να με ξεχρεώσει απέναντί σας. Αν η άλλη δεν μπορεί να ρθει, φέρτε μου τουλαχιστον αυτή. Πέστε της πως δε θα την αγαπάτε, σας αγαπά τόσο πολύ που δεν μπορεί παρά να ρθει… Να πιω! Τα σωθικά μου καίγονται! Βάλτε μου κάτι στο κεφάλι. Το χέρι των θυγατέρων μου.. Θεέ μου, πώς θα ξαναφτιάξουν τις περιουσίες τους, αν εγώ φύγω; Θα πάω στην Οντέσα να κάνω πάστες,

 

-Πιες το αυτό, του είπε ο Ευγένιος ανασηκώνοντας τον ετοιμοθάνατο και κρατώντας τον με το δεξί του χέρι, ενώ με το αριστερό κρατούσε ένα φλιτζάνι τσάι.

-Θα πρέπει σεις ν’ αγαπάτε τον πατέρα σας και τη μητέρα σας, είπε ο γέρος σφίγγοντας με τα παραμορφωμένα χέρια του το χέρι του Ευγένιου. Καταλαβαίνετε ότι θα πεθάνω χωρίς να δω τις κόρες μου. Να διψώ πάντοτε και να μην πίνω ποτέ, να πώς έζησα δέκα ολόκληρα χρόνια. Τελείωσε. Πεθαίνω χωρίς αυτές! Νασή, Φιφίνα, ελάτε λοιπόν! Ο πατέρας σας φεύγει..

-Καλέ μου μπαρμπα-Γκοριό, ηρεμήστε, ελάτε, μείνετε ήσυχος, μην κουνιέστε, μη σκέφτεστε.

 

– Δεν τις βλέπω, να η αγωνία.

– Θα τις δείτε.

-Αλήθεια; Να τις δω, ν’ ακούσω τη φωνή τους, θα πεθάνω ευτυχισμένος. Ε, λοιπόν, δε θέλω να ζήσω, δεν αντέχω πια, οι πόνοι μου διαμαρτύρονται. Αλλά τι να τις δω, να τους αγγίξω τα φουστάνια τους, κάτι δικό τους. Βοηθηστε με να τους χαιδέψω τα μαλλιά

 

Το κεφάλι του έπεσε στο μαξιλάρι, σα να δέχτηκε ένα ξαφνικό χτύπημα με ρόπαλο στο κεφάλι. Τα χέρια του έκαναν μια κίνηση στην κουβέρτα σα να γύρευαν να πιάσουν τα μαλλιά των θυγατέρων του.

 

Σας ευλογώ, είπε, κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια κι έχασε απότομα τις αισθήσεις του.

 

-Απάντησα στο Χριστόφορο, είπε, θα σου φέρει τ’ αμάξι. Ύστερα κοίταξε τον άριρωστο. Του σήκωσε τα βλέφαρα κι οι φοιτητές είδαν το μάτι του χωρίς ζωή, θολό.

-Δε θα συνέλθει πια, είπε ο Μπανσόν, δεν το πιστεύω. Του έπιασε το σφυγμό τον ψηλάφησε κι έβαλε το χέρι στην καρδιά του. Η μηχανή δουλεύει πάντοτε, αλλά στην κατάσταση που είναι καλύτερα θα ήταν να έχει πεθάνει.

 

– Αλήθεια, μα το Θεό, είπε ο Ραστινιάκ.

 

-Τι είπε, λοιπόν; Είσαι χλωμός σαν πεθαμένος.

 

– Άκουσα φίλε μου κραυγές και παράπονα, υπάρχει ένας Θεός. Ω, ναι, υπάρχει ένας Θεός και μας έφτιαξε έναν κόσμο καλύτερο, όπου η γη μας δεν είναι σχεδόν τίποτα. Αν αυτό δεν ήταν τόσο τραγικό, θα λιώνα στα κλάματα. Η καρδιά μου είναι πολύ σφιγμένη. Εδώ θα μας χρειαστούν μερικά πράγματα όμως. Πού θα βρεις τα λεφτά;

 

Ο Ραστινιακ έβγαλε το ρολόι του.

 

-Πάρ’το και βάλ το γρήγορα ενέχυρο. Δε θέλω να σταματήσω στο δρόμο, γιατί φοβάμαι να χάσω έστω κι ένα λεπτό και ακούω τον Χριστόφορο. Δεν έχω μια δεκάρα, πρέπει στο γυρισμό να πληρώσω τον αμαξά.

 

Ο Ραστινιακ έφυγε για την οδό Χέλντερ. Όταν μπήκε στον προθάλαμο και ζήτησε την κόμισσα ντε Ρεστώ, του είπαν ότι δε θα μπορούσε να τη δει.

 

– Αλλά έρχομαι από τον πατέρα της που πεθαίνει, είπε στον καμαριέρη.

 

-Έχουμε αυστηρές διαταγές από τον κόμητα, κύριε.

– Αν ο κ ντε Ρεστώ είναι εδώ, πέστε του σε ποια κατάσταση βρίσκεται ο πεθερός του κι ειδοποιήστε τον, είναι ανάγκη να του μιλήσω.

 

Ο Ευγένιος περίμενε πολύ.

 

– Πεθαίνει ίσως αυτή τη στιγμή, σκεφτόταν.

Ο καμαριέρης οδήγησε το φοιτητή στο σαλόνι, όπου τον δέχτηκε ο κ. ντε Ρεστώ όρθιο, χωρίς να του προσφέρει κάθισμα.

-Κύριε κόμη, του είπε, ο πεθερός σας ξεψυχάει αυτή τη στιγμή σε μια τρώγλη, χωρίς φωτιά και χωρίς μια δεκάρα στην τσέπη. Βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου και ζητά να δει την κόρη του..

– Κύριε, του απάντησε ψυχρά ο κ. ντε Ρεστώ, θα καταλάβατε ότι πολύ λίγο μ’ ενδιαφέρει ο κ. Γκοριό. Αυτός υπήρξε η δυστυχία της ζωής μου με την κόρη του που παντρεύτηκα. Τον θεωρώ σαν έναν εχθρό της ευτυχίας μου. Ο κόσμος μπορεί να με κατηγορήσει, αδιαφορώ για τη γνώμη του. Έχω σπουδαιότερα πράγμα τα να κάνω αυτή τη στιγμή. Όσο για την κ. ντε Ρεστώ δεν είναι σε κατάσταση να βγει. Άλλωστε δε θέλω να βγει από το σπίτι. Πέστε στον πατέρα της ότι αμέσως όταν εκπληρώσει το χρέος της απέναντι σε μένα και στο παιδί μου, θα πάει να τον δει. Αν αγαπά τον πατέρα της, σε λίγα λεπτά μπορεί να είναι έτοιμη.

Κύριε κόμη, δεν είμαι εγώ αυτός που θα κρίνω τη στάση σας. Είσαστε ο κύριος της γυναίκας σας. Υποσχεθείτε μου μόνο πως θα της πείτε ότι ο πατέρας της δεν έχει ούτε μιας μέρας ζωή κι ότι την καταράστηκε κιόλας μη βλέποντάς τη στο προσκέφαλό του

– Μπορείτε να της το πείτε ο ίδιος, απάντησε ο κ. ντε Ρεστώ, επηρεασμένος από τον τόνο της φωνής του Ευγένιου που έτρεμε από αγανάχτηση. Κι αμέσως τον οδήγησε στην κόμισσα. Τη βρήκε πεσμένη σ’ ένα ντιβάνι, όμοια με μια γυναίκα που ήθελε να πεθάνει, πνιγμένη στα δάκρυα. Έριξε ένα φοβισμένο βλέμμα στον άντρα της. Ο κόμης σήκωσε το κεφάλι του κι αυτή πήρε το θάρρος και μίλησε.

-Κύριε, τα άκουσα όλα. Αν ήξερε την κατάστασή μου, πέστε στον πατέρα μου, θα με συγχωρούσε. Δεν υπολόγιζα σ’ αυτό το μαρτύριο, που είναι πιο πάνω από τις δυνάμεις μου. Θα αντιστέκομαι ως το τέλος, είπε στον άντρα της. Είμαι μητέρα. Πέστε στον πατέρα μου ότι είμαι εντάξει απέναντί του όσο κι αν δείχνουν αλλιώς τα πράγματα.

– Ο Ευγένιος χαιρέτησε τους δύο συζύγους μαντεύοντας τη φοβερή κρίση που περνούσε η Αναστασία κι έφυγε. Έτρεξε στην κ. ντε Νουσίγκεν. Τη βρήκε στο κρεβάτι. Είμαι αδιάθετη, καλέ μου φίλε, του είπε αυτή. Κρύωσα βγαίνοντας από το χώρο,

Περιμένω γιατρό.

– Σκουπίστε το θάνατο από τα χείλη σας, της είπε ο Ευγένιος. Πρέπει να τρέξετε κοντά στον πατέρα σας. Σας φωνάζει. Αν μπορούσατε ν’ ακούσετε και την πιο μαλακή από τις φωνές του, δε θα νιώθατε άρρωστη,

– Ο πατέρας μου δεν είναι ίσως τόσο άρρωστος όσο θέλετε να παραστήσετε. Θα ήταν απελπιστικό όμως για μένα να νιώσω ότι έχω και το παραμικρό άδικο απέναντί σας. Θα κάνω ό,τι θέλετε. Ε, λοιπόν θα παω μόλις έρθει ο γιατρός… Μα γιατί δεν έχετε πια το χρυσό σας ρολόι; πρόσθεσε βλέποντας την καδένα.

Ο Ευγένιος κοκκίνισε.

– Αν το πουλήσατε, Ευγένιε, θα σας στοιχίσει πολύ. – Θέλετε να μάθετε; έσκυψε και της είπε στ’ αυτί. Ε, λοιπόν, μάθετε το! Ο πατέρας σας δεν έχει λεφτά να του αγοράσουν το φέρετρο που θα τον βάλουν μέσα απόψε. Το ρολόι μπήκε ενέχυρο. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο πια.

Η Δελφίνη πήδησε απότομα από το κρεβάτι και του έδωσε την τσάντα της, ύστερα φώναξε χτυπώντας το κουδούνι.

-Πηγαίνετε, πηγαίνετε, Ευγένιε. Αφήστε με να ντυθώ. Αλλά θα ‘μαι ένα τέρας, αν δεν πάω να δω τον πατέρα μου. Πηγαίνετε! Θα φτάσω πριν από σας! – Τερεζα! Τερέζα, φώναξε τον κ. ντε Νουσιγκεν αμέσως, θέλω να του μιλήσω.

 

Ο Ευγένιος, με την ιδέα πως θα μπορούσε ν’ αναγγείλει στον ετοιμοθάνατο ότι σε λίγο θα έβλεπε τη μια του κόρη έφτασε ευτυχισμένος στην οδό Αγίας Γενεβιέβης. Ανεβαίνοντας απάνω, βρήκε τον Μπιανσόν να βαστάει στα χέρια του τον μπαρμπα Γκοριό και το χειρούργο του νοσοκομείου να του κάνει μια τελευταία επέμβαση.

 

– Τι νιώθετε; Ρώτησε ο γιατρός

 

Ο μπαρμπα-Γκοριό, που είδε το φοιτητή, απάντησε:

 

-Έρχονται, δεν είναι έτσι;

-Ναι, απάντησε ο Ευγένιας. Η Δελφίνη έρχεται. Άντε έκαμε ο Μπιανσον. Κι όλη την ώρα, ξέρεις, μίλαγε για τις κόρες του κι έκανε σαν τρελός.

 

-Σταματήστε, είπε ο γιατρός. Είναι αδύνατο να σωθεί,.Ο Μπιανσόν με το χειρούργο ξανατοποθέτησαν τον ετοιμοθάνατο στο ξυλοκρέβατό του – Θα έπρεπε πάντως ν’ αλλάξει σκεπάσματα, είπε ο γιατρός. Δεν υπάρχει βέβαια ελπίδα, πρέπει να τον σεβαστούμε όμως. Είναι κι αυτός ένας άνθρωπος. Θα ξανάρθω, Μπιανσόν, είπε στο φοιτητή.

 

Ο χειρούργος με το γιατρό έφυγαν.

 

– Έλα, Ευγένιε, κουράγιο, παιδί μου, είπε ο Μπιανσόν, όταν έμειναν μόνοι. Πρέπει να του βάλουμε ένα άσπρο πουκάμισο και να τ’ αλλάξουμε το κρεβάτι. Πες στη Συλβία να φέρει αλλά ρούχα και να ρθει να μας βοηθήσει, Κατεβαίνοντας ο Ευγένιος βρήκε την κ. Βωκέρ να ετοιμάζει τραπέζι μαζί με τη Συλβία. Με τις πρώτες λέξεις που της είπε ο Ραστινιάκ, η χήρα πήγε κοντά του και με το πικρόχολο ύφος μιας μέγαιρας που δεν ήθελε να χάσει τα λεφτά της αλλά ούτε και να κάνει τον πελάτη να του κακοφανεί, του είπε:

 

– Αγαπητέ μου Ευγένιε, το ξέρετε και σεις όπως κι εγώ ότι ο μπαρμπα-Γκοριό δεν έχει δεκάρα. Το να δώσω σκεπάσματα σ’ έναν άνθρωπο που φεύγει είναι σα να τα χάνω. Θα θυσιάσω που θα θυσιάσω άλλωστε ένα για το φέρετρό του. Μου χρωστάτε κιόλας σαραντατέσσερα φράγκα. Βάλτε σαράντα φράγκα τα σεντόνια, κάτι μικροπράγματα και το κερί που θα σας δώσει η Συλβία, όλ’ αυτά μας κάνουν το λιγότερο διακόσια φράγκα και μια χήρα φτωχή σαν και μένα είναι κρίμα να τα χάσει.

 

Ο Ευγένιος ανέβηκε στο δωμάτιο του μπαρμπα-Γκοριό, Πού είναι τα λεφτά του ρολογιού, Μπιανσόν;

 

– Να, εκεί στο τραπέζι. Τρακόσια εξήντα φράγκα.

 

-Ορίστε τα λεφτά σας, κυρία, είπε ο Ευγένιος. -Δωσε, Συλβία, τα σεντόνια και πήγαινε να βοηθήσεις τους κυρίους απάνω. Όταν έστρεψε για ν’ ανέβει απάνω ο Ευγένιος, η χήρα έτρεξε στη μαγείρισσα της.

-Πάρε τα γυρισμένα σεντόνια του αριθμού 7. Είναι πολύ καλά για έναν πεθαμένο, της είπε στ’ αυτί.

 

– Έλα, είπε στον Ευγένιο ο Μπιανσόν. Κράτησε τον ίσια να του περάσουμε το πουκάμισο.

 

Ο Ευγένιος έκατσε στο πάνω μέρος του κρεβατιού και κράτησε τον ετοιμοθάνατο. Ο Μπιανσόν του βγαλε το πουκάμισο, ενώ ο γέρος έκανε μια κίνηση αρπάζοντας το στήθος του και βγαζοντας κάτι παρακαλεστικές άναρθρες κραυγές, όπως τα ζώα όταν νιώθουν έναν πραγματικό πόνο μέσα τους και θέλουν να τον φωνάξουν.

 

-Ω, έκανε ο Μπιανσόν. Θέλει μια μικρή καδένα από μαλλιά κι ένα μενταγιόν που του βγάλαμε πριν λίγο για να του κάνουμε την επέμβαση. Φέρτα να του τα ξανα βάλουμε, είναι εκεί στο τζάκι. Ο Ευγένιος πήγε και πήρε μια καθένα φτιαγμένη από ξεθωριασμένα ξανθά μαλλιά, της κ. Γκοριό χωρίς άλλο. Από τη μια μεριά του μενταγιόν έγραφε. Αναστασία, κι από την άλλη, Δελφίνη. Αυτό το μενταγιόν βρισκόταν πάντοτε πάνω στην καρδιά του. Τα μαλλιά από τις μπούκλες που είχε μέσα το μενταγιόν θα έπρεπε να τα ‘χει πάρει όταν οι κόρες του ήταν πολύ μικρές ακόμη. Όταν το μενταγιόν ξαναγύρισε πάνω στο στήθος του, ο μπαρμπα-Γκοριό έβγαλε ένα παρατεταμένο αχ, που φανέρωνε απέραντη ικανοποίηση. Ήταν μια από τις τελευταίες αναλαμπές της ευαισθησίας του, που βυθιζόταν σιγά – σιγά στο άγνωστο βάθος που είχε μέσα του. Οι συσπάσεις του προσώπου του έδειχναν μια άρρωστη έκφραση χαράς. Οι δυο φοιτητές ένιωσαν ένα τρεμούλιασμα και ζεστά δάκρυα κύλησαν από τα μάτια τους.

 

-Νασή! Φιφίνα!φώναξε ζει ακόμα, είπε ο Μπιανσόν.

 

-Τι του χρειάζεται να ζει! είπε η Συλβια.

-Να υποφέρει, απάντησε ο Ραστινιάκ.

 

Ο Μπιανσόν έκανε νόημα στον Ευγένιο να περάσει τα χέρια του κάτω από τις μασχάλες του γέρου, ενώ αυτός πέρασε τα δικά του κάτω από τα γόνατά του.

 

Ο μπάρμπα-Γκοριό συγκέντρωσε τις τελευταίες του δυνάμεις και ξεγελασμένος όπως φαίνεται από τα δάκρυα τους άπλωσε τα χέρια του στις δυο μεριές του κρεβατιού, άγγιξε τα κεφάλια των δυο φοιτητών κι έπιασε παραφορα τα μαλλιά τους, μουρμουρίζοντας:

 

– Ω άγγελοί μου!…

 

Δυο λέξεις, δυο ψίθυροι τονισμένοι από την ίδια του την ψυχή που πετούσε με τις τελευταίες αυτές δυο λέξεις.

– Φτωχέ, καλέ μου άνθρωπε, είπε η Συλβία συγκινημένη από τη στερνή του αυτή φωνή.

 

Ο τελευταίος στεναγμος του μπαρμπα-Γκοριό ήταν ένας αναστεναγμός χαρας, ήταν η έκφραση όλης της ζωής. Γελιόταν ακόμα. Τον τοποθέτησαν μ’ ευλάβεια στο ξυλοκρέβατό του. Η μάχη μεταξύ ζωής και θανάτου τέλειωνε. Η φυσιογνωμία του έπαιρνε μια ήσυχη και απέραντα λυπημένη έκφραση. Η μηχανή σταματούσε. Ούτε πόνος, ούτε χαρά πια για το φτωχό ανθρώπινο ον.

Τη στιγμή εκείνη ακούστηκε κάποιος θόρυβος.

– Φτάνει πολύ αργά, είπε ο Ραστινιάκ.

Δεν ήταν όμως η Δελφίνη αλλά η καμαριέρα της. – Κύριε Ευγένιε,του είπε, έγινε μια φοβερή σκηνή ανάμεσα στην κυρία και στον κύριο, για τα χρήματα που του ζήτησε για τον πατέρα της. “Ο πατέρας μου πεθαίνει, θέλω να δω τον μπαμπά!..” Ήτανε να σπαράζει η ψυχή σου.

-Αρκετά. Τερέζα. Κι αν ερχόταν τώρα, είναι πολύ αργά. Ο μπαρμπα-Γκοριό δε θα τη γνώριζε πια. Βλέπω, πως ο κύριος είναι ασχημα είπε η Τερέζα. -Δε με χρειάζεστε εμένα, είπε η Συλβία. Πρέπει να πάω για το δείπνο. Κάνοντας όμως να πατήσει στο κεφαλόσκαλο, παρά λίγο να τρακαριστεί με την κ. ντε Ρεστω.

 

Η εμφάνιση της κόμισσας είχε κάτι το βαρύ και το τρομερό. Κοίταξε το κρεβάτι του θανάτου που φωτιζόταν αμυδρά από ένα μόνο κερί και ξέσπασε σε δάκρυα, βλέποντας το προσωπείο του πατέρα τους που έσβηναν πάνω του σιγά – σιγά οι τελευταίες αναλαμπές της ζωής. Ο Μπιανσόν βγήκε διακριτικά από το δωμάτιο. – Ξέφυγα αρκετά ενωρίς, είπε στο Ραστινιάκ η κόμισσα.

 

Ο φοιτητής έκανε ένα καταφατικό κίνημα του κεφαλιού, γιομάτο λύπη. Η κ. ντε Ρεστώ φίλησε το χέρι του πατέρα της.

Συγχώρεσέ με, πατέρα μου. Πιστεύατε πως η φωνή μου θα σας ξαναγύριζε από τον τάφο. Ξαναγυρίστε λοιπόν μια στιγμή στη ζωή να δώστε την ευχή σας στην κόρη σας. Αυτό είναι φριχτό. Μόνο την ευλογία σας θα μπορούσα να δεχτούμε σε τούτο τον κόσμο και τίποτα άλλο. Με μισεί όλος ο κόσμος, σεις μονάχα μ’ αγαπάτε. Τα ίδια τα παιδιά μου θα με μισήσουν. Πάρτε με μαζί σας, θα σας αγαπώ και θα σας φροντίζω. Δεν ακούει πιά; Είμαι τρελή…

 

Έπεσε στα γόνατα και παρατηρούσε προσεχτικά το λείψανο, παραληρώντας -Τίποτα δε λείπει από τη δυστυχία μου, είπε κοιτάζοντας τον Ευγένιο. Ο κ. ντε Τράιν έφυγε, αφήνοντας πίσω του τεράστια χρέη κι έμαθα πως με απατούσε κιόλας. Ο άντρας μου δε θα με συγχωρέσει ποτέ του παραχώρησα την περιουσία μου. Πάνε οι αυταπάτες μου! Αλίμονο μου. Για ποιον πρόδωσα την καρδιά που με λάτρεψε; κι έδειξε τον πατέρα της. Τον χιλιοπλήγωσα! Είμαι ένα άθλιο πλάσμα. Το ήξερα, είπε ο Ραστινιάκ.

 

Ο μπαρμπα-Γκόριο ανοιγόκλεισε τα βλέφαρά του εκείνη τη στιγμή. Ήταν ένας σπασμός. Η κόμισσα έκανε μια κίνηση ελπίδας, κρεμασμένη από το βλέμμα του ετοιμοθάνατου. Να μ’ ακουγε άραγε; φώναξε. Μα, όχι… ξαναείπε να έκατσε κοντά στο κρεβατι.

 

Η κ. ντε Ρεστώ ζήτησε να παρευρεθεί στις τελευταίες στιγμές του πατέρα της κι ο Ευγένιος βρήκε την ευκαιρία να κατεβεί. Οι οικότροφοι είχαν κάτσει στο τραπεζι.

 

-Ώστε λοιπόν, όπως φαίνεται, θα έχουμε ένα μικρό θανατόραμα απάνω ε; είπε ο ζωγράφος, – Κάρολε, νομίζω πως θα πρέπει ν’ αστειεύεσαι για ένα πράγμα λιγότερο θλιβερό, του απάντησε ο Ραστινιάκ.

– Δε θα μπορέσουμε λοιπόν να γελάσουμε εδώ. Αυτός ο άνθρωπος θα πεθάνει όπως έζησε, είπε ο υπάλληλος του Μουσείου.

 

-Ο πατέρας μου πέθανε! φωναξε η κόμισσα

 

Ακούγοντας το τρομερό της ξεφωνητό, έτρεξαν απάνω ο Ραστινιάκ, ο Μπιανσόν και η Συλβία, βρήκαν την κ. ντε Ρεστώ λιποθυμισμένη. Όταν συνήλθε, την κατέβασαν στ’ αμάξι της. Ο Ραστινιάκ την εμπιστεύθηκε στην Τερέζα, με την παράκληση να την πάει στης κ. ντε Νουσιγκεν.

 

Επήλθε ο θάνατος, είπε ο Μπιανσόν κατεβαίνοντας.

-Εμπρός, στο τραπέζι, είπε η κ. Βωκέρ. Η σούπα θα κρυώσει.

 

Οι δύο φοιτητές κάθισαν κοντά-κοντά.

 

Όταν ο Ραστινιάκ και ο Μπιανσόν έφαγαν, σηκώθηκαν να ειδοποιήσουν έναν παπά για να ξενυχτήσει το νεκρό και να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Κατά τις εννιά το βράδυ το φέρετρο είχε τοποθετηθεί πάνω σ’ ένα τραπεζι ντυμένο γύρω – γύρω και δύο λαμπάδες έκαιγαν δεξιά κι αριστερά του, μέσα στο γυμνό δωμάτιο. Ένας παπάς ήταν καθισμένος κοντά του. Πριν κοιμηθεί, ο Ραστινιάκ ζήτησε πληροφορίες από το λειτουργό του Υψίστου για τα έξοδα της ολονύχτιας και για την ταφή κι έγραψε από δυο λέξεις στο βαρώνο ντε Νουσίγκιν και στον κόμητα ντε Ρεστώ, παρακαλώντας τους να κανονίσουν αυτά τα έξοδα. Το πρωί, οι δυο φοιτητές αναγκάστηκαν να πάνε μόνοι τους να δηλώσουν το θάνατο. Είχαν περάσει δύο ώρες ακόμη και κανείς από τους γαμπρούς του δεν είχε φανεί να στείλει λεφτά. Ο Ραστινιάκ πλήρωσε τα έξοδα του παπά. Ο Μπιανσόν έβαλε μόνος του το πτώμα σ’ ένα από τα φέρετρα των φτωχών που έφερε από το νοσοκομείο, όπου το βρήκε σε φτηνή τιμή.

 

– Κάμε ένα αστείο σ’ αυτούς τους γελοίους, είπε στο Ραστινιάκ. Πήγαινε στη φτώχογειτονια ν’ αγοράσεις μια απιθαμή γης για πέντε χρόνια να θάψουμε το γέρο και παράγγειλε μια κηδεία τελευταίας τάξεως. Αν οι γαμπροί του ή οι κόρες του αρνηθούν να εξοφλήσουν, να γράψεις στον τάφο του: “Ένθαδε κείται ο μπαρμπα-Γκοριό, πατέρας της κομίσσης ντε Ρεστώ και της Βαρώνης ντε Νουσίγκεν. Τον έθαψαν με τα έξοδά τους δυο φοιτητές”

 

 

 

Ονόρε Ντε Μπαλζάκ



Facebook

Instagram

Follow Me on Instagram